Μαθήματα αμερικανικής ιστορίας
(…)
2013, USA/UK, 134 min
Σκηνοθεσία: Steve McQueen/Σενάριο: John Ridley/Παίζουν: Chiwetel Ejiofor, Michael Fassbender, Lupita Nyong’o, Benedict Cumberbatch, Paul Dano, Brad Pitt, Paul Giamatti, Sarah Paulson, Quvenzhané Wallis
Στους κινηματογράφους από 12/12/2013
Πίσω στο μακρινό 1841, ο Σόλομον Νόρθαπ (Chiwetel Ejiofor), ένας ελεύθερος μαύρος που
ζει με την οικογένεια του στη Νέα Υόρκη και δουλεύει ως μαραγκός, αλλά
παράλληλα είναι ταλαντούχος βιολονίστας, απάγεται και πουλιέται σαν σκλάβος στη
Νέα Ορλεάνη. Θα αναγκαστεί να ξεχάσει -θέλοντας και μη- την προηγούμενη ζωή του
και θα περάσει 12 χρόνια δουλεύοντας σκλάβος σε φυτείες, βιώνοντας στο πετσί
του την κακομεταχείριση, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Η δίψα του για
επιβίωση και ελευθερία όμως, θα αποδειχθεί πιο δυνατή και θα τον κρατήσει
ζωντανό, ώσπου με την βοήθεια ενός Καναδού εργολάβου, θα καταφέρει να
επιστρέψει στην οικογένεια του και στην προηγούμενη ζωή του.
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του ταλαντούχου Βρετανού
Steve McQueen (Hunger/2008, Shame/2011), παρ’ ότι από τη μια δείχνει να σηματοδοτεί μια στροφή του σκηνοθέτη
προς το mainstream και τον κινηματογράφο των
βραβείων, αφού και η κινηματογραφική του γλώσσα και η αισθητική του μεταλλάσσονται
ώστε να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό, από την άλλη δεν παρεκκλίνει πολύ από
την αγαπημένη μυθολογία του σκηνοθέτη, που έχει να κάνει με την ανάγκη του
ανθρώπου για ατομική και συλλογική ελευθερία. Στο Hunger, ο ήρωας του McQueen στερείται κυριολεκτικά την ελευθερία του φυλακισμένος μέσα στους τέσσερις
τοίχους ενός κελιού και επιλέγει την απεργία πείνας σαν μέσο αντίστασης,
φτάνοντας να γίνει σύμβολο των αγώνων ενός ολόκληρου λαού. Στο Shame, η στέρηση της ελευθερίας είναι συμβολική, αφού έχει να κάνει με την
εξάρτηση του ήρωα από τη σεξουαλική λαγνεία, που τον οδηγεί σε μια
αυτοκαταστροφική πορεία προς μια προσωπική κόλαση. Στο 12 Years a Slave, ο κεντρικός ήρωας στερείται
την ελευθερία του λόγω ενός φαύλου συστήματος που απειλεί και την ίδια την
ύπαρξη του, αλλά επιλέγει να δεχτεί την αλλοίωση της προσωπικότητας του,
προκειμένου να την ανακτήσει.
Ακολουθώντας σχεδόν πιστά την αυτοβιογραφία του Solomon Northup, που εκδόθηκε λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση του το
1853 και προκάλεσε σάλο στην εποχή της, ο McQueen πετυχαίνει πατώντας πάνω σε μια
προσωπική ιστορία, να αναπαραστήσει γλαφυρά το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής,
αλλά παράλληλα να καταλήξει στο (χιλιοειπωμένο) συμπέρασμα, ότι το πιο δυνατό
ένστικτο του ανθρώπου είναι αυτό της επιβίωσης. Ο Σόλομον Νόρθαπ, στα 12 χρόνια της
αιχμαλωσίας του, βλέπει το όνομα του να αλλάζει, την προηγούμενη “φυσιολογική”
ζωή του να παραγράφεται και γενικότερα υφίσταται κάθε είδους σωματική ή ψυχική ταπείνωση.
