Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

22/1/14

Τα Δικαιώματα των Μαύρων στο Αμερικανικό Σινεμά: 20 Αντιπροσωπευτικές Ταινίες

Η δουλεία, ο Αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος, οι φυλετικές διακρίσεις και οι αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων, ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ήδη στη φετινή κινηματογραφική σεζόν μετράμε 2 mainstream ταινίες που ασχολούνται με απολογητική διάθεση με το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, το 12 Years a Slave/12 Χρόνια Σκλάβος και το The Butler/Ο Μπάτλερ, ενώ το Fruitvale Station/Μια Στάση Πριν το Τέλος, διαφοροποιείται από τα προηγούμενα, αφού υπονοεί ότι ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει ως τις μέρες μας. Είναι φανερό ότι τα τελευταία χρόνια το Χόλιγουντ, λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη “θεραπεία” των ανοιχτών τραυμάτων που παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη συνείδηση του μέσου Αμερικανού, που δεν μπορεί ακόμα να δεχθεί τα απίστευτα εγκλήματα κατά των μαύρων, για τα οποία ευθύνεται η “χώρα των ίσων ευκαιριών για όλους” -όπως αντίστοιχα δε μπόρεσε να δεχθεί ποτέ τον πόλεμο του Βιετνάμ. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι... Η αντιμετώπιση του αμερικανικού σινεμά απέναντι στους μαύρους και στο φυλετικό ζήτημα γενικότερα, εξελίχθηκε και άλλαξε σταδιακά με τo πέρασμα των χρόνων, αφού επηρεάστηκε από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα. 

Το Birth of a Nation/Η Γέννηση ενός Έθνους (1915) του D.W.Griffith, που μνημονεύεται ως ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και αρνητική κριτική, λόγω του τρόπου που παρουσίαζε την περιβόητη Ku Klux Klan -σχεδόν δικαιολογώντας τη δράση της. Όλα τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου και τα πρώτα χρόνια του ομιλούντα, οι ρόλοι των μαύρων στις Αμερικανικές ταινίες ήταν καθαρά συμπληρωματικοί ή/και αρνητικά φορτισμένοι: όταν δεν έπαιζαν τον κακό, οι μαύροι άντρες ηθοποιοί ειδικεύονταν σε ρόλους σκλάβων, απόλυτα εξαρτημένων από τους λευκούς αφέντες τους και χωρίς σχεδόν καμιά φιλοδοξία για να αποκτήσουν την ελευθερία τους, ενώ οι γυναίκες έπαιζαν συνήθως τη συγκαταβατική υπηρέτρια ή γκουβερνάντα. Με το Gone With the Wind/Όσα Παίρνει ο Άνεμος (1939) πάντως, το ερωτικό έπος του Victor Fleming με φόντο τον Αμερικανικό Εμφύλιο, η Hattie McDaniel έγινε η πρώτη αφρο-Αμερικανίδα ηθοποιός που προτάθηκε και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου, παίζοντας το ρόλο της γκουβερνάντας της οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά στην τελετή της απονομής των βραβείων, η McDaniel και ο συνοδός της αναγκάστηκαν να καθίσουν σε ένα απομονωμένο τραπέζι για δύο, μακριά από τους υπόλοιπους συντελεστές της ταινίας…

Τα πράγματα άρχισαν δειλά να αλλάζουν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, όταν ο αγώνας για τα δικαιώματα των μαύρων άρχισε να φέρνει αποτελέσματα και το Χόλιγουντ παράλληλα συνειδητοποίησε ότι το μαύρο κοινό ήταν ένα πολύ μεγάλο target group για να αγνοηθεί, έπρεπε λοιπόν να αποκτήσει τους δικούς του κινηματογραφικούς ήρωες. Έτσι γεννήθηκε ο  πρώτος πραγματικός μαύρος mega-star, ο Sidney Poitier, που έφτασε στο απόγειο της δόξας του στα μέσα της επόμενης δεκαετίας και υποδύθηκε ουσιαστικά όλους τους μεγάλους ανδρικούς μαύρους ρόλους στις ταινίες της εποχής. Το “μαύρο” σινεμά εκείνης της περιόδου όμως, παρ’ ότι έδωσε κάποιες πραγματικά μεγάλες ταινίες, βασίστηκε ουσιαστικά στο μοντέλο “καλός λευκός βοηθά τον κατατρεγμένο μαύρο”, που βεβαίως δεν ήταν αρκετό. 

Η φυσική εξέλιξη έφερε λίγο αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, το κύμα του Blaxploitation (black + exploitation/εκμετάλλευση), που ήταν ένα κινηματογραφικό ρεύμα που απευθύνονταν κυρίως σε μαύρο κοινό, με κοινά χαρακτηριστικά, όπως οι -σχεδόν αποκλειστικά- μαύροι πρωταγωνιστές, τα “μαύρα” funk-soul soundtrack και κάποιοι στερεοτυπικοί κεντρικοί χαρακτήρες. Το ανεξάρτητο Sweet Sweetback's Baadasssss Song (1971) του Melvin Van Peebles, είναι κατά πολλούς η ταινία-σταθμός για την απαρχή του ρεύματος, ενώ για άλλους το ρόλο αυτό έπαιξε το χολιγουντιανό Shaft (1971) του Gordon Parks. Την ίδια εποχή, αλλά χωρίς τυπικά να ανήκει στο είδος, σημειώνει τεράστια επιτυχία η τηλεοπτική μίνι σειρά Roots/Ρίζες (1977), ένα χρονικό της ζωής των μαύρων από το 1750 μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, βασισμένη στο βιβλίο του Alex Haley, σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε και το μεταγενέστερο Malcolm (1992). Το Blaxploitation επιβίωσε για πολλά χρόνια, αφού ακόμα και στις μέρες μας πολλές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία απ’ αυτό, όπως το Do the Right Thing (1989) του Spike Lee ή το Jackie Brown (1997) του Quentin Tarantino -ένας φόρος τιμής στο είδος. Σταδιακά βέβαια το ρεύμα εκφυλίστηκε, αφού η ανάγκη του Χόλιγουντ να συμβαδίσει με την politically correct εποχή, καθώς και η ανάδειξη πολλών και σημαντικών μαύρων κινηματογραφικών αστέρων, ουσιαστικά του στέρησε τους λόγους της ύπαρξης του. Με το πέρασμα των χρόνων, οι ταινίες όπου οι μαύροι είχαν ισότιμους ρόλους με τους λευκούς πλήθυναν: το μοντέλο των δυο αταίριαστων αστυνομικών στα buddy movies, πολλές φορές ενός μαύρου και ενός λευκού, είναι χαρακτηριστικό και έδωσε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπως το Lethal Weapon/Φονικό Όπλο (1987) και το τηλεοπτικό Miami Vice (1984) -στα οποία μάλιστα οι αναφορές στο φυλετικό πρόβλημα σχεδόν απουσιάζουν.
Το Χόλιγουντ σήμερα, προσπαθεί εναγωνίως να δείξει ότι έχει ξεπεράσει εντελώς (;) το φυλετικό ζήτημα, κριτικάροντας και στηλιτεύοντας μάλιστα τα κακώς κείμενα του παρελθόντος, με μεγάλες Οσκαρικές παραγωγές, που σαρώνουν στα ταμεία. Βέβαια, το κατά πόσον αρκεί μια politically correct ταινία που θα πάρει 5-6 βραβεία Όσκαρ,  για να ξορκίσει τις ενοχές και να διώξει τα φαντάσματα του ρατσισμού, είναι ένα άλλο θέμα…
Ακολουθεί μια λίστα από 20 αντιπροσωπευτικές ταινίες που με τον ένα ή άλλο τρόπο ασχολούνται με το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ. Επισημάνσεις ή παρατηρήσεις είναι όπως πάντα ευπρόσδεκτες.

Pinky (1949)
Πίνκι, η Μιγάς

Η Πίνκι, μια νεαρή μιγάς νοσοκόμα, επιστρέφει στη γιαγιά της στον Αμερικάνικο Νότο και της εκμυστηρεύεται ότι στην προηγούμενη ζωή της παρίστανε τη λευκή, ενώ είναι ερωτευμένη με ένα γιατρό που δεν ξέρει τίποτα για την αληθινή ταυτότητα της. Η σχέση που αναπτύσσει με μια λευκή ασθενή, φίλη της γιαγιάς της, θα την κάνει να αναθεωρήσει τις απόψεις της… Ο Elia Kazan, πριν από τη συνεργασία του με την επιτροπή του Μακάρθι, αντικατέστησε τον John Ford στη σκηνοθεσία ενός τολμηρού για την εποχή αντιρατσιστικού δράματος, που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και μάλιστα απαγορεύτηκε στην πόλη Marshall του Τέξας, λόγω του θέματος του. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον ομώνυμο ρόλο εμφανίζεται η λευκή ηθοποιός Jeanne Crain… Πάντως η ταινία απέσπασε 3 υποψηφιότητες για Όσκαρ και γνώρισε εμπορική επιτυχία, ιδιαίτερα στον αμερικάνικο Νότο!!

Όταν Σπάσαμε τις Αλυσίδες

Η πρώτη ταινία του σημαντικού Αμερικανού σκηνοθέτη Stanley Kramer στη λίστα, είναι σε μια πρώτη ανάγνωση μια ταινία δράσης με πολύ σασπένς, αλλά σε δεύτερο επίπεδο αποτελεί ένα σχόλιο για τις φυλετικές διακρίσεις και το ρατσισμό, σε μια εποχή όπου ο αγώνας για τα δικαιώματα των μαύρων είχε αρχίσει να γιγαντώνεται. Ο Sidney Poitier και ο Tony Curtis είναι δυο φυγόδικοι κατάδικοι στον Αμερικανικό Νότο, δεμένοι μεταξύ τους με χειροπέδες. Παρ’ ότι αρχικά μισούν ο ένας τον άλλον λόγω του χρώματος τους, η ανάγκη για συνεργασία με σκοπό την επιβίωση, θα τους οδηγήσει σταδιακά στην αλληλοεκτίμηση, τη φιλία και τη θυσία. Η ταινία που προτάθηκε για 9 Όσκαρ, από τα οποία κέρδισε μόνο 2 (σενάριο-φωτογραφία), φαίνεται σίγουρα πια ιδεολογικά παρωχημένη, αλλά αποτέλεσε έμπνευση για πολλές buddy αστυνομικές ταινίες της σύγχρονης εποχής.

Αυτή Είναι η Ζωή μου

Το τελευταίο από τα περίφημα μελοδράματα που γύρισε ο Douglas Sirk στο Χόλιγουντ, ασχολείται με τις παράλληλες ιστορίες δυο γυναικών, μιας ανερχόμενης ηθοποιού που δίνει τα πάντα για την καριέρα της, παραμελώντας την έφηβη κόρη της και της μαύρης οικονόμου της, της οποίας η κόρη είναι μιγάς και προσπαθεί να περνά σαν λευκή, κάτι που διαλύει ψυχολογικά τη μητέρα της. Το ατέρμονο κυνήγι της δόξας και το αμερικάνικο όνειρο, η αναζήτηση της ταυτότητας και οι φυλετικές διακρίσεις, μπαίνουν στο μίξερ του Douglas Sirk, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα. Παρ΄ ότι πρωταγωνιστεί η μεγάλη σταρ της εποχής Lana Turner, την παράσταση κλέβουν οι Juanita Moore και Susan Kohner, στους ρόλους της μαύρης υπηρέτριας και της κόρης της που προτάθηκαν και οι δύο για Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου, σε μια ταινία που αποτελεί remake της ομότιτλου φιλμ του 1934.

Ένα Σταφύλι στον Ήλιο

Βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό της Lorraine Hansberry, που ήταν το πρώτο έργο μαύρης συγγραφέως που ανέβηκε ποτέ στο Broadway, η ταινία του Daniel Petrie ξεφεύγει από τα στενά όρια του κλασικού οικογενειακού δράματος και καταλήγει να είναι μια σπουδή για τις παρενέργειες του αμερικανικού ονείρου σε μια φτωχή οικογένεια μαύρων του Σικάγο, που εκτός των άλλων έχει να αντιμετωπίσει το ρατσισμό και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς από μια κοινωνία φτιαγμένη μόνο για λευκούς. Οι ζωές των μελών της οικογένειας ανατρέπονται, όταν πέφτει στα χέρια τους ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο ο καθένας θέλει να χρησιμοποιήσει με το δικό του τρόπο για να κυνηγήσει τα όνειρα του… Ο Sidney Poitier και η Ruby Dee είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους, όμως την παράσταση κλέβει η εξαιρετική Claudia McNeil.

Σκιές και Σιωπή

Η ταινία του Robert Mulligan, βασισμένη στο βιβλίο της Harper Lee, παραμένει ακόμα και σήμερα ένας ύμνος στην ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού διαχειρίστηκε θέματα ταμπού με πρωτοφανή τόλμη και ρεαλισμό για την εποχή της. Ο Gregory Peck υποδύεται το δικηγόρο Atticus Finch, που αψηφώντας τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις αντιδράσεις των κατοίκων της μικρής υπερσυντηρητικής αμερικανικής πόλης όπου ζει, αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου που κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής νεαρής κοπέλας, με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένεια του. Η ταινία προτάθηκε συνολικά για 8 Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά 3 (μεταξύ των οποίων του Α’ Ανδρικού ρόλου) και θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα , ενώ -αναπάντεχα- σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία.


Σε ένα διάλειμμα μεταξύ των χαμηλού κόστους  sci-fi και των μεταφορών των διηγημάτων του Edgar Allan Poe στο σινεμά, ο άρχοντας των b-movies Roger Corman, γύρισε το 1962 μια ταινία με θέμα το ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις που αποτέλεσε την μεγαλύτερη του εμπορική αποτυχία. Παρ’ όλα αυτά ο Εισβολέας (δεν υπάρχει ελληνικός τίτλος), είναι μια εξαιρετική ταινία για τη έκρηξη της βίας και του ρατσισμού σε μια φανταστική πόλη του Αμερικανικού Νότου, με αφορμή την άφιξη ενός ρατσιστή, αλλά ταυτόχρονα γοητευτικού ψυχοπαθή, που καταφέρνει να χειραγωγήσει τους κατοίκους για να πετύχει το σκοπό του. Με ένα ασυνήθιστα τολμηρό σενάριο για την εποχή της, η ταινία ήταν φυσικό να αντιμετωπίσει προβλήματα τόσο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όσο και στη διανομή της, ενώ μεγάλη έκπληξη αποτελεί η παρουσία του William Shatner στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Καυτό Αίμα

Μια διαζευγμένη λευκή κοπέλα ερωτεύεται και παντρεύεται έναν αφρο-Αμερικανό άντρα. Ο τέως σύζυγος της όμως διεκδικεί την κηδεμονία του παιδιού τους, χρησιμοποιώντας σαν επιχείρημα, ότι ένα διαφυλετικό ζευγάρι δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να μεγαλώσει ένα παιδί και τελικά εκμεταλλευόμενος τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής που επηρεάζουν το δικαστή, κερδίζει την υπόθεση. Ο Larry Peerce αγγίζει με ειλικρίνεια και ευαισθησία ένα θέμα-ταμπού για την εποχή, με την πρώτη του -σχετικά άγνωστη- ταινία, που συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές, παρ’ ότι κατηγορήθηκε από κάποιους ότι επικεντρώνει στο δράμα της λευκής μητέρας, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το μαύρο ήρωα. Τρία χρόνια αργότερα πάντως, ο Stanley Kramer θα κάνει πολύ μεγαλύτερη επιτυχία με το ίδιο σχεδόν θέμα, στο Guess Whos Coming to Dinner.


Ένας μαύρος περιπλανώμενος βιοπαλαιστής ερωτεύεται και παντρεύεται μια δασκάλα, ξεπερνώντας τις αντιρρήσεις των γονιών της. Παρ’ όλη την αγάπη που του δείχνει, αυτός δεν μπορεί να ξεπεράσει το χωρισμό με τον μικρό γιο του, που ζει μακριά, καθώς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη δουλειά του, κυρίως λόγω του χρώματος του, αλλά και του περήφανου χαρακτήρα του… Ένα μικρό κινηματογραφικό διαμάντι, η ταινία αυτή του λευκού σκηνοθέτη Michael Roemer (με μόνο 2 ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του) αποτελεί ένα ρεαλιστικό χρονικό της ζωής των μαύρων στον Αμερικανικό Νότο, που παρέμεναν “αόρατοι” από την κοινωνία της εποχής. Η ταινία, παρ’ ότι θεωρήθηκε από τους κριτικούς μια από τις πιο ευαίσθητες “μαύρες” ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, γνώρισε ευρεία αναγνώριση μόλις την τελευταία δεκαετία, μετά την κυκλοφορία της σε DVD.
Ο Τυφλός Άγγελος

Την εποχή που ο αγώνας για τα δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική είναι πια στο ζενίθ του, ο μόνιμος φωτογράφος του David Lean, Guy Green, σκηνοθετεί ένα ερωτικό μελόδραμα, που αν και βασίζεται στο ρητό “ο έρωτας είναι τυφλός” και καταλήγει με ένα ουτοπικό happy end, κατέχει μια περίοπτη θέση στην αντιρατσιστική φιλμογραφία. Μια τυφλή κοπέλα, κόρη μιας πόρνης και ενός αλκοολικού, που εξωθείται στην πορνεία από την ίδια τη μητέρα της, βρίσκει καταφύγιο στη φιλία και τον έρωτα ενός μορφωμένου -αλλά απόβλητου λόγω χρώματος- νεαρού μαύρου. Οι σκηνές όπου ο Sidney Poitier (πάλι…) φιλά την Elizabeth Hartman κόπηκαν στις προβολές της ταινίας στους κινηματογράφους των Νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, ενώ η Shelley Winters πήρε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο ρόλο της ρατσίστριας μητέρας της πρωταγωνίστριας.

Ιστορία Ενός Εγκλήματος

Ένας μαύρος αστυνομικός συλλαμβάνεται ως ύποπτος για το φόνο ενός επιχειρηματία σε μια μικρή πόλη του Mississippi, αλλά όταν αποκαλύπτεται ότι δεν έχει καμιά σχέση με το φόνο, ο αρμόδιος ντετέκτιβ για τη διαλεύκανση του, τον προσκαλεί να συμμετάσχει στην έρευνα… Ο Norman Jewison σκηνοθετεί μια από τις καλύτερες αστυνομικές ταινίες όλων των εποχών, με συνεχείς ανατροπές και έντονο σασπένς, προβαίνοντας ταυτόχρονα σε ένα  λεπτομερές όσο και ρεαλιστικό κοινωνικό σχόλιο για τη ζωή στις Νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, σε μια χρονική περίοδο όπου οι φυλετικές προκαταλήψεις ήταν στο απόγειο τους. Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Rod Steiger (Όσκαρ Α΄ Ανδρικού ρόλου) και τον συνήθη ύποπτο Sidney Poitier, σε μια ταινία που κέρδισε συνολικά 5 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης ταινίας, ενώ οι βασικοί της χαρακτήρες εμφανίζονται και στην ομώνυμη επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά του 1988.

Μάντεψε Ποιος Θά’ρθει το Βράδι

Οι φιλελεύθερες απόψεις ενός ηλικιωμένου ζευγαριού λευκών Αμερικανών δοκιμάζονται, όταν η κόρη τους, γυρίζοντας από διακοπές στη Χαβάη, φέρνει μαζί της τον αρραβωνιαστικό της που είναι μαύρος… Η δεύτερη ταινία του Stanley Kramer στη λίστα, φαντάζει σήμερα μια παρωχημένη κομεντί, αλλά υπήρξε εξαιρετικά τολμηρή για την εποχή της, όταν ο διαφυλετικός γάμος ήταν ακόμα απαγορευμένος σε 17 -κυρίως Νότιες- πολιτείες των ΗΠΑ. Είναι η τελευταία ταινία του θρυλικού ζευγαριού Spencer Tracy Katharine Hepburn, αφού ο Tracy πέθανε σχεδόν αμέσως μετά το τέλος των γυρισμάτων. Η ταινία συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές, καθώς και 8 υποψηφιότητες για Όσκαρ, όμως παράλληλα δέχτηκε έντονες επικρίσεις για το χαρακτήρα του μαύρου γαμπρού (Sidney Poitier), που ήταν τόσο τέλειος, ώστε δεν ήταν δυνατόν να μην τύχει αποδοχής, ακόμα και από την πιο συντηρητική οικογένεια.


Η ταινία που ουσιαστικά αναγγέλλει την άφιξη του Blaxploitation cinema είναι μια “ελαφριά” κωμωδία. Σίγουρα η επόμενη ταινία του Melvin Van Peebles, Sweet Sweetback Baadasssss Song είναι καλλιτεχνικά και ιδεολογικά σημαντικότερη, αλλά το Watermelon Man μπαίνει στη λίστα λόγω του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει το φυλετικό ζήτημα. Ένας μεσοαστός λευκός, ρατσιστής Αμερικανός, ανακαλύπτει ένα πρωί ότι με κάποιο τρόπο το δέρμα του έχει γίνει μαύρο. Αφού υφίσταται τις συνέπειες της αλλαγής του χρώματος του, καταλήγει να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Το μήνυμα της ταινίας μπορεί να φαίνεται απλοϊκό, αλλά είναι ουσιώδες: ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν τα πράγματα, είναι να βρεθεί ο θύτης στη θέση του θύματος, λέει ο Van Peebles, αποδομώντας μέσα από κωμικοτραγικά περιστατικά το πλαστό μοντέλο της αμερικανικής ευημερίας.

White Dog (1982)

Σε μια από υποτιμημένες και λιγότερο γνωστές του ταινίες, ο Samuel Fuller ασχολείται με τους μηχανισμούς που προκαλούν τη γέννηση της βίας και του ρατσισμού. Μια νεαρή ηθοποιός βρίσκει ένα σκύλο εκπαιδευμένο να ερεθίζεται με το μαύρο χρώμα και να επιτίθεται σε μαύρους, ενώ ένας μαύρος εκπαιδευτής σκύλων αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να τον “θεραπεύσει”… Η άποψη του Fuller είναι ότι ο ρατσισμός είναι  αποτέλεσμα μιας συνεχούς “εκπαίδευσης” που υφίσταται κανείς από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και εξελίσσεται σταδιακά σε συνήθεια και ένστικτο, δύσκολο να εκριζωθεί. Παρ’ ότι η κριτική γενικά εξύμνησε το φιλμ, η πορεία του στις αίθουσες ήταν πολύ δύσκολη, αφού δυσκολεύτηκε να βρει διανομή στις ΗΠΑ, όμως κέρδισε τελικά μεγαλύτερη αναγνώριση το 2008, όταν εκδόθηκε σε DVD από την Criterion Collection.

Το Πορφυρό Χρώμα

Η πρώτη προσπάθεια του Steven Spielberg να μπει με αξιώσεις στο χώρο του “σοβαρού” κινηματογράφου, είναι μια ταινία που καλύπτει χρονικά τα πρώτα 40 χρόνια του 20ου αιώνα και διηγείται την ιστορία δύο μαύρων γυναικών που παρ’ ότι αδερφές, η ζωή τους επιφύλαξε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Η Whoopi Goldberg στην αρχή της καριέρας της, υποδύεται την κεντρική ηρωίδα, που αφού κακοποιήθηκε σε νεαρή ηλικία από τον πατέρα της, είναι εγκλωβισμένη μεταξύ της δεσποτικής συμπεριφοράς του άντρα-αφέντη της και των φυλετικών διακρίσεων που μαστίζουν τον Αμερικανικό Νότο. Μεγαλεπήβολο, έντονα μελοδραματικό και σχηματικό όσον αφορά την απεικόνιση των μαύρων -αφού πάσχει από το γνωστό σύνδρομο του λευκού σκηνοθέτη που γυρίζει μια “μαύρη” ταινία- το Πορφυρό Χρώμα παρ’ όλα αυτά, σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ προτάθηκε για 11 (!) Όσκαρ, αλλά δεν κέρδισε κανένα.

Ο Μισισιπής Καίγεται

Στο Mississippi του 1964, που σπαράσσεται από τις φυλετικές διαμάχες και τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν, δυο αταίριαστοι πράκτορες του FBI προσπαθούν να εξιχνιάσουν τις δολοφονίες τριών ακτιβιστών υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων, έχοντας να αντιμετωπίσουν το φόβο και τη σιωπή της μαύρης τοπικής κοινότητας. Ο Alan Parker μέσα από τις συμβάσεις μιας αστυνομικής ιστορίας, σκιαγραφεί γλαφυρά το κλίμα και τις εντάσεις μιας δύσκολης εποχής, παρ’ ότι κατηγορήθηκε για ιστορικές ανακρίβειες, καθώς και για τον τρόπο που παρουσίαζε τον μαύρο πληθυσμό. Είναι μια από τις περιπτώσεις που αναρωτιέται κανείς, πώς θα έμοιαζε η ταινία, αν ο σκηνοθέτης της ήταν μαύρος. Πάντως το φιλμ απέσπασε 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ (αν και κέρδισε μόνο το Όσκαρ Φωτογραφίας), ενώ οι Gene Hackman, Willem Dafoe, Frances McDormand ήταν εξαιρετικοί στους ρόλους τους.

Κάνε το Σωστό

Την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού, σε μια γειτονιά του Μπρούκλιν στη Νέα Υόρκη, μια πιτσαρία ενός Ιταλοαμερικανού (από τα ελάχιστα καταστήματα λευκών της περιοχής), γίνεται το επίκεντρο έντασης μεταξύ μαύρων και λευκών, με αφορμή την κατά λάθος δολοφονία ενός μαύρου από αστυνομικούς… Μάλλον η καλύτερη και πιο συμπαγής ιδεολογικά ταινία του Spike Lee, που -χωρίς να διαχωρίζει ένοχους από αθώους- αναδεικνύει ρεαλιστικά το φυλετικό ζήτημα ως αφορμή για το βίαιο ξέσπασμα κοινωνικών ομάδων που ζουν στο περιθώριο της κεντρικής ανάπτυξης. Η ταινία γνώρισε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, αφού προτάθηκε για 2 Όσκαρ και θεωρείται από πολλούς μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του ΄90, κατηγορήθηκε όμως -μάλλον άδικα- από άλλους, ότι προτείνει τη βία ως μοναδικό μέσο αντίδρασης στην κοινωνική αδικία.

Malcolm X (1992)

Η ταινία με θέμα τη ζωή ενός από τους πιο σημαντικούς αφρο-αμερικανούς ηγέτες όλων των εποχών, επρόκειτο αρχικά να σκηνοθετηθεί από to Norman Jewison. Το γεγονός όμως ότι η μαύρη κοινή γνώμη δεν φάνηκε διατεθειμένη να ανεχτεί ακόμα έναν λευκό σκηνοθέτη να μιλά για τους μαύρους, οδήγησε τους παραγωγούς να επιλέξουν τελικά το Spike Lee, ο οποίος  τελικά κατηγορήθηκε από πολλούς για αντίστροφο ρατσισμό… Βέβαια η ίδια η ζωή του Malcolm X -που υπήρξε μέλος συμμορίας, στη συνέχεια ασπάστηκε το Ισλάμ και ίδρυσε οργανώσεις με μότο τη μαύρη υπεροχή, αλλά τελικά υιοθέτησε λιγότερο αντιδραστικές απόψεις, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί από πρώην συναγωνιστές του- ήταν μια ιστορία εκ των πραγμάτων δύσκολη και συναισθηματικά φορτισμένη. Πάντως η ταινία γνώρισε καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ ο Denzel Washington προτάθηκε για Όσκαρ Α’ ρόλου για την ερμηνεία του.

Ο Παράδεισος Είναι Μακριά

Ο Todd Haynes αποτίει φόρο τιμής στο σινεμά του Douglas Sirk, με αυτό το μελόδραμα που μας μεταφέρει στη δεκαετία του ΄50 στο Connecticut, όπου μια τέλεια Αμερικανίδα νοικοκυρά της εποχής βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται, όταν ανακαλύπτει ότι ο άντρας της είναι ομοφυλόφιλος και βρίσκει παρηγοριά και κατανόηση στη φιλία ενός μαύρου κηπουρού, προκαλώντας τα ήθη και τις αξίες της εποχής. Απαλλαγμένη από την αφέλεια και τις στρογγυλεμένες γωνίες των μελοδραμάτων του ’50, η ταινία του Haynes σταδιακά αποδομεί το μοντέλο της τέλειας αμερικανικής οικογένειας και καυτηριάζει την υποκριτική στάση της τότε (;) αμερικανικής κοινωνίας απέναντι σε σοβαρά θέματα διαφορετικότητας (ομοφυλοφιλία-φυλετικές διακρίσεις). Εκπληκτική η ερμηνεία της Julianne Moore στον κεντρικό ρόλο, σε μια ταινία που προτάθηκε για 4 Όσκαρ.


The help (2011)
Υπηρέτριες

Το 1962 κάπου στον Αμερικανικό Νότο, μια νεαρή επίδοξη συγγραφέας  επιστρέφει στο σπίτι της από το κολέγιο. Εκεί αποφασίζει να πάρει συνεντεύξεις από μαύρες γυναίκες που πέρασαν τη ζωή τους φροντίζοντας εύπορες οικογένειες, μια απόφαση που θα σοκάρει και θα δυσαρεστήσει την κλειστή κοινωνία της περιοχής… Ο Tate Taylor σκηνοθετεί μια ακόμα ταινία που καταπιάνεται με τις φυλετικές διακρίσεις και τους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων, χωρίς πρωτοτυπίες ή νεωτερισμούς, αλλά αναπαράγοντας όλα τα γνωστά χολιγουντιανά κλισέ. Παρ’ όλα αυτά, οι εκπληκτικές ερμηνείες του all-star cast (Viola Davis, Octavia Spencer, Emma Stone, Jessica Chastain) και η ικανότητα του Taylor να παράγει γνήσια και οικεία κινηματογραφικά συναισθήματα, απογείωσαν το φιλμ σε μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ενώ η Octavia Spencer κέρδισε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου.

