Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

10/3/14

Philomena

Η δύναμη της αγάπης

2013, UK/USA/France, 98 min
Ελληνικός Τίτλος: Philomena
Σκηνοθεσία: Stephen Frears/Σενάριο: Steve Coogan, Jeff Pope/Παίζουν: Judi Dench, Steve Coogan, Sophie Kennedy Clark, Mare Winningham, Barbara Jefford, Ruth McCabe, Peter Hermann, Sean Mahon

Στους κινηματογράφους από 27/2/2014

Η Philomena (Judi Dench) είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει φαινομενικά μια τακτοποιημένη ζωή, όμως ένα μεγάλο μυστικό την καταδιώκει εδώ και 50 χρόνια. Σε νεαρή ηλικία η Philomena  είχε μείνει έγκυος εκτός γάμου και κατέληξε σε ένα αυστηρό καθολικό μοναστήρι στην Ιρλανδία, όπου γέννησε το παιδί της, το οποίο αργότερα δόθηκε για υιοθεσία από τις μοναχές παρά τη θέληση της. Φτάνοντας πια στη δύση της ζωής της, η Philomena προσπαθεί να ανακαλύψει το χαμένο της γιο, ζητώντας τη βοήθεια του Martin (Steve Coogan), ενός απογοητευμένου δημοσιογράφου, που βλέπει αρχικά την ιστορία της σαν μια ευκαιρία για να επανέλθει στο προσκήνιο. Η αναζήτηση τους θα τους οδηγήσει τελικά στις ΗΠΑ, αλλά οι απρόβλεπτες εξελίξεις θα αναστατώσουν τη ζωή και των δύο…
Ο πάλαι ποτέ μεγάλος Stephen Frears, που έχει στο ενεργητικό του ταινίες όπως My Beautiful Laundrette/Ωραίο μου Πλυντήριο (1985), Sammy and Rosie Get Laid/Ο Σάμι και η Ρόζι Κάνουν Έρωτα (1987), Dangerous Liaisons/Επικίνδυνες Σχέσεις (1988), δείχνει να ξυπνά από την δημιουργικό και καλλιτεχνικό λήθαργο που είχε περιπέσει την τελευταία δεκαετία, μεταφέροντας στον κινηματογράφο το βιβλίο του δημοσιογράφου Martin Sixsmith, The Lost Child of Philomena Lee (2009). Το βιβλίο του Sixsmith περιγράφει την αληθινή ιστορία της Philomena Lee, μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να περάσει αρκετά χρόνια της ζωής της σε ένα από τα περιβόητα Magdalen Laundries (τα άσυλα ή “πλυντήρια” της Μαγδαληνής), που λειτουργούσαν στην Ιρλανδία από τα μέσα του 18ου αιώνα ως το 1996(!). Τα ιδρύματα αυτά που βρίσκονταν υπό την αιγίδα της καθολικής εκκλησίας, θεωρητικά περιέθαλπαν παραστρατημένες νεαρές κοπέλες, ουσιαστικά όμως αποτελούσαν κέντρα ψυχολογικών βασανιστηρίων και σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά παράλληλα έκρυβαν πίσω από τη βιτρίνα, μια γιγάντια επιχείρηση παράνομων υιοθεσιών, που έστελνε τα εκτός γάμου παιδιά των κοριτσιών -με το απαραίτητο χρηματικό αντίτιμο βέβαια- σε άκληρες πλούσιες οικογένειες κυρίως στην Αμερική. Η τραγική αυτή πραγματικότητα αποτυπώθηκε με ζοφερά χρώματα στη θαυμάσια ταινία του Peter Mullan, The Magdalene Sisters/Οι Κόρες της Ντροπής (2002).

Η Philomena, βραβευμένη για το σενάριο της στο 70ο Φεστιβάλ Βενετίας και υποψήφια για 4 Όσκαρ, είναι μια κατ’ εξοχήν ταινία χαρακτήρων, αφού σκιαγραφεί την ιδιόμορφη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ δυο αταίριαστων ανθρώπων, που οδηγεί τελικά στη σύγκρουση δυο διαμετρικά αντίθετων κοσμοθεωριών. Από τη μια, η Philomena είναι μια ηλικιωμένη καλοκάγαθη λαϊκή γυναίκα, εύπιστη -σχεδόν αφελής, γεμάτη από αναστολές, ενοχές και φοβίες, που έχουν τις ρίζες τους στην ταραγμένη νεαρή της ηλικία και στην αυστηρή καθολική της ανατροφή. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια γυναίκα που αγαπά αληθινά και ανεπιτήδευτα τους ανθρώπους, σε μια προέκταση μιας ιδανικής χριστιανικής ηθικής. Η αγάπη αυτή της δίνει τη δυνατότητα να κατανοεί συμπεριφορές ή στάσεις ζωής έξω από τα δικά της πρότυπα και δεδομένα, αλλά κυρίως να συγχωρεί τους ανθρώπους για το κακό που (της) προκάλεσαν, αφού παραμένει πάντα ύψιστος κριτής πρώτα του εαυτού της και μετά των υπολοίπων. Μπαίνοντας στην τελευταία φάση της ζωής της, θέλει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν και τα φαντάσματα που την καταδιώκουν. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό σημείο επαφής με το Martin, ο οποίος με τη σειρά του βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του, όπου πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις για να προχωρήσει μπροστά. Ο Martin, αριστερός, μαχητικός δημοσιογράφος, άθεος και οπαδός της ψυχρής λογικής -σχεδόν κυνικός, βλέποντας την καριέρα του να παίρνει την κάτω βόλτα, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να ασχοληθεί με ένα “ασήμαντο” θέμα ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Η συνάντηση του με τη Philomena θα του αποκαλύψει έναν καινούργιο κόσμο και η δύναμη της προσωπικότητας της θα τον συνεπάρει, για να συνειδητοποιήσει στην πορεία, ότι στα ασήμαντα και στα μικρά κρύβονται μεγάλες αλήθειες και πρωτόγνωρα συναισθήματα.

Είναι προφανές ότι ο Frears δεν θέλει να κάνει μια ταινία-καταγγελία ή ένα βαρύγδουπο κοινωνικό δράμα. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει, είναι μια ταινία ανθρωποκεντρική, μια ωδή στις ανθρώπινες αδυναμίες, στις επιλογές και τα λάθη του παρελθόντος που στοιχειώνουν το παρόν και το μέλλον, στην αγάπη, τη συγχώρεση και τη λύτρωση. Βέβαια, η ιστορία της Philomena είναι από μόνη της τόσο πολύ συναισθηματικά φορτισμένη, που εύκολα μπορεί να παρασύρει ακόμα και έναν έμπειρο σκηνοθέτη στα μονοπάτια του διδακτισμού και της σοβαροφάνειας. Ευτυχώς το σενάριο των Steve Coogan (σε τριπλό ρόλο παραγωγού-σεναριογράφου-πρωταγωνιστή) και Jeff Pope, με όπλο το καυστικό χιούμορ, αποφορτίζει την ταινία από το κατ’ εξοχήν δραματικό της υπόβαθρο και δημιουργεί συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων στο θεατή, ενώ παράλληλα ασκεί υπόγεια κριτική σε θεσμούς και κοινωνικές συμπεριφορές.  Ο ρόλος και η εξουσία της καθολικής εκκλησίας στην Ιρλανδία, η αποστολή και τα κίνητρα της μαχόμενης δημοσιογραφίας, οι δεσμοί του ανθρώπου με την ιδιαίτερη πατρίδα του, ακόμα και η απάνθρωπη πολιτική του Reagan για το AIDS, περνούν από μπροστά μας -θα έλεγε κανείς με επιφανειακό και αποσπασματικό τρόπο, κάτι όμως απόλυτα φυσικό, αφού με τον ίδιο απλοϊκό τρόπο εντυπώνονται στην καθαρή ψυχή της Philomena, που δεν έχει μάθει να ψάχνει πίσω από την αρχική εικόνα.
Ο Frears σκηνοθετεί σχεδόν ακαδημαϊκά, απέριττα και χωρίς εκπλήξεις, κάτι μάλλον απαραίτητο για να μην συνθλιβεί από το βάρος της ιστορίας του. Θα μπορούσε βέβαια να του καταλογίσει κανείς μια έντονη ροπή προς το μελό και το συναισθηματικό εκβιασμό του θεατή, κυρίως με τα αχρείαστα home videos που παρεμβάλλονται στην πλοκή, όπως και με την ελαφρώς γραφική παρουσίαση των κακών της ιστορίας. Όμως όλα αυτά μετατρέπονται σε πταίσματα, εξαιτίας της καθηλωτικής παρουσίας του πρωταγωνιστικού διδύμου και ιδιαίτερα της Judi Dench. Σε έναν κόντρα ρόλο απ’ αυτούς που μας έχει συνηθίσει τελευταία, πραγματικά αιχμαλωτίζει το φακό σε κάθε της κίνηση ή έκφραση. Την παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα, να συγκινείται από λαϊκά ρομάντζα αλλά ταυτόχρονα να μιλάει απενοχοποιημένα για το σεξ, να λυγίζει κοιτάζοντας τη φωτογραφία του χαμένου της γιου αλλά να βρίσκει τη δύναμη  να συγχωρήσει αυτούς που της τον στέρησαν, να πιστεύει στο Θεό αλλά πιο πολύ στον άνθρωπο. Η Judi Dench είναι η Philomena, είναι η ίδια η ταινία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ακροβατώντας ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση -όπως άλλωστε κάνει και η ίδια η ζωή- και παρά τις επιμέρους αδυναμίες της, η Philomena αποτελεί μάθημα ζωής με πολλούς αποδέκτες, με μεγάλο της ατού την εκπληκτική ερμηνεία της Judi Dench.

  6,5/10

4/3/14

Oscars 2014

H 86η απονομή των βραβείων Όσκαρ που έγινε χθες στο Dolby Theatre του Los Angeles (μια εβδομάδα μετά τη συνηθισμένη ημερομηνία, για να μην συμπέσει με τις μεταδόσεις από τους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες του Sochi) επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά ότι στο συγκεκριμένο θεσμό απουσιάζει παντελώς το στοιχείο της έκπληξης. H τελετή που παρουσίασε η Ellen DeGeneres, κύλησε χαλαρά χωρίς την παραμικρή ανατροπή ως το τέλος και ανέδειξε μεγάλους νικητές της βραδιάς το 12 Years a Slave (κριτική εδώπου απέσπασε 3 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και το Gravity (κριτική εδώ), που θριάμβευσε στις τεχνικές κατηγορίες αλλά κέρδισε και το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Highlights της βραδιάς η βράβευση των δυο πρωταγωνιστών του Dallas Buyers Club (κριτική εδώ), καθώς και η νίκη του Her στην κατηγορία του Πρωτότυπου Σεναρίου. Μεγάλοι χαμένοι της απονομής το American Hustle, το Nebraska (κριτική εδώκαι το The Wolf of Wall Street, που έφυγαν από την απονομή με άδεια χέρια. Ακολουθεί αναλυτικά η λίστα των νικητών, αλλά και κάποια σχόλια-παράπονα-ευσεβείς πόθοι…


Ταινία Μεγάλου Μήκους: 12 Years a Slave

Σε μια χρονιά που έλειψε το καθαρό αριστούργημα, το 12 Years a Slave ήταν από την αρχή φανερό ότι θα κέρδιζε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, καθώς ανήκει στην κατηγορία των φιλμ που η Ακαδημία λατρεύει να βραβεύει, παράλληλα όμως είναι μια καλή ταινία. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι κατά τη γνώμη μου, μάλλον η πιο αδύναμη στιγμή του ταλαντούχου Steve McQueen. Εδώ πάντως ισχύει το μη χείρον βέλτιστον, αφού οι άμεσες ανταγωνίστριες του, Gravity και American Hustle ήταν εξαιρετικά υπερεκτιμημένες. Πάντως για μένα οι καλύτερες ταινίες της λίστας είναι το Her του Spike Jonze και το Dallas Buyers Club του Jean-Marc Vallée, που βέβαια για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν. Προκλητική η απουσία του Inside Llewyn Davis των Ethan & Joel Coen, ενώ άνετα θα μπορούσαν να χωρέσουν στη λίστα το Blue Jasmine του Woody Allen, το All is Lost του J.C.Chandor, αλλά και το υποεκτιμημένο La Migliore Offerta (κριτική εδώ) του Giuseppe Tornatore.


Σκηνοθεσία:  Alfonso Cuarón (Gravity)

Αναμενόμενη επιλογή για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας ο Alfonso Cuarón, αφού το Gravity έπρεπε να φύγει από την απονομή -και- με ένα τουλάχιστον μεγάλο βραβείο, αλλά στην πεντάδα θα έπρεπε να βρίσκονται σίγουρα ο Spike Jonze και ο Jean-Marc Vallée. Πάντως ο Cuarón έχει παραδώσει στο παρελθόν ανώτερες δουλειές από το υπερεκτιμημένο Gravity (που ουσιαστικά είναι ένα μεγαλεπήβολο αλλά επίπεδο οπτικό υπερθέαμα που βασίζει την τεράστια απήχηση του στη χρήση του 3D format), όπως το αριστουργηματικό Children of Men (2006).


Α’ Ανδρικός ΡόλοςMatthew McConaughey (Dallas Buyers Club)

Εδώ η συζήτηση δε γίνεται για το νικητή, που πραγματικά έδειξε σε όλους πώς πρέπει να υποδύεται κανείς έναν αβανταδόρικο ρόλο, με τη συγκλονιστική, ανεπιτήδευτη και ειλικρινή ερμηνεία του, αλλά για τα υπόλοιπα μέλη της τελικής πεντάδας για το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, απ’ όπου απουσιάζει προκλητικά ο Robert Redford (All is Lost), ενώ θα μπορούσαν άνετα να είναι σ’ αυτήν ο Jake Gyllenhaal (Prisoners) -κριτική εδώ και ο Oscar Isaac (Inside Llewyn Davis).



Α’ Γυναικείος ΡόλοςCate Blanchett (Blue Jasmine)

Τα ίδια ισχύουν και εδώ. Ανεπανάληπτη η ερμηνεία της σύγχρονης Blanche DuBois, Cate Blanchett, δικαιότατη η βράβευση της με το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, θα είχαν όμως θέση στην πεντάδα η νικήτρια των Καννών, Paulina García (Gloria) και του Βερολίνου, Luminita Gheorghiu (Pozitia Copilului) -κριτική εδώ.
                                    

ΒΑνδρικός ΡόλοςJared Leto (Dallas Buyers Club)

Άλλη μια προβλέψιμη αλλά δικαιότατη βράβευση στην κατηγορία του Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου, για μια συγκλονιστική ερμηνεία-μεταμόρφωση, απ’ αυτές που αρέσουν -και- στην Ακαδημία. Η μόνη ένσταση εδώ έχει να κάνει με την απουσία του James Gandolfini (Enough Said) από την τελική πεντάδα, όχι μόνο σαν φόρος τιμής για την προσφορά του στο σινεμά, αλλά γιατί πραγματικά ήταν εξαιρετικός στο ρόλο του.

Β’ Γυναικείος Ρόλος: Lupita Nyong’o (12 Years a Slave)

Το μοναδικό ανοιχτό σε προγνωστικά βραβείο από τα 4 των ρόλων, το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, κατέληξε τελικά στη συμπαθέστατη Nyongo, που ίσως όμως ήταν η χειρότερη όλων των συνυποψηφίων της, σε μια ιδιαίτερα δυνατή κατηγορία… Μάλλον μέτρησε περισσότερο το ατέλειωτο ξύλο που έφαγε από το Michael Fassbender (…), παρά οι υποκριτικές της δυνατότητες… Σίγουρα θα προτιμούσα την Jennifer Lawrence (American Hustle) ή τη June Squibb (Nebraska).


Πρωτότυπο Σενάριο: Spike Jonze (Her)

Είναι κρίμα που η καλύτερη ταινία της χρονιάς έφυγε από την απονομή με ένα και μοναδικό βραβείο, αλλά πάλι καλά… Ο Spike Jonze με το εκπληκτικό του σενάριο έδωσε στον τίτλο της κατηγορίας (Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου) την πραγματική του διάσταση.

Διασκευασμένο ΣενάριοJohn Ridley (12 Years a Slave)

Θα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη αν το Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου να πήγαινε στον Richard Linklater (Before Midnight) ή στους Steve Coogan και Jeff Pope (Philomena), αλλά είθισται το συγκεκριμένο βραβείο να πηγαίνει πακέτο με αυτό της καλύτερης ταινίας, οπότε…

Ξενόγλωσση Ταινία: La Grande Bellezza (Ιταλία)

Η ταινία του Paolo Sorrentino πήρε αναμενόμενα και χωρίς ανταγωνισμό το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, αφού στην τελική πεντάδα η μοναδική ταινία που μπορούσε να κάνει την έκπληξη, ήταν το πολύ καλό Jagten (κριτική εδώ) του Thomas Vinterberg. Το La vie d' Adèle - Chapitres 1 et 2 του Abdellatif Kechiche δεν ήταν καν στην αρχική επιλογή για γραφειοκρατικούς λόγους, ενώ αποκλείστηκαν το θαυμάσιο Le Passé (κριτική εδώ) του Asghar Farhadi και το αριστουργηματικό, αλλά προφανώς αιρετικό για τα γούστα της Ακαδημίας A Nagy Füzet (κριτική εδώ) του János Szász.


Ταινία Κινουμένων Σχεδίων: Frozen (Chris Buck, Jennifer Lee)

Ταινία ΝτοκιμαντέρTwenty Feet from Stardom (Morgan Neville)

Εδώ είχαμε τη μοναδική ίσως έκπληξη της βραδιάς, αφού το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ κέρδισε το Twenty Feet from Stardom, αντί για το μεγάλο φαβορί The Act of Killing.

Ταινία Μικρού ΜήκουςHelium (Anders Walter)

Ταινία Κινουμένων Σχεδίων Μικρού Μήκους: Mr.Hublot (Laurent Witz, Alexandre Espigares)

Ταινία Ντοκιμαντέρ Μικρού ΜήκουςThe Lady in Number 6, Music Saved my Life (Malcolm Clarke, Carl Freed)


Φωτογραφία: Emmanuel Lubezki (Gravity)

Σε μια κατηγορία όπου και οι πέντε υποψηφιότητες ήταν εξαιρετικές, το βραβείο πήγε στον Emmanuel Lubezki, ακολουθώντας το ρεύμα των πολλαπλών βραβεύσεων του Gravity. Προσωπικά θα προτιμούσα τον Bruno Delbonnel για την εκπληκτική του φωτογραφία στο Inside Llewyn Davis ή το δικό μας Phedon Papamichael για την υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Nebraska.

ΜουσικήSteven Price (Gravity)

Διαφωνώ κάθετα με την απόφαση της Ακαδημίας (…) και ψηφίζω και με τα δυο χέρια το υπέροχο, ατμοσφαιρικό, μινιμαλιστικό soundtrack των Arcade Fire για το Her. Ακόμα θα ήθελα να δω στην πεντάδα -για μια ακόμα φορά- τον Ennio Morricone και την υπέροχη μουσική του La Migliore Offerta.

ΤραγούδιLet it Go των Kristen Anderson-Lopez, Robert Lopez (Frozen)

Αφού δεν το πήραν οι γιαλαντζί -πλέον- επαναστάτες U2 με το Ordinary Love (Mandela: Long Walk to Freedom), όλα καλά…


ΜοντάζAlfonso Cuarón, Mark Sanger (Gravity)

Καλλιτεχνική ΔιεύθυνσηCatherine Martin, Beverley Dunn (The Great Gatsby)

ΚοστούμιαCatherine Martin (The Great Gatsby)

Μακιγιάζ-ΚομμώσειςAdruitha Lee, Robin Mathews (Dallas Buyers Club)

Ένας ακόμα μικρός θρίαμβος του Dallas Buyers Club, μια εκπληκτική δουλειά που κόστισε σύμφωνα με τα λεγόμενα των υπευθύνων…250 δολάρια.



ΉχοςGlenn Freemantle (Gravity)

Μοντάζ Ηχητικών ΕφέSkip Lievsay, Niv Adiri, Christopher Benstead, Chris Munro (Gravity)

Οπτικά ΕφέTimothy Webber, Chris Lawrence, David Shirk, Neil Corbould (Gravity)


Και του χρόνου!

25/2/14

August:Osage County

Σόδομα και Γόμορα

2013, USA, 121 min
Ελληνικός Τίτλος: Αύγουστος
Σκηνοθεσία: John Wells/Σενάριο: Tracy Letts/Παίζουν: Meryl Streep, Julia Roberts, Chris Cooper, Margo Martindale, Julianne Nicholson, Juliette Lewis, Ewan McGregor, Dermot Mulroney, Benedict Cumberbatch, Abigail Breslin, Sam Shepard, Misty Upham

Στους κινηματογράφους από 2/1/2014

Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, ο Beverly Weston (Sam Shepard), ένας ηλικιωμένος αλκοολικός ποιητής απογοητευμένος από τη ζωή, εξαφανίζεται από το σπίτι του στην κομητεία Osage της Oklahoma, φέρνοντας σε απόγνωση την επίσης αλκοολική και εξαρτημένη από ψυχοφάρμακα γυναίκα του Violet (Meryl Streep). Στο σπίτι καταφθάνουν οι τρεις κόρες της οικογένειας, η Barbara (Julia Roberts) με τον εν διαστάσει σύζυγο της και την έφηβη κόρη τους, η Ivy (Julianne Nicholson) και η μικρότερη Karen (Juliette Lewis) με τον καινούργιο της αρραβωνιαστικό, καθώς και η αδερφή της Violet, Mattie Fae (Margo Martindale), με το σύζυγο της Charles (Chris Cooper) και το γιο τους, για να συμπαρασταθούν στη Violet. Όμως η συνύπαρξη τους μετά από πολλά χρόνια κάτω από την ίδια στέγη, πυροδοτεί μια σειρά από καβγάδες και προσωπικές εξομολογήσεις, που φέρνουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Ο John Wells, μέχρι πριν λίγα χρόνια ένας πετυχημένος τηλεοπτικός παραγωγός, που πέρασε στη σκηνοθεσία με το συμπαθητικό The Company Men/2010, σκηνοθετεί ένα πολυβραβευμένο -και με βραβείο Pulitzer το 2008- θεατρικό έργο του ταλαντούχου Tracy Letts (κι όμως είναι ο Andrew Lockhart του Homeland…). Ο Letts, που έγραψε και το σενάριο της ταινίας, πατώντας στην παράδοση του Tennessee Williams και του Eugene ONeill, αποδομεί το μοντέλο μιας δυσλειτουργικής αμερικανικής οικογένειας, που οι -ήδη διαταραγμένες- σχέσεις των μελών της φτάνουν στα όρια τους, με αφορμή την εξαφάνιση του πατριάρχη της. Παρ’ ότι όμως το αρχικό υλικό έμοιαζε πολλά υποσχόμενο, ενώ για τις ανάγκες της ταινίας συγκεντρώθηκε ένα απίστευτο all-star cast, ο Wells αποδεικνύεται πολύ κακός μάγειρας: το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει σαφώς κατώτερο από τα επιμέρους υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Υπερ-δραματικό, υπερ-παιγμένο, το August:Osage County δεν καταφέρνει ποτέ να αποτινάξει τις θεατρικές του καταβολές, αλλά πολύ περισσότερο δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από την ενοχλητική σοβαροφάνεια που το χαρακτηρίζει.

Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που σε μια κινηματογραφική ταινία είναι συγκεντρωμένοι τόσοι συμπλεγματικοί, ανώριμοι και συναισθηματικά ανάπηροι χαρακτήρες, όπως εδώ. Άνθρωποι αδύναμοι, βαθιά δυστυχισμένοι, χωρίς διάθεση να παλέψουν για να βγουν από τα αδιέξοδα τους, αναλώνονται συστηματικά σε μια προσπάθεια να πληγώσουν ο ένας τον άλλον όσο γίνεται περισσότερο με τα λόγια ή τις πράξεις τους: η μητέρα Violet, μια γυναίκα με τραυματική παιδική ηλικία, εξαρτημένη από το αλκοόλ και τα χάπια, πάσχει από καρκίνο του στόματος (…), παρ’ όλα αυτά έχει να πει μια …κακή κουβέντα για όλους. Η  μεγάλη κόρη Barb, η “αγαπημένη” της μαμάς, βρίσκεται στα πρόθυρα του διαζυγίου και στα πρόθυρα μεγάλων αλλαγών στη ζωή της γενικότερα, αλλά πάνω απ’ όλα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η μητέρα της την αγαπά περισσότερο από τις αδερφές της γιατί της μοιάζει. Η μεσαία αδερφή Ivy, ευαίσθητη αλλά χαμηλής αυτοεκτίμησης, σχεδόν αόρατη από τους άλλους, προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει με οποιονδήποτε τρόπο από τη νοσηρή επιρροή της μητέρας της. Η μικρή κόρη Karen ψάχνει εναγωνίως ένα δεκανίκι για να αντιμετωπίσει την  αρρωστημένη ανασφάλεια της και πείθει τον εαυτό της ότι το βρίσκει, στο πρόσωπο ενός δήθεν επιτυχημένου αρραβωνιαστικού. Και η θεία Mattie Fae, μια γυναίκα που βασανίζεται από ενοχές και απωθημένα, εκτονώνει το θυμό της πάνω στον άντρα της και το γιο της. Δίπλα σ’ αυτούς τους γυναικείους χαρακτήρες, μέλη θα έλεγε κανείς μιας μητριαρχικής κοινωνίας μιας άλλης εποχής, στέκονται -για κάποιο ακατανόητο λόγο- ευνουχισμένοι ηθικά και συναισθηματικά, οι ανδρικοί χαρακτήρες του έργου. Ανήμποροι να αντισταθούν ή έστω να αρθρώσουν ουσιαστικό λόγο, επιλέγουν σαν λύση τη φυγή από την πραγματικότητα, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Μετά από μια σειρά ακραίων αντιπαραθέσεων, η λύση του δράματος θα βρει τους ήρωες πιο μόνους από ποτέ, αφού η όποια κάθαρση δεν δείχνει να είναι λυτρωτική για κανέναν. Ούτε βέβαια για το θεατή, στον οποίο δεν δίνεται ποτέ η ευκαιρία να ενδιαφερθεί για κάποιον από τους χαρακτήρες, να συμπονέσει, να συμπάσχει ή έστω να κατανοήσει τα κίνητρα του.

Το August:Osage County είναι τελικά αυτό που φαίνεται: ένα ατελείωτο ξεκατίνιασμα, μια συνεχής ανταλλαγή ύβρεων και αντεγκλήσεων μεταξύ των μελών μιας οικογένειας που δεν τολμούν να αγαπήσουν ή έστω να ανεχθούν ο ένας τον άλλον, ένα πραγματικό φεστιβάλ αναίτιας κακίας και εξωφρενικών δραματικών αποκαλύψεων -κάποιες από τις οποίες θα έκαναν το Νίκο Φώσκολο να ωχριά μπροστά τους. Και ίσως όλο αυτό το υλικό, εμπλουτισμένο με κάποιες ανάσες μαύρου χιούμορ, εντελώς απαραίτητου για να αποτινάξει την ξύλινη σοβαροφάνεια του, να έπαιρνε άλλες διαστάσεις στα χέρια ενός πιο “ψαγμένου” σκηνοθέτη, όπως ας πούμε ο Almodovar. Ο Wells όμως αρνείται στο θεατή έστω και ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, αφού σκηνοθετεί απρόσωπα και διεκπεραιωτικά. Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται καν να μετατρέψει τις θεατρικές συμβάσεις του υλικού του σε γνήσιο κινηματογράφο, με αποτέλεσμα οι συνεχόμενες δραματικές κορυφώσεις να καταντούν αυτοσκοπός και οι χαρακτήρες του να φλερτάρουν έντονα με την καρικατούρα. Ακόμα και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί που απαρτίζουν το cast και πιθανώς δελεάστηκαν από την -σαφή- οσκαρική προοπτική του εγχειρήματος, δείχνουν μπερδεμένοι, υποδυόμενοι τους ρόλους τους σα να βρίσκονται στο θεατρικό σανίδι αντί στο κινηματογραφικού πλατό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη -μέγιστη- Meryl Streep, που παρ’ ότι βρίσκει ελεύθερο πεδίο σε έναν εξαιρετικά αβανταδόρικο ρόλο, για να μαγνητίσει  -για μια ακόμα φορά- το φακό, δεν αποφεύγει σε ορισμένα σημεία την υπερβολή. Καλύτερη όλων η Julia Roberts, που επανακάμπτει μετά από χρόνια σε μια μεγάλη ερμηνεία, ενώ ξεχωρίζουν ακόμα σε μικρότερους ρόλους ο Chris Cooper και η Julianne Nicholson, σε μια ταινία που χωρίς να είναι κακή, κουράζει και τον πιο καλοπροαίρετο θεατή με την αφόρητη υπερ-δραματικότητα της.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: “Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα”, έλεγε η Σαπφώ Νοταρά σε μια παλιά ελληνική ταινία, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι υπάρχουν και χειρότερα… Υπερβολή για την υπερβολή, δράμα για το δράμα, το μόνο που μπορεί να προσφέρει το August:Osage County στον ανυποψίαστο θεατή που θα πάρει την ταινία στα σοβαρά, είναι μια καλή δικαιολογία για να αρχίσει τα αντικαταθλιπτικά…

5/10

21/2/14

Dallas Buyers Club

Οι κανόνες του παιχνιδιού

2013, USA, 117 min
Ελληνικός Τίτλος: Dallas Buyers Club
Σκηνοθεσία: Jean-MarcVallée/Σενάριο: Craig Borten, Melisa Wallack/Παίζουν: Matthew McConaughey, Jared Leto, Jennifer Garner, Denis O’Hare, Griffin Dunne, Steve Zahn, Michael O’Neill, Dallas Roberts, Kevin Rankin