Συνειδητοποιεί όμως, ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει είναι να αποδεχτεί
αυτή την ιδιότυπη μεταμόρφωση, να συνεργαστεί με τους βασανιστές του και να
περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει. Γύρω του ο McQueen στήνει αριστοτεχνικά
ένα γαϊτανάκι από δευτερεύοντες αναγνωρίσιμους χαρακτήρες που υπηρετούν στην
εντέλεια το σκοπό τους, αποκρυπτογραφώντας ως και στην τελευταία λεπτομέρεια του,
τη λειτουργία ενός συστήματος που βασίστηκε στην εκμετάλλευση ανθρώπων από
ανθρώπους και υποβίβασε την αξία της ανθρώπινης ζωής, με μοναδικό κριτήριο το
χρώμα του δέρματος. Έμποροι μαύρης σαρκός (…) με αποκλειστικό στόχο το κέρδος,
αφεντικά με ευαισθησίες αλλά υποκριτική συμπεριφορά Πόντιου Πιλάτου, αφεντικά -
ψυχοπαθείς σαδιστές, που διασκεδάζουν μαστιγώνοντας τα θύματα τους, καιροσκόποι
τυχοδιώκτες και διεστραμμένοι επιστάτες, σκλάβοι που ξεπουλούν την αθωότητα τους για να
επιβιώσουν, αθώα θύματα και ένοχοι θύτες, όλοι αποτελούν γρανάζια του ίδιου
συστήματος. Τεράστια είναι η συμβολή ολόκληρου του cast της ταινίας στην ακριβή αναπαράσταση
τόσων διαφορετικών χαρακτήρων, απόδειξη ότι ένα από τα μεγάλα προσόντα του Steve McQueen είναι η εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών του. Ο Chiwetel Ejiofor δίνει μια γεμάτη
εσωτερική δύναμη ερμηνεία, η Lupita Nyong’o κάνει ένα σπαρακτικό
κινηματογραφικό ντεμπούτο, εξαιρετική η παρουσία των Paul Dano και Benedict Cumberbatch σε χαρακτηριστικούς ρόλους,
όμως την παράσταση σίγουρα κλέβει ο Michael Fassbender, που υποδύεται το σαδιστή-ψυχοπαθή
γαιοκτήμονα με τόση φυσικότητα που σε στοιχειώνει…
Μένοντας πιστός κατά βάση στις κινηματογραφικές του
αρχές, ο McQueen παρακολουθεί τους ήρωες του
αποστασιοποιημένα, παρ’ ότι δείχνει να τους γνωρίζει πολύ καλά, χωρίς να
κριτικάρει ή να αποδίδει ευθύνες, κρατώντας για τον εαυτό του -αλλά και για το
θεατή- το ρόλο του παρατηρητή. Παρά το συναισθηματικά φορτισμένο θέμα της ταινίας
–ειδικά για τον Αμερικανό θεατή και τα ξεσπάσματα ωμής βίας που πραγματικά
σοκάρουν το ανυποψίαστο μάτι, το φιλμ δεν εκτρέπεται ποτέ προς το μελό ή την
ηθικοπλαστική-διδακτική καταγγελία. Αποτελεί παρ’ όλα αυτά ένα στοχευμένο “μάθημα”
αμερικανικής ιστορίας με πολλαπλούς αποδέκτες, αυτούς που θα αισθανθούν
δικαιωμένοι με το κατ’ επίφαση happy-end, αλλά και αυτούς που θα
διαβάσουν τις λίγες αράδες μετά το τέλος του φιλμ, όπου κρύβεται η πραγματική
αλήθεια.
Είναι τελικά όμως το 12 Years a Slave μια μεγάλη ταινία; Σίγουρα από άποψη καθαρά κινηματογραφική,
είναι μια εξαιρετικά δομημένη ταινία με εντυπωσιακό ρυθμό, που συντηρεί την
αγωνία ενός θρίλερ ως το τέλος (παρ’ ότι από τον τίτλο και μόνο αυτό
προδιαγράφεται), με ορισμένες εξαιρετικής δύναμης σκηνές που καθηλώνουν και θαυμάσιες
ερμηνείες. Ιδεολογικά δε, είναι όσο politically correct χρειάζεται
για την εποχή της, αλλά κυρίως για να καταφέρει να μπει με αξιώσεις στην κούρσα
των Όσκαρ. Αυτό φαίνεται ίσως να είναι και το μόνο της ψεγάδι, ότι δηλαδή
φωνάζει από μακριά το λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε. Κατά πάσα πιθανότητα βέβαια,
το φιλμ θα κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, όπως κέρδισε μόλις χθες και την
αντίστοιχη Χρυσή Σφαίρα. Άλλωστε η Ακαδημία λατρεύει να βραβεύει ταινίες που
ξορκίζουν τα τραύματα και τις ενοχές της αμερικανικής κοινής γνώμης, που
σχετίζονται με σκοτεινές σελίδες της ιστορικής διαδρομής της χώρας. Ο Steve McQueen τελικά ακολουθεί το παράδειγμα του ήρωα του. Όπως ο Σόλομον επιλέγει να
απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του, για να κερδίσει τελικά την ελευθερία του, ο McQueen μεταμφιέζει
το όραμα και την αισθητική του σε mainstream, για να κερδίσει το Όσκαρ και
την καθολική αναγνώριση. Θεμιτή βέβαια και κατανοητή πρακτική, αλλά σίγουρα όχι
άξια θαυμασμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Άψογο κινηματογραφικό δημιούργημα που αναπαριστά ρεαλιστικά μια ταραγμένη εποχή, με οδηγό τον αγώνα
ενός ανθρώπου για επιβίωση και ελευθερία. Η ταινία που πιθανότατα θα είναι η
νικήτρια των φετινών βραβείων Όσκαρ.
7/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου