Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

25/2/14

August:Osage County

Σόδομα και Γόμορα

2013, USA, 121 min
Ελληνικός Τίτλος: Αύγουστος
Σκηνοθεσία: John Wells/Σενάριο: Tracy Letts/Παίζουν: Meryl Streep, Julia Roberts, Chris Cooper, Margo Martindale, Julianne Nicholson, Juliette Lewis, Ewan McGregor, Dermot Mulroney, Benedict Cumberbatch, Abigail Breslin, Sam Shepard, Misty Upham

Στους κινηματογράφους από 2/1/2014

Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, ο Beverly Weston (Sam Shepard), ένας ηλικιωμένος αλκοολικός ποιητής απογοητευμένος από τη ζωή, εξαφανίζεται από το σπίτι του στην κομητεία Osage της Oklahoma, φέρνοντας σε απόγνωση την επίσης αλκοολική και εξαρτημένη από ψυχοφάρμακα γυναίκα του Violet (Meryl Streep). Στο σπίτι καταφθάνουν οι τρεις κόρες της οικογένειας, η Barbara (Julia Roberts) με τον εν διαστάσει σύζυγο της και την έφηβη κόρη τους, η Ivy (Julianne Nicholson) και η μικρότερη Karen (Juliette Lewis) με τον καινούργιο της αρραβωνιαστικό, καθώς και η αδερφή της Violet, Mattie Fae (Margo Martindale), με το σύζυγο της Charles (Chris Cooper) και το γιο τους, για να συμπαρασταθούν στη Violet. Όμως η συνύπαρξη τους μετά από πολλά χρόνια κάτω από την ίδια στέγη, πυροδοτεί μια σειρά από καβγάδες και προσωπικές εξομολογήσεις, που φέρνουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Ο John Wells, μέχρι πριν λίγα χρόνια ένας πετυχημένος τηλεοπτικός παραγωγός, που πέρασε στη σκηνοθεσία με το συμπαθητικό The Company Men/2010, σκηνοθετεί ένα πολυβραβευμένο -και με βραβείο Pulitzer το 2008- θεατρικό έργο του ταλαντούχου Tracy Letts (κι όμως είναι ο Andrew Lockhart του Homeland…). Ο Letts, που έγραψε και το σενάριο της ταινίας, πατώντας στην παράδοση του Tennessee Williams και του Eugene ONeill, αποδομεί το μοντέλο μιας δυσλειτουργικής αμερικανικής οικογένειας, που οι -ήδη διαταραγμένες- σχέσεις των μελών της φτάνουν στα όρια τους, με αφορμή την εξαφάνιση του πατριάρχη της. Παρ’ ότι όμως το αρχικό υλικό έμοιαζε πολλά υποσχόμενο, ενώ για τις ανάγκες της ταινίας συγκεντρώθηκε ένα απίστευτο all-star cast, ο Wells αποδεικνύεται πολύ κακός μάγειρας: το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει σαφώς κατώτερο από τα επιμέρους υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Υπερ-δραματικό, υπερ-παιγμένο, το August:Osage County δεν καταφέρνει ποτέ να αποτινάξει τις θεατρικές του καταβολές, αλλά πολύ περισσότερο δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από την ενοχλητική σοβαροφάνεια που το χαρακτηρίζει.

Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που σε μια κινηματογραφική ταινία είναι συγκεντρωμένοι τόσοι συμπλεγματικοί, ανώριμοι και συναισθηματικά ανάπηροι χαρακτήρες, όπως εδώ. Άνθρωποι αδύναμοι, βαθιά δυστυχισμένοι, χωρίς διάθεση να παλέψουν για να βγουν από τα αδιέξοδα τους, αναλώνονται συστηματικά σε μια προσπάθεια να πληγώσουν ο ένας τον άλλον όσο γίνεται περισσότερο με τα λόγια ή τις πράξεις τους: η μητέρα Violet, μια γυναίκα με τραυματική παιδική ηλικία, εξαρτημένη από το αλκοόλ και τα χάπια, πάσχει από καρκίνο του στόματος (…), παρ’ όλα αυτά έχει να πει μια …κακή κουβέντα για όλους. Η  μεγάλη κόρη Barb, η “αγαπημένη” της μαμάς, βρίσκεται στα πρόθυρα του διαζυγίου και στα πρόθυρα μεγάλων αλλαγών στη ζωή της γενικότερα, αλλά πάνω απ’ όλα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η μητέρα της την αγαπά περισσότερο από τις αδερφές της γιατί της μοιάζει. Η μεσαία αδερφή Ivy, ευαίσθητη αλλά χαμηλής αυτοεκτίμησης, σχεδόν αόρατη από τους άλλους, προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει με οποιονδήποτε τρόπο από τη νοσηρή επιρροή της μητέρας της. Η μικρή κόρη Karen ψάχνει εναγωνίως ένα δεκανίκι για να αντιμετωπίσει την  αρρωστημένη ανασφάλεια της και πείθει τον εαυτό της ότι το βρίσκει, στο πρόσωπο ενός δήθεν επιτυχημένου αρραβωνιαστικού. Και η θεία Mattie Fae, μια γυναίκα που βασανίζεται από ενοχές και απωθημένα, εκτονώνει το θυμό της πάνω στον άντρα της και το γιο της. Δίπλα σ’ αυτούς τους γυναικείους χαρακτήρες, μέλη θα έλεγε κανείς μιας μητριαρχικής κοινωνίας μιας άλλης εποχής, στέκονται -για κάποιο ακατανόητο λόγο- ευνουχισμένοι ηθικά και συναισθηματικά, οι ανδρικοί χαρακτήρες του έργου. Ανήμποροι να αντισταθούν ή έστω να αρθρώσουν ουσιαστικό λόγο, επιλέγουν σαν λύση τη φυγή από την πραγματικότητα, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Μετά από μια σειρά ακραίων αντιπαραθέσεων, η λύση του δράματος θα βρει τους ήρωες πιο μόνους από ποτέ, αφού η όποια κάθαρση δεν δείχνει να είναι λυτρωτική για κανέναν. Ούτε βέβαια για το θεατή, στον οποίο δεν δίνεται ποτέ η ευκαιρία να ενδιαφερθεί για κάποιον από τους χαρακτήρες, να συμπονέσει, να συμπάσχει ή έστω να κατανοήσει τα κίνητρα του.

Το August:Osage County είναι τελικά αυτό που φαίνεται: ένα ατελείωτο ξεκατίνιασμα, μια συνεχής ανταλλαγή ύβρεων και αντεγκλήσεων μεταξύ των μελών μιας οικογένειας που δεν τολμούν να αγαπήσουν ή έστω να ανεχθούν ο ένας τον άλλον, ένα πραγματικό φεστιβάλ αναίτιας κακίας και εξωφρενικών δραματικών αποκαλύψεων -κάποιες από τις οποίες θα έκαναν το Νίκο Φώσκολο να ωχριά μπροστά τους. Και ίσως όλο αυτό το υλικό, εμπλουτισμένο με κάποιες ανάσες μαύρου χιούμορ, εντελώς απαραίτητου για να αποτινάξει την ξύλινη σοβαροφάνεια του, να έπαιρνε άλλες διαστάσεις στα χέρια ενός πιο “ψαγμένου” σκηνοθέτη, όπως ας πούμε ο Almodovar. Ο Wells όμως αρνείται στο θεατή έστω και ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, αφού σκηνοθετεί απρόσωπα και διεκπεραιωτικά. Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται καν να μετατρέψει τις θεατρικές συμβάσεις του υλικού του σε γνήσιο κινηματογράφο, με αποτέλεσμα οι συνεχόμενες δραματικές κορυφώσεις να καταντούν αυτοσκοπός και οι χαρακτήρες του να φλερτάρουν έντονα με την καρικατούρα. Ακόμα και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί που απαρτίζουν το cast και πιθανώς δελεάστηκαν από την -σαφή- οσκαρική προοπτική του εγχειρήματος, δείχνουν μπερδεμένοι, υποδυόμενοι τους ρόλους τους σα να βρίσκονται στο θεατρικό σανίδι αντί στο κινηματογραφικού πλατό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη -μέγιστη- Meryl Streep, που παρ’ ότι βρίσκει ελεύθερο πεδίο σε έναν εξαιρετικά αβανταδόρικο ρόλο, για να μαγνητίσει  -για μια ακόμα φορά- το φακό, δεν αποφεύγει σε ορισμένα σημεία την υπερβολή. Καλύτερη όλων η Julia Roberts, που επανακάμπτει μετά από χρόνια σε μια μεγάλη ερμηνεία, ενώ ξεχωρίζουν ακόμα σε μικρότερους ρόλους ο Chris Cooper και η Julianne Nicholson, σε μια ταινία που χωρίς να είναι κακή, κουράζει και τον πιο καλοπροαίρετο θεατή με την αφόρητη υπερ-δραματικότητα της.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: “Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα”, έλεγε η Σαπφώ Νοταρά σε μια παλιά ελληνική ταινία, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι υπάρχουν και χειρότερα… Υπερβολή για την υπερβολή, δράμα για το δράμα, το μόνο που μπορεί να προσφέρει το August:Osage County στον ανυποψίαστο θεατή που θα πάρει την ταινία στα σοβαρά, είναι μια καλή δικαιολογία για να αρχίσει τα αντικαταθλιπτικά…

5/10

21/2/14

Dallas Buyers Club

Οι κανόνες του παιχνιδιού

2013, USA, 117 min
Ελληνικός Τίτλος: Dallas Buyers Club
Σκηνοθεσία: Jean-MarcVallée/Σενάριο: Craig Borten, Melisa Wallack/Παίζουν: Matthew McConaughey, Jared Leto, Jennifer Garner, Denis O’Hare, Griffin Dunne, Steve Zahn, Michael O’Neill, Dallas Roberts, Kevin Rankin

Στους κινηματογράφους από 13/2/2014

Η μεταφορά στον κινηματογράφο αληθινών ιστοριών έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ. Από τη μια η έλλειψη πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας των σύγχρονων σεναριογράφων και από την άλλη η σχεδόν εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, οδήγησαν -ειδικά μετά το 2000- στην παραγωγή πάμπολλων based on a true story ταινιών, που συνήθως εξαρτούν την επιτυχία τους από το συναισθηματικό εκβιασμό που ασκούν στο μέσο θεατή, μια και αυτός πιο εύκολα ταυτίζεται με έναν αληθινό ήρωα-χαρακτήρα, παρά με το προϊόν της φαντασίας κάποιου σεναριογράφου. Το Dallas Buyers Club όμως, δεν είναι μια κλασική ταινία του είδους. Ο Jean-Marc Vallée (C.R.A.Z.Y./2005, The Young Victoria/2009, Café de Flore/2011), αναλαμβάνει εδώ να ψηλαφίσει το θέμα του AIDS και των ευρύτερων επιπτώσεων του στο κοινωνικό σύνολο, αλλά το κάνει χρησιμοποιώντας σαν όχημα τη ζωή του Ron Woodroof, ενός από τους πιο αντισυμβατικούς και πολιτικά μη ορθούς χαρακτήρες που μας έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια το σινεμά.
Ο Ron Woodroof (Matthew McConaughey), ένας Τεξανός ηλεκτρολόγος και ενίοτε αναβάτης ταύρων, είναι ένας άνθρωπος που πολλοί από μας θα εύχονταν να μη χρειαστεί ποτέ να γνωρίσουν ή να συγχρωτιστούν καν μαζί του: άξεστος και αλητήριος, ρατσιστής και ομοφοβικός, με ροπή στις σχέσεις της μιας νύχτας και εξάρτηση από την κοκαΐνη και το αλκοόλ, δεν είναι ακριβώς το ιδανικό μοντέλο για ένα σκηνοθέτη που θέλει να φιλοτεχνήσει μια αγιογραφία.Μια μέρα του 1985, ο Woodroof μαθαίνει τυχαία μετά από ένα ατύχημα, ότι είναι φορέας του AIDS και ότι του απομένουν 30 μέρες ζωής. Ο κόσμος του γκρεμίζεται, αφού δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι πάσχει από τη νόσο των “αδερφών”, οι κολλητοί του τον απομονώνουν και τον ειρωνεύονται, αλλά η δίψα του για ζωή και η προσωπική του ανάγκη να καθορίσει μόνος του τη μοίρα του αποδεικνύονται δυνατότερες. Αρχικά δωροδοκεί έναν υπάλληλο του νοσοκομείου για να του προμηθεύει AZT, ένα πρωτοποριακό φάρμακο που βρίσκεται στα στάδια των κλινικών δοκιμών από το FDA (Food & Drugs Administration/Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων). Γρήγορα καταλαβαίνει όμως, ότι το φάρμακο του προκαλεί τεράστιες παρενέργειες και ότι πίσω από την άκριτη προώθηση του AZT από το σύστημα υγείας, κρύβονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Καταφεύγει έτσι στο Μεξικό, όπου γνωρίζει έναν απότακτο Αμερικανό γιατρό, που του προτείνει κάποιες -μη εγκεκριμένες- εναλλακτικές θεραπείες, που όμως βελτιώνουν την κατάσταση της υγείας του. Αποφασίζει λοιπόν, με τη βοήθεια της Rayon (Jared Leto), μιας τρανσέξουαλ φορέα του ιού, να στήσει μια τεράστια επιχείρηση με αρχικό σκοπό το κέρδος, εισάγοντας παράνομα τα φάρμακα αυτά στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να έρθει τελικά σε σύγκρουση με το πανίσχυρο FDA αλλά και ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα υγείας, αλλά παράλληλα να ωριμάσει συναισθηματικά και να ζήσει έντονα και αληθινά… Το ταξίδι του Woodroof τελικά θα κρατήσει λίγο περισσότερο απ’ όσο πρόβλεψαν αρχικά οι γιατροί (…), αφού θα επιβιώσει του ιού για 7 ολόκληρα χρόνια, ως το θάνατο του το 1992.

