Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/3/13

Los Amantes Pasajeros

Ότι φάμε, ότι πιούμε…

Ελληνικός Τίτλος: Δεν Κρατιέμαι
2013, Spain, 95 min
Σκηνοθέτης: Pedro Almodóvar /Σενάριο: Pedro Almodóvar /Παίζουν: Javier Cámara, Cecilia Roth, Peppa Charro, Carlos Areces, Raúl Arévalo, Guillermo Toledo, Hugo Silva, Paz Vega, Antonio de la Torre, Antonio Banderas, Penélope Cruz

Ένα αεροπλάνο απογειώνεται από τη Μαδρίτη με προορισμό το Μεξικό. Λίγο μετά, ο κυβερνήτης ανακαλύπτει ένα πρόβλημα στο σύστημα προσγείωσης που τον αναγκάζει να πετά άσκοπα, μέχρι να βρει ελεύθερη πίστα για να επιχειρήσει να προσγειωθεί. Ενώ οι επιβάτες της οικονομικής θέσης κοιμούνται ναρκωμένοι από το πλήρωμα για την αποφυγή πανικού, οι επιβάτες της Α’ θέσης μαθαίνουν τα καθέκαστα και πανικοβάλλονται στην ιδέα του θανάτου, κάτι που τους εξωθεί σταδιακά σε πολύ προσωπικές αποκαλύψεις. Την ίδια ώρα το πλήρωμα και ιδιαίτερα τρεις gay φροντιστές αέρος, προσπαθούν να τους καθησυχάσουν, επιλέγοντας αμφιλεγόμενες μεθόδους για να το πετύχουν…
Η νέα ταινία του Pedro Almodóvar είναι μια κωμωδία από τα παλιά… Ο διάσημος ισπανός σκηνοθέτης που μας είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε σκοτεινά υπαρξιακά δράματα -μεταξύ των οποίων και κάποιες από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του (Όλα για τη μητέρα μου, Μίλα της, Γύρνα πίσω, Το δέρμα που κατοικώ), επιστρέφει στο κλίμα των ταινιών της  πρώιμης περιόδου του (Ο νόμος του πόθου, Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης), συστήνοντας μας σε ένα θίασο από αντισυμβατικούς, σουρεαλιστικούς χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα λόγω του εγκλωβισμού τους σ’ ένα αεροπλάνο που κινδυνεύει.

Το μενού έχει απ’ όλα: ένας απατεώνας τραπεζίτης που προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα μετά την αποκάλυψη της εμπλοκής του σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, ένας παρηκμασμένος ηθοποιός που πηγαίνει στο Μεξικό για να παίξει σε μια σαπουνόπερα, μια νευρωτική dominatrix (αφέντρα επί το λαϊκότερον) που διατείνεται ότι έχει στην κατοχή της αποκαλυπτικά βίντεο όλων των υψηλά ιστάμενων προσώπων της ισπανικής κοινωνίας και πάσχει από μανία καταδιώξεως, ένας πληρωμένος δολοφόνος που δουλεύει για τη μεξικάνικη μαφία, μια παρθένα μέντιουμ που αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα να χάσει την παρθενιά της και ταυτόχρονα “μυρίζει το θάνατο”, ένα νιόπαντρο ζευγάρι με πολλά σεξουαλικά απωθημένα… και μαζί τους τα μέλη του πληρώματος, ένα τρίο από έξαλλους gay φροντιστές αέρος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο bi κυβερνήτης που έχει σχέση με τον έναν από τους φροντιστές και ο πιο συντηρητικός συγκυβερνήτης που ψάχνει τη σεξουαλική του ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι εξωφρενικοί χαρακτήρες, με αφορμή την πιθανή πτώση του αεροπλάνου και το θανάσιμο κίνδυνο που παραμονεύει, προβαίνουν σε προσωπικές αποκαλύψεις, εξωτερικεύουν ανομολόγητους πόθους και επιθυμίες, εκφράζουν γνήσια συναισθήματα και τελικά αναθεωρούν την προηγούμενη ζωή τους, παίρνοντας σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον τους. 
Και φυσικά επειδή έχουμε να κάνουμε με μια ταινία του Almodóvar, όλα αυτά συμβαίνουν με ιδιαίτερα απρόβλεπτο και αντισυμβατικό τρόπο. Ο Almodóvar μετατρέπει το σαλόνι της business class του αεροπλάνου σε μια ιπτάμενη ντίσκο, όπου συμβαίνουν πολλά και διάφορα: ναρκωτικά κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, κοκτέιλ ανεβάζουν τη λίμπιντο, σεξουαλικά υπονοούμενα εκτοξεύονται με ποικίλους αποδέκτες, ενώ οι τρεις gay φροντιστές μετατρέπονται σε ντίσκο συγκρότημα, δίνοντας μια ξεκαρδιστική παράσταση υπό τους ήχους του Im so excited των Pointer Sisters. Kαι όλα αυτά καταλήγουν τελικά σε ένα έξαλλο σεξ πάρτι (γράφεται και αλλιώς…), όπου οι ρόλοι είναι δυσδιάκριτοι, η σεξουαλική έκφραση ποικίλλει και το πάθος για ζωή υπερνικά κάθε ταμπού.  
Ο Almodóvar επιστρέφοντας μ’ αυτήν την ταινία στα νεανικά του χρόνια, στην εποχή των καταχρήσεων και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της camp αισθητικής και της gay εξτραβαγκάντζας, μας προτρέπει να τον ακολουθήσουμε, “βγαίνοντας από τη ντουλάπα” όπου πιθανώς να έχουμε εγκλωβίσει στοιχεία της προσωπικότητας μας. Ο άνθρωπος, λέει ο Almodóvar, οφείλει να απαλλαγεί απ’ όλα τα πρέπει που τον καταδυναστεύουν και συνήθως δεν τον αφορούν, να βγάλει στην επιφάνεια τον πραγματικό εαυτό του και να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται για να περάσει καλά. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βέβαια, ο σκηνοθέτης κάνει μια αναφορά στην οικονομική κρίση που στοιχειώνει και την Ισπανία: Το αεροπλάνο είναι η Ισπανία, που δυσκολεύεται να “προσγειωθεί”, να βρει δηλαδή μια διέξοδο από τη στενωπό στην οποία βρίσκεται. Οι επιβάτες της οικονομικής θέσης που είναι ναρκωμένοι σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, παραπέμπουν στην εργατική τάξη που κοιμάται και δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις, ενώ η άρχουσα τάξη (οι επιβάτες της Α’ θέσης) αλωνίζει χωρίς να την ελέγχει κανείς.

Όμως η εποχή που ο Almodóvar γύριζε τις “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης” και μας κρατούσε καρφωμένους στις καρέκλες μας από τα γέλια, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Έχοντας αποκτήσει -δικαίως- εδώ και χρόνια μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, απολαμβάνει πλήρους καλλιτεχνικής ελευθερίας από κοινό και κριτικούς και δικαιούται σαφώς μετά από τόσα χρόνια να γυρίσει μια feelgood ταινία για να περάσει καλά κι αυτός, αλλά και οι θεατές στη χώρα του, που καταπιέζονται από τα καθημερινά τους προβλήματα. Δυστυχώς όμως αυτό το εγχείρημα μοιάζει με ανέμπνευστο πισωγύρισμα. Έχοντας πάλι μαζί του τους αγαπημένους του ηθοποιούς (ακόμα και ο Antonio Banderas και η Penélope Cruz κάνουν ένα μικρό πέρασμα), την αγαπημένη του πολύχρωμη θεματολογία και φυσικά την αναμφισβήτητη δεξιοτεχνία για να κρατήσει το ενδιαφέρον σε μια ταινία που εξελίσσεται σε περιορισμένο χώρο, αυτή τη φορά αποτυγχάνει. Όχι ότι δε γελά κανείς με τα αστεία του, αλλά όσο περνά η ώρα το επαναλαμβανόμενο και  μονοδιάστατο σεξιστικό χιούμορ πλατειάζει και κουράζει , η υστερία και η νεύρωση γίνονται αυτοσκοπός, οι συμβολισμοί  είναι χοντροκομμένοι, ενώ οι αναφορές στην οικονομική κρίση επιδερμικές και αποσπασματικές. Κούραση; Ένα μέτριο διάλειμμα σε μια μεγάλη καριέρα; Θα φανεί στο μέλλον… Πάντως για να γυρίσουμε στο παρόν, το μότο της ταινίας - πρόταση του Almodóvar προς το θεατή, συνοψίζεται πετυχημένα σε μια ελληνική λαϊκή ρήση: Ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κόλος μας….