Τζάνγκο, ο Τιμωρός

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου, ένας περιπλανώμενος Γερμανός κυνηγός επικηρυγμένων ελευθερώνει το σκλάβο Τζάνγκο από τους κακούς ιδιοκτήτες του και του προτείνει να τον βοηθήσει να κυνηγήσουν μια σπείρα 3 αδερφών, που μόνο ο Τζάνγκο γνωρίζει… Ο Quentin Tarantino μας προσφέρει ένα οπτικά απολαυστικό γουέστερν, με πολλές σινεφίλ αναφορές, άφθονη δράση, υπέροχο soundtrack και απολαυστικές ερμηνείες απ’ όλο το cast. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, η ταινία αποτελεί ένα αιχμηρό σχόλιο για την πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας των ΗΠΑ, ενώ ο Tarantino παίζει αριστοτεχνικά με τις ενοχές του μέσου Αμερικανού, επιλέγοντας στο ρόλο του πρωταγωνιστή ενός γουέστερν, έναν μαύρο! Οι Leonardo DiCaprio και Christoph Waltz δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας, με το δεύτερο να κερδίζει το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου, ενώ η ταινία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ως τώρα εισπρακτική επιτυχία του σκηνοθέτη.

13/1/14

12 Years a Slave

Μαθήματα αμερικανικής ιστορίας (…)

2013, USA/UK, 134 min
Ελληνικός Τίτλος: 12 Χρόνια Σκλάβος

Στους κινηματογράφους από 12/12/2013

Πίσω στο μακρινό 1841, ο Σόλομον Νόρθαπ (Chiwetel Ejiofor), ένας ελεύθερος μαύρος που ζει με την οικογένεια του στη Νέα Υόρκη και δουλεύει ως μαραγκός, αλλά παράλληλα είναι ταλαντούχος βιολονίστας, απάγεται και πουλιέται σαν σκλάβος στη Νέα Ορλεάνη. Θα αναγκαστεί να ξεχάσει -θέλοντας και μη- την προηγούμενη ζωή του και θα περάσει 12 χρόνια δουλεύοντας σκλάβος σε φυτείες, βιώνοντας στο πετσί του την κακομεταχείριση, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Η δίψα του για επιβίωση και ελευθερία όμως, θα αποδειχθεί πιο δυνατή και θα τον κρατήσει ζωντανό, ώσπου με την βοήθεια ενός Καναδού εργολάβου, θα καταφέρει να επιστρέψει στην οικογένεια του και στην προηγούμενη ζωή του.
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του ταλαντούχου Βρετανού Steve McQueen (Hunger/2008, Shame/2011), παρ’ ότι από τη μια δείχνει να σηματοδοτεί μια στροφή του σκηνοθέτη προς το mainstream και τον κινηματογράφο των βραβείων, αφού και η κινηματογραφική του γλώσσα και η αισθητική του μεταλλάσσονται ώστε να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό, από την άλλη δεν παρεκκλίνει πολύ από την αγαπημένη μυθολογία του σκηνοθέτη, που έχει να κάνει με την ανάγκη του ανθρώπου για ατομική και συλλογική ελευθερία. Στο Hunger, ο ήρωας του McQueen στερείται κυριολεκτικά την ελευθερία του φυλακισμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός κελιού και επιλέγει την απεργία πείνας σαν μέσο αντίστασης, φτάνοντας να γίνει σύμβολο των αγώνων ενός ολόκληρου λαού. Στο Shame, η στέρηση της ελευθερίας είναι συμβολική, αφού έχει να κάνει με την εξάρτηση του ήρωα από τη σεξουαλική λαγνεία, που τον οδηγεί σε μια αυτοκαταστροφική πορεία προς μια προσωπική κόλαση. Στο 12 Years a Slave, ο κεντρικός ήρωας στερείται την ελευθερία του λόγω ενός φαύλου συστήματος που απειλεί και την ίδια την ύπαρξη του, αλλά επιλέγει να δεχτεί την αλλοίωση της προσωπικότητας του, προκειμένου να την ανακτήσει.

Ακολουθώντας σχεδόν πιστά την αυτοβιογραφία του Solomon Northup, που εκδόθηκε λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση του το 1853 και προκάλεσε σάλο στην εποχή της, ο McQueen πετυχαίνει πατώντας πάνω σε μια προσωπική ιστορία, να αναπαραστήσει γλαφυρά το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά παράλληλα να καταλήξει στο (χιλιοειπωμένο) συμπέρασμα, ότι το πιο δυνατό ένστικτο του ανθρώπου είναι αυτό της επιβίωσης. Ο Σόλομον Νόρθαπ, στα 12 χρόνια της αιχμαλωσίας του, βλέπει το όνομα του να αλλάζει, την προηγούμενη “φυσιολογική” ζωή του να παραγράφεται και γενικότερα υφίσταται κάθε είδους σωματική ή ψυχική ταπείνωση. Συνειδητοποιεί όμως, ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει είναι να αποδεχτεί αυτή την ιδιότυπη μεταμόρφωση, να συνεργαστεί με τους βασανιστές του και να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει. Γύρω του ο McQueen στήνει αριστοτεχνικά ένα γαϊτανάκι από δευτερεύοντες αναγνωρίσιμους χαρακτήρες που υπηρετούν στην εντέλεια το σκοπό τους, αποκρυπτογραφώντας ως και στην τελευταία λεπτομέρεια του, τη λειτουργία ενός συστήματος που βασίστηκε στην εκμετάλλευση ανθρώπων από ανθρώπους και υποβίβασε την αξία της ανθρώπινης ζωής, με μοναδικό κριτήριο το χρώμα του δέρματος. Έμποροι μαύρης σαρκός (…) με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, αφεντικά με ευαισθησίες αλλά υποκριτική συμπεριφορά Πόντιου Πιλάτου, αφεντικά - ψυχοπαθείς σαδιστές, που διασκεδάζουν μαστιγώνοντας τα θύματα τους, καιροσκόποι τυχοδιώκτες και διεστραμμένοι επιστάτες,  σκλάβοι που ξεπουλούν την αθωότητα τους για να επιβιώσουν, αθώα θύματα και ένοχοι θύτες, όλοι αποτελούν γρανάζια του ίδιου συστήματος. Τεράστια είναι η συμβολή ολόκληρου του cast της ταινίας στην ακριβή αναπαράσταση τόσων διαφορετικών χαρακτήρων, απόδειξη ότι ένα από τα μεγάλα προσόντα του Steve McQueen είναι η εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών του. Ο Chiwetel Ejiofor δίνει μια γεμάτη εσωτερική δύναμη ερμηνεία, η Lupita Nyongo κάνει ένα σπαρακτικό κινηματογραφικό ντεμπούτο, εξαιρετική η παρουσία των Paul Dano και  Benedict Cumberbatch σε χαρακτηριστικούς ρόλους, όμως την παράσταση σίγουρα κλέβει ο Michael Fassbender, που υποδύεται το σαδιστή-ψυχοπαθή γαιοκτήμονα με τόση φυσικότητα που σε στοιχειώνει…
Μένοντας πιστός κατά βάση στις κινηματογραφικές του αρχές, ο McQueen παρακολουθεί τους ήρωες του αποστασιοποιημένα, παρ’ ότι δείχνει να τους γνωρίζει πολύ καλά, χωρίς να κριτικάρει ή να αποδίδει ευθύνες, κρατώντας για τον εαυτό του -αλλά και για το θεατή- το ρόλο του παρατηρητή. Παρά το συναισθηματικά φορτισμένο θέμα της ταινίας –ειδικά για τον Αμερικανό θεατή και τα ξεσπάσματα ωμής βίας που πραγματικά σοκάρουν το ανυποψίαστο μάτι, το φιλμ δεν εκτρέπεται ποτέ προς το μελό ή την ηθικοπλαστική-διδακτική καταγγελία. Αποτελεί παρ’ όλα αυτά ένα στοχευμένο “μάθημα” αμερικανικής ιστορίας με πολλαπλούς αποδέκτες, αυτούς που θα αισθανθούν δικαιωμένοι με το κατ’ επίφαση happy-end, αλλά και αυτούς που θα διαβάσουν τις λίγες αράδες μετά το τέλος του φιλμ, όπου κρύβεται η πραγματική αλήθεια.

Είναι τελικά όμως το 12 Years a Slave μια μεγάλη ταινία; Σίγουρα από άποψη καθαρά κινηματογραφική, είναι μια εξαιρετικά δομημένη ταινία με εντυπωσιακό ρυθμό, που συντηρεί την αγωνία ενός θρίλερ ως το τέλος (παρ’ ότι από τον τίτλο και μόνο αυτό προδιαγράφεται), με ορισμένες εξαιρετικής δύναμης σκηνές που καθηλώνουν και θαυμάσιες ερμηνείες. Ιδεολογικά δε, είναι όσο politically correct χρειάζεται για την εποχή της, αλλά κυρίως για να καταφέρει να μπει με αξιώσεις στην κούρσα των Όσκαρ. Αυτό φαίνεται ίσως να είναι και το μόνο της ψεγάδι, ότι δηλαδή φωνάζει από μακριά το λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε. Κατά πάσα πιθανότητα βέβαια, το φιλμ θα κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, όπως κέρδισε μόλις χθες και την αντίστοιχη Χρυσή Σφαίρα. Άλλωστε η Ακαδημία λατρεύει να βραβεύει ταινίες που ξορκίζουν τα τραύματα και τις ενοχές της αμερικανικής κοινής γνώμης, που σχετίζονται με σκοτεινές σελίδες της ιστορικής διαδρομής της χώρας. Ο Steve McQueen τελικά ακολουθεί το παράδειγμα του ήρωα του. Όπως ο Σόλομον επιλέγει να απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του, για να κερδίσει τελικά την ελευθερία του, ο McQueen μεταμφιέζει το όραμα και την αισθητική του σε mainstream, για να κερδίσει το Όσκαρ και την καθολική αναγνώριση. Θεμιτή βέβαια και κατανοητή πρακτική, αλλά σίγουρα όχι άξια θαυμασμού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Άψογο κινηματογραφικό δημιούργημα που αναπαριστά ρεαλιστικά μια ταραγμένη εποχή, με οδηγό τον αγώνα ενός ανθρώπου για επιβίωση και ελευθερία. Η ταινία που πιθανότατα θα είναι η νικήτρια των φετινών βραβείων Όσκαρ.

7/10

7/1/14

Lee Daniels', The Butler

Ανάλατη σούπα

2013, USA, 132 min

Στους κινηματογράφους από 19/12/2013

Λένε ότι ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος… Η εμμονή του Χόλιγουντ και κατ’ επέκταση της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, να επιστρέφει κατά περιόδους σε κεφάλαια ταμπού της αμερικανικής ιστορίας, προσπαθώντας να ρίξει αλάτι στις πληγές που άφησαν στην συνείδηση και το θυμικό του μέσου Αμερικανού, είναι μια ακόμα απόδειξη για την ορθότητα του παραπάνω αξιώματος. Το Βιετνάμ, οι φυλετικές διακρίσεις και το θέμα της τρομοκρατίας τα τελευταία κυρίως χρόνια, επανακάμπτουν κατά καιρούς στο (κουρασμένο) μυαλό των Αμερικανών σεναριογράφων. Όπως και να το κάνουμε είναι η σίγουρη λύση στο δημιουργικό τους αδιέξοδο… Βέβαια κανείς δε λέει όχι σε μια καλή ταινία, όσο κορεσμένο και αν είναι το θέμα της. Όμως η τελευταία ταινία του αμφιλεγόμενου Lee Daniels (Precious/2009, The Paperboy/2012), όχι μόνο δεν είναι μια καλή ταινία, αλλά εκτός των άλλων φαίνεται σε κάθε στιγμή να ζητιανεύει ξεδιάντροπα τη συμμετοχή της στο Οσκαρικό πανηγύρι.
Βεβαίως το σενάριο του The Butler ή μάλλον για μεγαλύτερη ακρίβεια, του Lee Daniels’ the Butler (αφού μετά από δικαστική διαμάχη απαγορεύτηκε στην εταιρία παραγωγής της ταινίας η χρησιμοποίηση του πρώτου τίτλου, μια και αυτός εμφανίζεται σε βουβή ταινία του 1916!!), βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Πρόκειται για τη ζωή του Eugene Allen (στην ταινία Cecil Gaines), ενός μαύρου που προσελήφθη στο Λευκό Οίκο ως μπάτλερ το 1957 και παραμένοντας εκεί για τριάντα περίπου χρόνια, γνώρισε 8 διαφορετικούς προέδρους των ΗΠΑ και έζησε από κοντά μεγάλα γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας, από τη δολοφονία του John F.Kennedy και του Martin Luther King Jr., ως την ίδρυση της ριζοσπαστικής οργάνωσης των Μαύρων Πανθήρων, το Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate. Παράλληλα παρακολουθούμε τη ζωή του Cecil με την αλκοολική γυναίκα του και τους δυο γιους του, ο ένας από τους οποίους συμμετέχει ενεργά στον αγώνα των μαύρων για ίσα δικαιώματα με τους λευκούς, κάτι που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πατέρα του.

Τα προβλήματα με την ταινία του Daniels ξεκινούν από το σενάριο του Danny Strong. Αποσπασματικό, αλλά ταυτόχρονα φλύαρο και ανούσιο, από τη μια δεν πετυχαίνει να συνδέσει ικανοποιητικά τις χρονικές περιόδους στις οποίες επικεντρώνεται το φιλμ, από την άλλη δεν καταφέρνει να τοποθετήσει το Cecil και την οικογένεια του μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που διαδραματίζεται η ιστορία, δίνοντας σου πολλές φορές την εντύπωση ότι παρακολουθείς δυο διαφορετικές ταινίες. Ιστορικά γεγονότα που υποβαθμίζονται ή παρουσιάζονται εντελώς τηλεγραφικά, εναλλάσσονται με ανιαρές και -χωρίς λόγο- μακρόσυρτες συζητήσεις και οικογενειακές συγκεντρώσεις, ενώ μυθοπλαστικά ευρήματα προστίθενται στην αληθινή ιστορία για -υποτίθεται- δραματουργικούς λόγους (η μητέρα του πραγματικού Eugene Allen δεν βιάστηκε, ούτε ο πατέρας του δολοφονήθηκε, ενώ ο ένας στην πραγματικότητα γιος του, ούτε πήγε στο Βιετνάμ, ούτε υπήρξε ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων), ενώ στην πραγματικότητα ο μόνος σκοπός που εξυπηρετούν είναι η πρόκληση εύκολης συγκίνησης και η χειραγώγηση του θεατή. Και αν για όλα αυτά κανείς θα μπορούσε να προτάξει το ελαφρυντικό της μικρής διάρκειας μιας κινηματογραφικής ταινίας σε σχέση με τη μεγάλη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται, αυτό που είναι πραγματικά ασυγχώρητο είναι ότι το σενάριο δεν καταφέρνει να χτίσει ούτε έναν πραγματικά ενδιαφέροντα χαρακτήρα, που να αξίζει κανείς να ασχοληθεί μαζί του. Ακόμα και ο Cecil του Forest Whitaker, ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, κινείται στα όρια της απάθειας και της αδιαφορίας: η μετάβαση του από τη δουλικότητα και το φόβο ενός “μαύρου για το σπίτι”, στην ταξική και κοινωνική συνειδητοποίηση και η μετάλλαξη του σε έναν άνθρωπο που διεκδικεί με πάθος τα δικαιώματα του, δεν πείθει απολύτως κανέναν. Ο δεύτερος σημαντικότερος χαρακτήρας της ταινίας, η γυναίκα του Cecil που υποδύεται η Oprah Winfrey, σου δίνει την εντύπωση ότι το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής της είναι να πατήσει το πόδι της στο Λευκό Οίκο και μόλις αυτό τελικά επιτυγχάνεται, λύνονται ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα που περιστασιακά την απασχολούν. Κατά τ’ άλλα δε θα μπορούσε κανείς βέβαια να περιμένει από το Daniels να εντρυφήσει σε βάθος στους χαρακτήρες ιστορικών προσωπικοτήτων, που περνούν από το φιλμ για 2-3 λεπτά φιλμικού χρόνου, αλλά η διαχείριση τους, καθώς και οι αλλοπρόσαλλες επιλογές ηθοποιών, δημιουργούν χάρτινους χαρακτήρες-καρικατούρες, που πολλές φορές προκαλούν το γέλιο. Ο Eisenhower του Robin Williams μοιάζει ανήμπορος γεράκος, ο JFK του James Marsden άβγαλτο κολλεγιόπαιδο, ενώ ο Nixon του John Cusack θυμίζει το σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι (...). Εξαιρέσεις όπως οι Alan Rickman-Jane Fonda που υποδύονται πειστικά το ζεύγος Reagan, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τελικά το all-star cast της ταινίας, το μόνο που προσφέρει είναι ένα παιχνίδι του τύπου “μάντεψε το διάσημο” και αποπροσανατολίζει το θεατή από το όποιο ενδιαφέρον της ταινίας.

Βέβαια όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Lee Daniels,  που κινείται ανάμεσα στην τηλεοπτική μίνι σειρά και στο αφελές διδακτικό μανιφέστο για τα δικαιώματα των μαύρων. Με τηλεοπτικά πλάνα παλαιάς κοπής, παρακολουθώντας την ιστορία επιδερμικά, αλλά με υψωμένο συνεχώς το δάχτυλο προς το θεατή και με ένα αλλοπρόσαλλο μοντάζ που δείχνει να μην ξέρει τι είναι σημαντικό και τι όχι για την πλοκή, ο Daniels δεν καταφέρνει καν να γίνει προκλητικός όπως στο The Paperboy, αντίθετα χάνει το -όποιο- προσωπικό στιλ λάνσαρε (…). Το επίτευγμα του είναι  πραγματικά μοναδικό: κατορθώνει να μετατρέψει μια διαδρομή μισού αιώνα, με σταθμούς πολιτικοκοινωνικά γεγονότα τεράστιας σημασίας για τις ΗΠΑ, σε μια άνευρη και ανέμπνευστη σαπουνόπερα, που δεν προκαλεί ούτε στιγμή το ενδιαφέρον του θεατή. Είναι προφανές άλλωστε, ότι ο μοναδικός λόγος της δημιουργίας του φιλμ, ήταν η βραδιά των Όσκαρ. Αλλά μάλλον ούτε σ’ αυτήν πρόκειται να φτάσει όπως φαίνεται, τουλάχιστον με αξιώσεις, αφού η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δείχνει ότι δεν έπεισε ούτε καν τα γηραιά και συντηρητικά μέλη της Ακαδημίας. Ευτυχώς!

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ότι και να πει κανείς είναι λίγο! Ο Lee Daniels μας προσφέρει μια ανάλατη σούπα, που δεν μπορεί να πείσει κανέναν, αχρηστεύοντας ένα κατά τ’ άλλα αξιόλογο πρωτογενές υλικό. Προτιμήστε το αντίστοιχης θεματολογίας, αλλά πολύ ανώτερο 12 Years a Slave

3/10