Το εντυπωσιακό με την ταινία του Jean-Marc Vallée, είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια με την οποία ο σκηνοθέτης καταφέρνει να διαχειριστεί ένα ακανθώδες θέμα: το AIDS ακόμα παραμένει ταμπού, 30 σχεδόν χρόνια μετά την εμφάνιση της ασθένειας, που σκόρπισε τον πανικό και το θάνατο αρχικά στους κύκλους των gay και των ναρκομανών τη δεκαετία του ’80, αλλά εξελίχθηκε αργότερα σε έναν εφιάλτη για όλους και  οδήγησε μέσω της αλλαγής των ερωτικών συνηθειών, ολόκληρες κοινωνίες στο συντηρητισμό και την εσωστρέφεια. Ο Vallée πετυχαίνει να αναπαραστήσει εντυπωσιακά το κλίμα των αρχών τις δεκαετίας του ’80, όταν πολλοί πίστευαν ότι το AIDS ήταν μια εξωτική αρρώστια που χτυπούσε μόνο τους ομοφυλόφιλους και μπορούσε να μεταδοθεί με μια απλή χειραψία, να καταγράψει την απελπισία και τον τρόμο, τη μοναξιά και τη γκετοποίηση των φορέων -ακόμα και από τον άμεσο περίγυρο τους, να στιγματίσει τα παιχνίδια κέρδους των φαρμακευτικών εταιριών στην πλάτη των ανήμπορων να αντιδράσουν ασθενών. Και τα κάνει όλα αυτά, χωρίς να φλερτάρει ούτε στιγμή με το μελό ή να σηκώνει διδακτικά το δάχτυλο. Το Dallas Buyers Club δεν είναι μια ταινία-ύμνος στη διαφορετικότητα, ούτε μια αγιογραφία μιας χαμένης ψυχής που βρίσκει το δρόμο της (…). Γιατί ο Ron Woodroof μπορεί μέσα από αυτή τη διαδρομή να καταλήγει να βλέπει τα πράγματα με άλλο μάτι και να οδηγείται στη συναισθηματική ωρίμανση, αλλά παραμένει στο βάθος ένας αλητήριος οπορτουνιστής, που χλευάζει τις κοινωνικές συμβάσεις και την πολιτική ορθότητα ως το τέλος. Το Dallas Buyers Club είναι τελικά η ιστορία ενός ανθρώπου που ενώ συμφιλιώνεται με την αναπότρεπτη  μοίρα του -το θάνατο, εμμένει στο δικαίωμα του να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες. Η τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο Ron γαντζώνεται από τα κέρατα του ταύρου, όσο έντονα και απελπισμένα γαντζώνεται και από την ίδια τη ζωή, είναι χαρακτηριστική. Και αυτή η δύναμη της θέλησης και η καλώς εννοούμενη μαγκιά, αξίζει μιας βαθιάς υπόκλισης απ' όλους.

Φυσικά η ταινία δεν θα ήταν ποτέ η ίδια, αν ο Vallée δεν είχε τη διορατικότητα να επιλέξει τον Matthew McConaughey για τον κεντρικό ρόλο, έναν ηθοποιό που τα τελευταία χρόνια ένιωσε την ανάγκη να ξεφύγει από την τυποποίηση του macho εραστή σε κομεντί της σειράς, κάνοντας στροφή σε ποιοτικότερους ρόλους (The Lincoln Lawyer/2011, Killer Joe/2011, Mud/2012, Magic Mike/2012) αποδομώντας και σαρκάζοντας τον προηγούμενο εαυτό του, αλλά εδώ βρίσκει κυριολεκτικά το ρόλο της ζωής του. Σχεδόν αποστεωμένος, έχοντας χάσει 22 κιλά, υποδύεται το Woodroof (για την ακρίβεια είναι ο Woodroof) με τη συγκλονιστική απλότητα και την εσωτερική φλόγα ενός πολύ μεγάλου ηθοποιού, που ξέρει ότι δε χρειάζεται φτιασίδια για να αναδείξει τον -ήδη- αβανταδόρικο ρόλο του. Είναι ίσως υπερβολικό, αλλά η λίστα με τις φετινές υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου θα μπορούσε να περιέχει μόνο το δικό του όνομα… Η ειρωνεία είναι ότι στα μέσα τις δεκαετίας του ’90, όταν έγιναν οι πρώτες σκέψεις για τη μεταφορά της ζωής του Woodroof στο πανί, βασικός υποψήφιος για το ρόλο ήταν ο Woody Harrelson, που συμπρωταγωνιστεί με τον McConaughey στην φετινή εκπληκτική τηλεοπτική σειρά True Detective... Αντίβαρο στη συγκλονιστική παρουσία του McConaughey, αποτελεί ο Jared Leto -ένα ακόμα αουτσάιντερ- αδυνατισμένος κι αυτός κατά 14 κιλά, που χτίζει υπέροχα το χαρακτήρα της ευαίσθητης και εύθραυστης τρανσέξουαλ Rayon, σε ένα πολύ πιο φορτισμένο συναισθηματικά ρόλο. Η γνωριμία τους, που ξεκινά από την απέχθεια και την περιφρόνηση, εξελίσσεται σε οικονομική συναλλαγή και καταλήγει στο αγνό ενδιαφέρον και σε μια ιδιότυπη, σχεδόν τρυφερή σχέση πατέρα-γιου, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο του Dallas Buyers Club, σίγουρα μιας από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Συγκλονιστικές ερμηνείες από McConaughey και Leto σε μια εξίσου συγκλονιστική ταινία, που ξεπερνώντας κάθε κλισέ, μιλά με απλότητα και εντιμότητα για θέματα ταμπού που αφορούν τον καθένα μας.