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Κουρασμένη και ανέμπνευστη επιστροφή του Almodóvar στην κωμωδία ηθών. Γελάς μεν (από ένα σημείο και μετά με το ζόρι), ξεχνάς όμως εύκολα ότι είδες βγαίνοντας από την αίθουσα.

4,5/10



30/3/13

Αν...

Παραμύθι χωρίς δράκο

2012, Ελλάδα, 111 min
Σκηνοθεσία: Χριστόφορος Παπακαλιάτης/Σενάριο: Χριστόφορος Παπακαλιάτης/Παίζουν: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Μαρίνα Καλογήρου, Μάρω Κοντού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Μαρία Σολομού, Φάνης Μουρατίδης, Θέμις Μπαζάκα, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος
  
Αθήνα, Πλάκα 2009… ο Δημήτρης βγαίνει ένα βράδυ από το σπίτι του και συναντά τη Χριστίνα.. γνωρίζονται και ζούνε μαζί το μεγάλο έρωτα ως τις μέρες μας, στην Ελλάδα της κρίσης. Τι θα γινόταν όμως αν ο Δημήτρης δεν έβγαινε εκείνο το βράδυ από το σπίτι του; Θα γνώριζε ή όχι τη Χριστίνα; Δυο εκδοχές της ίδιας ιστορίας στον ίδιο τόπο και χρόνο... Πόσο κρατάει ο έρωτας και πόσο επηρεάζεται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες; Συγχωρείται μια απιστία; Πόσο αντέχει κανείς τη μοναξιά; Είναι ο έρωτας τελικά η λύση σε όλα μας τα προβλήματα;
Σ’ αυτά και πολλά περισσότερα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μέσα από το “Αν”, την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, στην οποία -όπως και στη μεγάλη καριέρα του στην τηλεόραση- αναλαμβάνει πολλαπλούς ρόλους, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου αλλά και του πρωταγωνιστή. Ο Παπακαλιάτης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση της εγχώριας παραγωγής. Από την αρχή της καριέρας του στην τηλεόραση, έφτιαξε στο μυαλό του ένα δικό του σύμπαν, στα όρια του οποίου ζει και κινείται ως σήμερα: Όμορφα σπίτια –κατά προτίμηση νεοκλασικά, εστέτ ήρωες ενταγμένοι πλήρως στο σύστημα άσχετα με τις όποιες ιδιαιτερότητες τους, ανεκπλήρωτοι έρωτες παράνομοι και μη, πολλαπλά κινηματογραφικά και άλλα “δάνεια”, φωσκολικές συμπτώσεις και ακραία συναισθήματα, μελοδραματικές κορυφώσεις, στυλιζαρισμένη φωτογραφία, ερωτικές σκηνές σαν βιντεοκλίπ -πάντα υπό συνοδεία μουσικής υπόκρουσης, αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, επιφανειακή προσέγγιση διαφόρων κοινωνικών φαινομένων, αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο παραγωγής, καλοί ηθοποιοί, συνήθως εξαιρετικά soundtrack, αίσθηση του κινηματογραφικού ρυθμού, νεανική ορμή και μπρίο, άκρατη αισιοδοξία στα όρια της καλώς εννοούμενης αφέλειας και τελικά ικανότητα να διηγηθεί μια ιστορία, που παρ’ ότι από την αρχή γνωρίζεις την έκβαση της σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.

Όλα αυτά τα τόσο αναγνωρίσιμα στοιχεία είναι παρόντα στο “Αν”, μια ταινία όμως που θέλει να λειτουργήσει και σε άλλα επίπεδα: Είναι ένα παραμύθι για τον έρωτα και τις σχέσεις; Μια ψευδοφιλοσοφική ανάλυση για το “τι θα γινόταν αν…” και το ρόλο μιας στιγμιαίας απόφασης και του τυχαίου στην εξέλιξη της ζωής ενός ατόμου; Μια δημιουργική προσπάθεια συμφιλίωσης του παλιού με το νέο ελληνικό κινηματογράφο; Μια νοσταλγική αναπόληση της παλιάς Αθήνας σε σχέση με την τωρινή παγωμένη εκδοχή της; Ένα χρονικό της κρίσης και των επιπτώσεων της στις ανθρώπινες σχέσεις;  Ένα σχόλιο για τη μοναξιά και την αποξένωση; Ο Παπακαλιάτης πάσχοντας από το σύνδρομο του νέου έλληνα σκηνοθέτη (που γυρίζει μια ταινία κάθε 10 χρόνια) θέλει να τα πει όλα… και όπως είναι φυσικό δεν τα καταφέρνει. Επιπροσθέτως εμπλουτίζει την κεντρική (διπλή) του ιστορία, το love story του Δημήτρη και της Χριστίνας, με ήσσονος σημασίας αχρείαστες υποπλοκές (κατά τα τηλεοπτικά του πρότυπα), καθώς και πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, που παρ’ ότι φαίνονται ενδιαφέροντες παραμένουν χάρτινοι αφού δεν αναπτύσσονται επαρκώς, λόγω της εμμονής του να εμφανίζεται -σχεδόν ναρκισσιστικά- σε κάθε πλάνο της ταινίας. Η προσέγγιση του δε στο φλέγον ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των αιτίων της είναι εντελώς επιδερμική, καθώς εξαντλείται σε κάποιες αναφορές στην ανεργία, ένα δυο πλάνα όπου εμφανίζονται τα ΜΑΤ και κάποια αποσπάσματα από κείμενα του Χρόνη Μίσσιου (τουλάχιστον ατυχής επιλογή κατά την άποψη μου). Αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ο άκρατος και πολλές φορές εκβιαστικός μελοδραματισμός του, που συνεπικουρούμενος από την συνεχή πομπώδη μουσική υπόκρουση και ένα best of των αγαπημένων τραγουδιών του, υπερτονίζει κάθε ασήμαντη ή σημαντική σκηνή της ταινίας με στόχο να εξαναγκάσει τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Αν προσθέσει κανείς την αίσθηση ότι όλα αυτά κάπου τα έχεις ξαναδεί, καθώς και την εκνευριστική επεξηγηματική διάθεση για κάθε πλάνο της ταινίας (από τα συνεχή voice over, τα διαφορετικά κουρέματα των πρωταγωνιστών ως και κάποιους γραφικά προφανείς συμβολισμούς –ο σκύλος που λέγεται Μοναξιά), θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που παρακολουθεί δεν είναι το έργο ενός κατασταλαγμένου δημιουργού, παρά η υλοποίηση της σινεφίλ ονείρωξης ενός έφηβου θεατή.
Από την άλλη μεριά, η ταινία διαθέτει και δυνατά σημεία και μάλιστα αρκετά. Το εύρημα της ενσωμάτωσης στο σενάριο δύο θρυλικών μορφών του παλιού εμπορικού σινεμά, της Ελενίτσας και του Αντωνάκη από την υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα “Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα”, λειτουργεί εξαιρετικά και αφήνει μια γλυκιά νοσταλγική γεύση. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ταινίας είναι πολύ υψηλού επιπέδου, ο ρυθμός είναι σταθερός, ενώ οι μεταβάσεις από τη μια ιστορία στην άλλη είναι εξαιρετικές και σε απόλυτη αρμονία με το σενάριο. Τέλος οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό, από το δίδυμο Κοντού-Κωνσταντίνου που γεμίζουν την οθόνη με την παρουσία τους,  μέχρι τη Μαρίνα Καλογήρου, το Φάνη Μουρατίδη και το Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, με εξαίρεση βέβαια τον ίδιο τον Παπακαλιάτη ο οποίος  χρόνια τώρα, συνεχίζει να έχει το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα και να εκφέρει τις ατάκες του με ξύλινο και ψυχρό τρόπο.

Είναι φανερό πάντως, ότι ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έχει ικανότητες και ξέρει να διηγείται ιστορίες (δικές του ή μη) πιάνοντας το σφυγμό των θεατών, κάτι που κατά την άποψη μου είναι εξίσου σημαντικό με το να κάνει κανείς σινεμά τέχνης, προορισμένο για λίγους αποδέκτες. Εξάλλου δε νομίζω ότι ο Παπακαλιάτης φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε έναν auteur του παγκόσμιου σινεμά (…). Σκοπός του προφανώς είναι να κάνει ταινίες που θα μιλήσουν στο μέσο θεατή. Αν καταφέρει να ξεπεράσει τις εμμονές του, την έντονη ανασφάλεια του και το σύνδρομο της παρατεταμένης εφηβείας που διάγει, τότε το αποτέλεσμα σίγουρα θα είναι πολύ καλύτερο. Ο θεατής στην Ελλάδα της κρίσης και της μιζέριας, που εκ των πραγμάτων είναι επιρρεπής να δεχτεί το άλλοθι του παραμυθένιου love story που προτείνει ο Παπακαλιάτης, θα περάσει δυο ευχάριστες ώρες στην κινηματογραφική αίθουσα, θα νοσταλγήσει, θα αναπολήσει και πιθανόν θα συγκινηθεί. Όμως ακόμα και στα παραμύθια -ειδικά το 2013- υπάρχει πάντα και ένας δράκος…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια ταινία ενταγμένη πλήρως στο απατηλό σύμπαν που έχει πλάσει ο σκηνοθέτης της, με ότι αυτό συνεπάγεται… 

  5/10

27/3/13

Pieta

Πορεία προς τη λύτρωση…

2012, South Korea, 104 min
Ελληνικός Τίτλος: Pieta
Σκηνοθεσία: Kim Ki-duk/Σενάριο: Kim Ki-duk/Παίζουν: Lee Jung-jin, Jo Min-su, Kang Eun-jin, Woo Gi-hong, Cho Jae-ryong, Lee Myeong-ja

Κάπου στις εξαθλιωμένες γειτονιές της Σεούλ ζει ο Κανγκ-Ντο, που βγάζει το ψωμί του εισπράττοντας χρέη δανείων από τους μεροκαματιάρηδες της περιοχής για λογαριασμό του τοκογλύφου αφεντικού του. Όταν αυτοί δεν μπορούν να τον πληρώσουν, τους ακρωτηριάζει για να μπορέσει το αφεντικό του να εισπράξει τα χρήματα μέσω της ασφάλειας των θυμάτων. Η ζωή του αλλάζει, όταν μια μέρα του χτυπά την πόρτα μια ηλικιωμένη γυναίκα που διατείνεται ότι είναι η μητέρα του, που τον εγκατέλειψε νεογέννητο πριν 30 χρόνια.  Αφού την υποβάλλει σε ένα πλήθος εξευτελιστικών δοκιμασιών, τελικά πείθεται για τα λεγόμενα της και αφήνει σιγά σιγά την αγάπη να εισχωρήσει στη ζωή του. Όμως το παρελθόν του καραδοκεί…
Η Pieta -που στα ιταλικά σημαίνει έλεος- είναι ένα από τα πιο γνωστά γλυπτά του Michelangelo και απεικονίζει την Παναγία να έχει ξαπλωμένο στα γόνατα της το Χριστό μετά τη Σταύρωση. Συμβολίζει τον πόνο της ανθρώπινης απώλειας δια μέσου των αιώνων. Από εκεί δανείζεται τον τίτλο της 18ης κατά σειρά ταινίας του ο Kim Ki-duk, που επιστρέφει δυναμικά στα κινηματογραφικά δρώμενα μετά  από τετράχρονη απομόνωση σε ένα προσωπικό ησυχαστήριο (όπου γύρισε και το πειραματικό αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ Arirang) και καταφέρνει μάλιστα να βραβευτεί για πρώτη φορά με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας 2012.

Η Pieta είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη ταινία για το μέσο θεατή. Χτισμένη ουσιαστικά πάνω στη δομή μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας, χωρίζεται υφολογικά σε δύο μέρη. Από τις πρώτες στιγμές που αντικρίζουμε το άδειο βλέμμα του Κανγκ-Ντο γίνεται φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια προβληματική προσωπικότητα: ένα πραγματικό αγρίμι που ζει μόνος, δεν τον περιμένει κανένας και τίποτα, ενώ εκτελεί καθημερινά το έργο του με ακρίβεια μηχανής, εκτονώνοντας τα σαδιστικά του ένστικτα πάνω στα θύματα του (ανθρώπους και ζώα) με πρωτοφανή αγριότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για τον πόνο και τη φρίκη που αφήνει πίσω του. Όταν αργότερα εισβάλλει στη ζωή του η γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του, καταλαβαίνει ότι κάτι ετοιμάζεται να αλλάξει στον κόσμο του. Οι ανατριχιαστικές δοκιμασίες στις οποίες την υποβάλλει δεν παραπέμπουν μόνο στη “φυσιολογική” τάση ενός εγκαταλελειμμένου ανθρώπου για εκδίκηση, αλλά ίσως υποδηλώνουν και το φόβο του μπροστά στην καινούργια σελίδα που ανοίγεται στη ζωή του, όπου είναι γραμμένες άγνωστες γι αυτόν λέξεις, όπως αγάπη και συναίσθημα. Όταν τελικά αποδέχεται την ύπαρξη της μητέρας του, η κοσμοθεωρία του ανατρέπεται και η ταινία ταυτόχρονα αλλάζει ρότα… οι σκηνές της αναίτιας και ενοχλητικής για το μάτι βίας, δίνουν τη θέση τους σε στιγμές αδέξιας τρυφερότητας μεταξύ του Κανγκ-Ντο και της “μητέρας” του.  Αυτός που ζούσε μόνο για τον εαυτό του, τώρα ρυθμίζει τις πράξεις του με γνώμονα το φόβο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Και αυτό είναι το πρώτο πράγμα στη ζωή του που τον κάνει πραγματικά να αισθάνεται και να υποφέρει… Η ύβρις του όμως δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη. Η πορεία του πια είναι προδιαγεγραμμένη: το παρελθόν του τον κυνηγάει, μυστικά και ψέματα αποκαλύπτονται, ο θύτης μετατρέπεται σε θύμα και η κάθαρση έρχεται σαν λύτρωση στο φινάλε.

Ο Kim Ki-duk φτιάχνει ένα ρεαλιστικό αλλά και έντονα πεσιμιστικό μελόδραμα βασισμένο πάνω σε μια ιστορία εκδίκησης. Ο προφανής συμβολισμός της θρησκευτικής παραβολής του τίτλου, διατρέχει ολόκληρη την ταινία: η Παναγία βίωσε τον απόλυτο ανθρώπινο πόνο ώσπου να φτάσει στη λύτρωση. Σε μια σχεδόν παράλληλη πορεία, ο ήρωας του περνά από μια επώδυνη διαδικασία για να φτάσει στην κάθαρση: αποκτήνωση – εκδίκηση – συγχώρεση – εξιλέωση – τιμωρία - λύτρωση.  
Πέρα από αυτά όμως, ο Kim Ki-duk μέσω της Pieta, θέλει να μιλήσει για μια χώρα που εκσυγχρονίζεται ραγδαία και με οποιοδήποτε κόστος, μια χώρα που την κυβερνά ο σκληρός καπιταλισμός και έχει για μόνη θρησκεία της το χρήμα, μια χώρα όπου η ανθρώπινη ζωή έχει μηδαμινή αξία, όπου οι άνθρωποι επιλέγουν να ακρωτηριάσουν τα σώματα τους ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Το χρήμα είναι η αιτία για όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου, συμπεραίνει ο Kim Ki-duk, δια στόματος της εξαιρετικής πρωταγωνίστριας του.
Ίσως όπως λένε πολλοί, η Pieta είναι η πιο ώριμη ταινία του σκηνοθέτη, κάτι που πιθανώς σχετίζεται και με την προηγηθείσα μακρόχρονη ενδοσκόπηση του μακριά από τον κόσμο. Πάντως κατά την προσωπική μου άποψη, δεν είναι η καλύτερη του, καθώς δεν φτάνει στα επίπεδα του σπαρακτικού “Ολομόναχοι μαζί” και του βαθύτατα φιλοσοφημένου ”Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας …και άνοιξη”. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι οι συμβολισμοί του έχουν χάσει τη μαγεία των προηγούμενων ταινιών και φαντάζουν χοντροκομμένοι και προφανείς. Ίσως πάλι η πολιτική του ανάλυση για τον καπιταλισμό και το διαβολικό όπλο του, το χρήμα, παραείναι απλοϊκή, οδηγώντας τον κάποιες στιγμές να κουνάει διδακτικά το δάχτυλο προς το μέρος μας. Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι ότι η ανεξέλεγκτη και ενοχλητική βία του πρώτου μέρους του φιλμ, μοιάζει κάποιες στιγμές να έχει σαν μοναδικό στόχο της να φέρει σε δύσκολη θέση τον ανυποψίαστο θεατή. Αν πάντως καταφέρει κανείς να αντέξει μένοντας στην αίθουσα μετά το πρώτο μισό της ταινίας, ίσως να φτάσει τελικά στην πολυπόθητη λύτρωση, μαζί με τον πρωταγωνιστή της.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική τραγωδία και μπολιασμένη με τη χριστιανική πίστη, είναι μια φιλόδοξη αλλά άνιση απεικόνιση της πορείας δύο ανθρώπων προς τη λύτρωση και την εξιλέωση και ταυτόχρονα, ένα δριμύ αλλά απλοϊκό κατηγορώ κατά του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος.

7/10

24/3/13

Le Mura di Malapaga

Μόνο για …συλλέκτες

1949, France/Italy, 84 min
Ελληνικός Τίτλος: Πέρα από τα Τείχη
Σκηνοθεσία: René Clément /Σενάριο: Jean Aurenche, Pierre Bost, Cesare Zavattini/Παίζουν: Jean Gabin, Isa Miranda, Vera Talchi, Andrea Checchi, Ave Ninchi, Renato Malavasi, Robert Dalban

Μετά το τέλος του πολέμου, ο Πιερ (Jean Gabin), φτάνει στο λιμάνι της Τζένοα κρυμμένος στο αμπάρι ενός πλοίου. Παρ’ ότι καταζητείται για τη δολοφονία της ερωμένης του στη Γαλλία, κατεβαίνει από το πλοίο λόγω ενός έντονου πονόδοντου και περιπλανιέται στην πόλη. Αφού του κλέβουν το πορτοφόλι, γνωρίζει την Τσεκίνα και στη συνέχεια τη μητέρα της Μάρτα (Isa Miranda), μια Ιταλίδα που δουλεύει σε μια ταβέρνα και έχει προβλήματα με τον άντρα της, η οποία τον ερωτεύεται και τον βοηθά. Όμως τα πράγματα δυσκολεύουν όταν η αστυνομία βρίσκει τα στοιχεία του και τον καταδιώκει…
To Le Mura di Malapaga” (Au-delà des Grilles/Πέρα από τα Τείχη) είναι μια από τις πιο άγνωστες ταινίες του René Clément (Η μάχη των σιδηροδρόμων, Απαγορευμένα παιχνίδια, Γυμνοί στον ήλιο). Παρ’ όλα αυτά η ταινία ήταν διάσημη στην εποχή της, αφού κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας και Α’ Γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Καννών του 1949 και τιμητική διάκριση στα Όσκαρ του 1951 ως η καλύτερη ξενόγλωσση ταινία της χρονιάς (δεν υπήρχε ακόμα επισήμως το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας). Πρόκειται για μια ιταλογαλλική παραγωγή που ενώνει στο πανί δύο από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής στις χώρες τους, το Jean Gabin και την Isa Miranda. Χαρακτηριστικό του σεναρίου είναι ότι οι ιταλοί ηθοποιοί μιλούν μεταξύ τους στα ιταλικά, ενώ η Miranda και η Talchi με το Jean Gabin στα γαλλικά, προσδίδοντας στην ταινία ένα επιπλέον ρεαλιστικό στοιχείο. 