8/10

17/2/14

Captain Phillips

Μόνο το σασπένς δε φτάνει…

2013, USA, 134 min
Ελληνικός Τίτλος: Captain Phillips
Σκηνοθεσία: Paul Greengrass/Σενάριο: Billy Ray/Παίζουν: Tom Hanks, Barkhad Abdi, Catherine Keener, Barkhad Abdirahman, Faysal Ahmed, Mahat M.Ali, David Warshofsky, Yul Vazquez, Corey Johnson

Στις 8 Απριλίου 2009, το εμπορικό πλοίο αμερικανικών και δανέζικων συμφερόντων Maersk Alabama, έπεσε θύμα πειρατείας στον Ινδικό ωκεανό, 240 ναυτικά μίλια ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας και ενώ εκτελούσε ένα προγραμματισμένο δρομολόγιο από το Oman προς τη Mombasa της Κένυα. Το πλοίο κατελήφθη αρχικά από τέσσερις Σομαλούς πειρατές ηλικίας 17-19 ετών, αλλά όταν αυτοί συνάντησαν αντίσταση από τα μέλη του πληρώματος, διέφυγαν με μια σωσίβια λέμβο παίρνοντας μαζί τους όμηρο τον καπετάνιο του πλοίου Richard Phillips και στη συνέχεια ζήτησαν λύτρα για την απελευθέρωση του. Ο Phillips τελικά απελευθερώθηκε μετά από μια συντονισμένη επιχείρηση των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων και αργότερα κατέγραψε την περιπέτεια του στο βιβλίο του, A Captains Duty: Somali Pirates, Navy SEALs and Dangerous Days at Sea, το 2010.
Όπως ήταν φυσιολογικό, η ιστορία του, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη των ΗΠΑ, εκτός των άλλων γιατί ήταν η πρώτη πειρατεία σε πλοίο αμερικανικών συμφερόντων που αναφέρθηκε μετά από 200 χρόνια, ήταν θέμα χρόνου να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ο Billy Ray διασκεύασε το βιβλίο του Phillips, ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Paul Greengrass. Έχοντας στο βιογραφικό του ταινίες που διακρίνονται για την καταιγιστική τους δράση όπως τα The Bourne Supremacy/Στη Σκιά των Κατασκόπων (2004) και The Bourne Ultimatum/Το Τελεσίγραφο του Μπορν (2007), αλλά και το ρεαλιστικό χρονικό της σφαγής των Ιρλανδών από τους Άγγλους το 1972, Bloody Sunday/Ματωμένη Κυριακή (2002), ο Greengrass φάνταζε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Δυστυχώς όμως το Captain Phillips είναι κατά πολύ κατώτερο του αναμενόμενου και όσον αφορά την πρώτη ανάγνωση του φιλμ, αφού η δημιουργία του σασπένς αποδεικνύεται αυτοσκοπός, αλλά και σε δεύτερο επίπεδο αφού ο Greengrass δεν τολμά ή δεν θέλει να αναδείξει την ιστορία του σαν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικοκοινωνικού προβλήματος.

Πάντως το πρώτο μέρος της ταινίας είναι ένα πραγματικό σκηνοθετικό μάθημα δημιουργίας ατμόσφαιρας και σασπένς: ο Greengrass ξέρει πολύ καλά να χτίζει υπόγεια την ένταση, υπογραμμίζοντας -ασήμαντες για πολλούς- λεπτομέρειες. Κάποια απειλητικά e-mail που λαμβάνει ο Phillips για την έξαρση της πειρατείας στην περιοχή, ανήσυχα βλέμματα και ασυνήθιστη ένταση σε καθημερινές συζητήσεις, κάποιες ασκήσεις ετοιμότητας, προαναγγέλουν την καταιγίδα που πλησιάζει και έρχεται τελικά με την καταδίωξη και την κατάληψη του πλοίου από τους πειρατές, σε μια εξαιρετική σκηνή, όπου ο Greengrass ξεδιπλώνει τη σκηνοθετική του δεξιοτεχνία. Εναλλασσόμενα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, σφιχτό μοντάζ, ντοκιμαντερίστικη αφήγηση  και κάμερα στο χέρι – το σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη και προδιαθέτουν για μια συγκλονιστική συνέχεια. Από τα μέσα της ταινίας όμως, όταν οι πειρατές αποχωρούν από το πλοίο παίρνοντας όμηρο τον καπετάνιο και η δράση περιορίζεται στα λίγα τετραγωνικά μέτρα μιας σωσίβιας λέμβου, ο Greengrass χάνει το παιχνίδι. Ενώ θα περίμενε κανείς μια υποτυπώδη έστω σύγκρουση των δυο κεντρικών χαρακτήρων, αντίθετα παρακολουθούμε απλώς ένα ατέρμονο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (όπου περιέργως γάτα είναι ο καπετάνιος και ποντίκια οι πειρατές). Ο Greengrass περιορίζεται να ανακυκλώνει το σασπένς και την αγωνία σε μικρά επαναλαμβανόμενα περιστατικά που δεν εξυπηρετούν τίποτα και θα μπορούσαν εύκολα να έχουν κοπεί στο μοντάζ.  Οι εξελίξεις είναι προβλέψιμες, οι διάλογοι ξύλινοι και κλισέ, ενώ το τέλος που έρχεται με μια μοδάτη -αλά war game- επιχείρηση διάσωσης, προδιαγεγραμμένο.

Ο Greengrass επιλέγει συνειδητά να αποστασιοποιηθεί από την πολιτική χροιά της ιστορίας και να επικεντρωθεί στον ανθρώπινο παράγοντα, στην ψυχολογία ενός απλού ανθρώπου -ενός (αντι)ήρωα κατά λάθος- που περνώντας μια δοκιμασία οδηγείται στα όρια του και στο φόβο που σταδιακά παραλύει το σώμα και το νου. Σεβαστή αν και περίεργη επιλογή, αφού όταν κανείς αποφασίζει να διηγηθεί μια αληθινή ιστορία, τουλάχιστον οφείλει να την τοποθετήσει στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται, ειδικά όταν μιλάμε για ένα φαινόμενο όπως την πειρατεία εμπορικών πλοίων, που έχει καταστεί σύγχρονη μάστιγα με πολλές πολιτικές αλλά και ηθικές προεκτάσεις. Τα πώς και τα γιατί όμως δεν ενδιαφέρουν τον Greengrass. Βέβαια κανείς δε θα είχε την απαίτηση να παρακολουθήσει ένα φιλμ-μανιφέστο κατά της παγκοσμιοποίησης και του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού ή μια ενδελεχή ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν σε πολλά κράτη της Αφρικής, με αποτέλεσμα νεαρά παιδιά όπως οι πειρατές της ιστορίας να μεγαλώνουν χωρίς ελπίδα, σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης και να γίνονται εύκολα θύματα του συστήματος. Από αυτή την ακραία -για τα δεδομένα του Χόλιγουντ- πολιτική προσέγγιση όμως, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο η ταινία να θυμίζει γουέστερν της δεκαετίας του ’40-’50, όπου ο καλός καπετάνιος πέφτει θύμα των κακών (αλλά και αφελών μέχρι βλακείας) Ινδιάνων-πειρατών και σώζεται με την επέμβαση του ιππικού, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Οι ρόλοι έχουν καθοριστεί από την αρχή και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες παραμένουν οχυρωμένοι πίσω από τις ταμπέλες του καλού και του κακού που τους αποδόθηκαν, καταντώντας γραφικές καρικατούρες μιας άλλης εποχής. Ο καλός καπετάνιος θα γυρίσει στην οικογένεια του, ενώ οι ξυπόλυτοι ξεδοντιάρηδες πειρατές θα καταλήξουν εκεί που τους αξίζει, στα βάθη του Ινδικού ωκεανού ή έστω μιας αμερικανικής ομοσπονδιακής φυλακής (αφού τους διαβαστούν βέβαια πρώτα τα δικαιώματα τους…). Στην εποχή των 50 αποχρώσεων του γκρι (...), θα περίμενε κανείς μια πολιτικά ορθότερη αντιμετώπιση του θέματος από τον Paul Greengrass. Όταν μάλιστα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, υπάρχει η αντίστοιχης θεματολογίας ταινία του Tobias Lindholm, Kapringen/Πειρατεία στον Ωκεανό (2012, Χρυσός Αλέξανδρος Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), που όσο κεφάλαιο για τη δημιουργία εντυπωσιακών σκηνών της λείπει, τόσο μυαλό, νηφαλιότητα και ευαισθησία διαθέτει, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να δει κανείς το Captain Phillips. Ίσως ο μοναδικός λόγος να είναι το δεκάλεπτο ερμηνευτικό ξέσπασμα του Tom Hanks στο τέλος της ταινίας, που αποδεικνύει πραγματικά πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι. Φτάνει όμως μόνο αυτό;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Παρ’ όλες τις υψηλές προσδοκίες που δημιουργεί στο πρώτο μέρος της, το Captain Phillips δεν καταφέρνει τελικά να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ούτε σαν μια ταινία αμιγούς δράσης και σασπένς, ούτε -πολύ περισσότερο- σαν ένα πολιτικό σχόλιο για μια μάστιγα των καιρών μας.

4,5/10

12/2/14

Gravity

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ...βαρύτητας

2013, USA/UK, 91 min
Ελληνικός Τίτλος: Gravity
Σκηνοθεσία: Alfonso Cuarón/Σενάριο: Alfonso Cuarón, Jonás Cuarón/Παίζουν: Sandra Bullock, George Clooney, Ed Harris, Orto Ignatiussen, Phaldut Sharma

Η Dr.Ryan Stone (Sandra Bullock), μια διακεκριμένη επιστήμονας της γενετικής, κάνει το πρώτο της διαστημικό ταξίδι, συνοδευόμενη από τον αρχηγό της αποστολής Matt Kowalski (George Clooney), ένα βετεράνο αστροναύτη στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης. Κατά τη διάρκεια ενός διαστημικού περιπάτου όμως, το σκάφος τους καταστρέφεται από μια βροχή διαστημικών σκουπιδιών, τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος σκοτώνονται και κάθε επικοινωνία με τη γη διακόπτεται. Ο Kowalski και η Ryan θα πρέπει να υπερβούν τα όρια τους στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν…
Ο Μεξικανός Alfonso Cuarón, μέλος της θρυλικής τριάδας που αποκαλείται “The Three Amigos of Cinema”, μαζί με τους φίλους του, Alejandro González Iñárritu και Guillermo Del Toro, είναι σίγουρα ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ανανεωτικός και τολμηρός, με μοντέρνα ματιά και φρέσκες ιδέες, ασχολήθηκε ήδη στην καριέρα του με μια μεγάλη ποικιλία κινηματογραφικών ειδών, αφού στο βιογραφικό του συναντά κανείς μια “πειραγμένη” μεταφορά ενός κλασικού έργου (Great Expectations/Μεγάλες Προσδοκίες, 1998), μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης (Y tu Mamá También/Θέλω και τη Μαμά σου, 2001), την καλύτερη κατά γενική ομολογία ταινία της σειράς Χάρι Πότερ (Harry Potter and the Prisoner of Azkaban, 2004), αλλά και ένα σκοτεινό μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ (Children of Men/Τα Παιδιά των Ανθρώπων, 2006) -την καλύτερη του ταινία κατά τη γνώμη μου. Επτά χρόνια μετά, επανακάμπτει με το Gravity, γυρισμένο σε 3D format, μια ταινία που γνωρίζει τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία και ήδη θεωρείται κλασική.

Τι είναι όμως το Gravity; μια ταινία επιστημονικής -όχι τόσο μακρινής- φαντασίας; ένα σκεπτόμενο blockbuster; ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που εξερευνά τα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης; ένα χρονικό της προαιώνιας μάχης του ανθρώπου με τη φύση; Ο Cuarón υλοποιώντας ένα παλιό ανεκπλήρωτο όνειρο του, προσπαθεί να συνδυάσει όλα τα παραπάνω, με όχημα μια απλή ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης. Όπως ο J.C.Chandor, στο αντίστοιχης θεματολογίας All is Lost/Όλα Χάθηκαν, αφήνει τον ήρωα του αβοήθητο στη μέση του ωκεανού, να παλέψει με τα στοιχεία της φύσης και τους προσωπικούς του δαίμονες, ο Cuarón μεταφέρει το ίδιο σκηνικό στο διάστημα, το οποίο πάντα υπήρξε το ιδανικό πεδίο υπαρξιακών και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η ηρωίδα της ταινίας, έχοντας πίσω της ένα προσωπικό-οικογενειακό δράμα να την κατατρέχει, αλλά ταυτόχρονα αφοσιωμένη όσο τίποτα στην επιστήμη, καλείται να κάνει την υπέρτατη επιλογή, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, στο απόλυτο κενό που την έλκει σαν μαγνήτης και στην βαρύτητα, δηλαδή την ανθρώπινη φύση της. Η απάντηση θεωρητικά δείχνει προφανής, αλλά η Ryan Stone θα χρειαστεί τελικά την παρέμβαση ενός “από μηχανής θεού”, για να συνειδητοποιήσει την ανάγκη να επανακτήσει τη βαρύτητα της και θα κάνει τα πάντα για να το πετύχει.
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, το Gravity είναι κυρίως μια πρωτόγνωρη οπτικοακουστική εμπειρία. Παρ’ ότι ένας παραδοσιακός σινεφίλ ίσως δυσκολεύεται ακόμα να αποδεχθεί  τη χρήση του 3D format στον κινηματογράφο, είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη τεχνική βρίσκει την ιδανική έκφραση της στα χέρια του Cuarón, που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες που του προσφέρει. Με τη βοήθεια της θαυμάσιας φωτογραφίας του Emmanuel Lubezki, του υποβλητικού soundtrack του Steven Price, αλλά και την αναντίρρητη δική του σκηνοθετική δεξιοτεχνία, ο Cuarón παρουσιάζει την προσωπική του εκδοχή μιας διαστημικής όπερας, χορογραφώντας σχεδόν τις κινήσεις της ηρωίδας του, στην αβέβαιη πορεία της προς το απόλυτο κενό. Από το πρώτο κιόλας εντυπωσιακό μονοπλάνο, καταφέρνει να χτίσει μια ατμόσφαιρα υποβλητική, σχεδόν κλειστοφοβική (!), που εγκλωβίζει και τον ίδιο το θεατή στην απεραντοσύνη του διαστήματος, διατηρώντας παράλληλα το ρυθμό αμείωτο και την αδρεναλίνη στα ύψη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ίσως ποτέ άλλοτε το διάστημα δεν έχει κινηματογραφηθεί τόσο ρεαλιστικά: άγνωστο και γοητευτικό, σε προ(σ)καλεί να ανακαλύψεις τα μυστικά του, αλλά ταυτόχρονα τρομακτικό και επικίνδυνο, αφού σου υπενθυμίζει διαρκώς το φθαρτό και ασήμαντο της ύπαρξης σου. Η Sandra Bullock αποδεικνύεται -περιέργως- η ιδανική επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ξεδιπλώνοντας ερμηνευτικές δυνατότητες που εκπλήσσουν και πραγματικά, αν δεν υπήρχε η ανεπανάληπτη ερμηνεία της Cate Blanchett στη “Θλιμμένη Τζάσμιν”, θα άξιζε το Όσκαρ ερμηνείας.

Όμως, παρ’ ότι το φιλμ αποτελεί μάθημα σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας και αισθητικής τελειότητας, χάνει την ευκαιρία να μπει στο πάνθεον του είδους, δίπλα στο 2001: A Space Odyssey (1968) του Stanley Kubrick ή το Solaris (1972) του Andrei Tarkovsky, αφού το σενάριο του ίδιου του Cuarón, σε συνεργασία με το γιο του Jonás, παραμένει επίπεδο και σχηματικό, με προβλέψιμους διαλόγους ή μονολόγους και αποκορύφωμα το αμήχανο φινάλε, προϊόν mainstream χολιγουντιανής έμπνευσης… Έτσι το -όποιο- φιλοσοφικό ή υπαρξιακό υπόβαθρο του Gravity αιχμαλωτίζεται από τα κλισέ, σε ένα φιλμ που λειτουργεί πολύ καλύτερα, όταν τα διαλογικά μέρη δεν διαταράσσουν τις εντυπωσιακές σιωπές του.
Φορτωμένο ήδη με πολλές διακρίσεις, 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ και -μάλλον υπερβολικούς- διθυράμβους, το Gravity παραμένει μια κοινή ιστορία επιβίωσης, ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης, που απλά τυχαίνει να εξελίσσεται στο διάστημα. Πάνω απ’ όλα πάντως, είναι ένα οπτικό υπερθέαμα και ταυτόχρονα ένα μέγιστο τεχνολογικό επίτευγμα, που σαν τέτοιο πιθανολογώ ότι θα μείνει χαραγμένο στην κινηματογραφική μας μνήμη. Αλλά ως εκεί…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Αισθητική τελειότητα και οπτική απόλαυση, που όμως δεν υποστηρίζεται επαρκώς σεναριακά. Πάντως το Gravity είναι ένα κινηματογραφικό υπερθέαμα που αξίζει να το απολαύσει κανείς σε 3D.


6,5/10