Ο Clément δημιούργησε ένα φιλμ που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υβρίδιο film-noir και ιταλικού νεορεαλισμού, με πολλά στοιχεία μελοδράματος (…). Αυτό άλλωστε είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας, ότι δηλαδή στέκεται συνέχεια μετέωρη μεταξύ πολλών και αταίριαστων κινηματογραφικών ειδών. Ο Clément  έχοντας στα χέρια του ένα συμβατικό ως μέτριο σενάριο, δείχνει αδύναμος να διαχειριστεί το πλήθος των κινηματογραφοφιλκών επιρροών του και να προσδώσει στην ταινία συμπαγή αφηγηματική γραμμή. Ενώ από τις πρώτες σκηνές οι βασικοί κώδικες του φιλμ-νουάρ κάνουν την εμφάνιση τους (ο σκληρός ήρωας με το σκοτεινό παρελθόν,  η πόλη που τον εγκλωβίζει μέσα στα τείχη της, το πεπρωμένο που τον κυνηγά, η συνάντηση με τη μοιραία γυναίκα) και η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία δημιουργεί μια υποβλητική “καταραμένη” ατμόσφαιρα, από τη στιγμή που ο ήρωας χάνεται στα σοκάκια της Τζένοα, το σκηνικό αλλάζει και η ταινία μετατρέπεται σε μια λεπτομερή καταγραφή της ζωής της εργατικής τάξης της πόλης, βαδίζοντας στα χνάρια του νεότευκτου ιταλικού νεορεαλισμού και ενσωματώνοντας στην ιστορία πολλές και αχρείαστες υποπλοκές που αποδυναμώνουν το τελικό αποτέλεσμα.  Και κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά υπάρχει κι ο έρωτας, ένας έρωτας όμως χαμηλόφωνος, ως έσχατη λύση και αναγκαίο κακό και για τους δύο πρωταγωνιστές, χωρίς πάθος και ένταση. Κι αυτός ο χαμηλών τόνων έρωτας όμως, στο τελευταίο μέρος της ταινίας  με τη βοήθεια και της πομπώδους μουσικής υπόκρουσης, παραφορτώνεται με πολλά μελοδραματικά στοιχεία, πιθανώς για να ικανοποιήσει τους θεατές της εποχής για να φτάσουμε τελικά σε ένα συμβατικό φινάλε χωρίς εκπλήξεις…
Κρίμα για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών που δίνουν ότι μπορούν: ο Jean Gabin ξέρει καλά τα κατατόπια,  σε ένα ρόλο βέβαια που έχει ξαναπαίξει πολλές φορές , η Isa Miranda αινιγματική, γοητευτική και εύθραυστη, ενώ πραγματική αποκάλυψη είναι η Vera Talchi στο ρόλο της μικρής κόρης της, παρ’ ότι στο μέλλον δεν έκανε μεγάλη καριέρα …  Κρίμα και για το υπέροχο φυσικό σκηνικό των τειχών της Τζένοα, που δεν αξιοποιήθηκε όσο θα μπορούσε…
Ίσως να φταίει το γεγονός ότι νιώθεις ότι όλα αυτά κάπου τα έχεις ξαναδεί πολλές φορές και μάλιστα καλύτερα… ίσως πάλι τελικά η ταινία του Clément  να γέρασε άσχημα με την πάροδο του χρόνου. Πάντως από τον άνθρωπο που μόλις 2 χρόνια μετά έπαιξε με τα αριστουργηματικά “Απαγορευμένα Παιχνίδια”, θα περίμενε κανείς κάτι καλύτερο…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Γερασμένη από το χρόνο, ακροβατώντας ανεπιτυχώς ανάμεσα σε διάφορα στιλ και κινηματογραφικά ρεύματα, η ταινία βλέπεται πια μόνο για ιστορικούς λόγους από μανιώδεις σινεφίλ…

4/10