Στους κινηματογράφους από 13/2/2014

Η μεταφορά στον κινηματογράφο αληθινών ιστοριών έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ. Από τη μια η έλλειψη πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας των σύγχρονων σεναριογράφων και από την άλλη η σχεδόν εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, οδήγησαν -ειδικά μετά το 2000- στην παραγωγή πάμπολλων based on a true story ταινιών, που συνήθως εξαρτούν την επιτυχία τους από το συναισθηματικό εκβιασμό που ασκούν στο μέσο θεατή, μια και αυτός πιο εύκολα ταυτίζεται με έναν αληθινό ήρωα-χαρακτήρα, παρά με το προϊόν της φαντασίας κάποιου σεναριογράφου. Το Dallas Buyers Club όμως, δεν είναι μια κλασική ταινία του είδους. Ο Jean-Marc Vallée (C.R.A.Z.Y./2005, The Young Victoria/2009, Café de Flore/2011), αναλαμβάνει εδώ να ψηλαφίσει το θέμα του AIDS και των ευρύτερων επιπτώσεων του στο κοινωνικό σύνολο, αλλά το κάνει χρησιμοποιώντας σαν όχημα τη ζωή του Ron Woodroof, ενός από τους πιο αντισυμβατικούς και πολιτικά μη ορθούς χαρακτήρες που μας έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια το σινεμά.
Ο Ron Woodroof (Matthew McConaughey), ένας Τεξανός ηλεκτρολόγος και ενίοτε αναβάτης ταύρων, είναι ένας άνθρωπος που πολλοί από μας θα εύχονταν να μη χρειαστεί ποτέ να γνωρίσουν ή να συγχρωτιστούν καν μαζί του: άξεστος και αλητήριος, ρατσιστής και ομοφοβικός, με ροπή στις σχέσεις της μιας νύχτας και εξάρτηση από την κοκαΐνη και το αλκοόλ, δεν είναι ακριβώς το ιδανικό μοντέλο για ένα σκηνοθέτη που θέλει να φιλοτεχνήσει μια αγιογραφία.Μια μέρα του 1985, ο Woodroof μαθαίνει τυχαία μετά από ένα ατύχημα, ότι είναι φορέας του AIDS και ότι του απομένουν 30 μέρες ζωής. Ο κόσμος του γκρεμίζεται, αφού δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι πάσχει από τη νόσο των “αδερφών”, οι κολλητοί του τον απομονώνουν και τον ειρωνεύονται, αλλά η δίψα του για ζωή και η προσωπική του ανάγκη να καθορίσει μόνος του τη μοίρα του αποδεικνύονται δυνατότερες. Αρχικά δωροδοκεί έναν υπάλληλο του νοσοκομείου για να του προμηθεύει AZT, ένα πρωτοποριακό φάρμακο που βρίσκεται στα στάδια των κλινικών δοκιμών από το FDA (Food & Drugs Administration/Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων). Γρήγορα καταλαβαίνει όμως, ότι το φάρμακο του προκαλεί τεράστιες παρενέργειες και ότι πίσω από την άκριτη προώθηση του AZT από το σύστημα υγείας, κρύβονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Καταφεύγει έτσι στο Μεξικό, όπου γνωρίζει έναν απότακτο Αμερικανό γιατρό, που του προτείνει κάποιες -μη εγκεκριμένες- εναλλακτικές θεραπείες, που όμως βελτιώνουν την κατάσταση της υγείας του. Αποφασίζει λοιπόν, με τη βοήθεια της Rayon (Jared Leto), μιας τρανσέξουαλ φορέα του ιού, να στήσει μια τεράστια επιχείρηση με αρχικό σκοπό το κέρδος, εισάγοντας παράνομα τα φάρμακα αυτά στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να έρθει τελικά σε σύγκρουση με το πανίσχυρο FDA αλλά και ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα υγείας, αλλά παράλληλα να ωριμάσει συναισθηματικά και να ζήσει έντονα και αληθινά… Το ταξίδι του Woodroof τελικά θα κρατήσει λίγο περισσότερο απ’ όσο πρόβλεψαν αρχικά οι γιατροί (…), αφού θα επιβιώσει του ιού για 7 ολόκληρα χρόνια, ως το θάνατο του το 1992.

Το εντυπωσιακό με την ταινία του Jean-Marc Vallée, είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια με την οποία ο σκηνοθέτης καταφέρνει να διαχειριστεί ένα ακανθώδες θέμα: το AIDS ακόμα παραμένει ταμπού, 30 σχεδόν χρόνια μετά την εμφάνιση της ασθένειας, που σκόρπισε τον πανικό και το θάνατο αρχικά στους κύκλους των gay και των ναρκομανών τη δεκαετία του ’80, αλλά εξελίχθηκε αργότερα σε έναν εφιάλτη για όλους και  οδήγησε μέσω της αλλαγής των ερωτικών συνηθειών, ολόκληρες κοινωνίες στο συντηρητισμό και την εσωστρέφεια. Ο Vallée πετυχαίνει να αναπαραστήσει εντυπωσιακά το κλίμα των αρχών τις δεκαετίας του ’80, όταν πολλοί πίστευαν ότι το AIDS ήταν μια εξωτική αρρώστια που χτυπούσε μόνο τους ομοφυλόφιλους και μπορούσε να μεταδοθεί με μια απλή χειραψία, να καταγράψει την απελπισία και τον τρόμο, τη μοναξιά και τη γκετοποίηση των φορέων -ακόμα και από τον άμεσο περίγυρο τους, να στιγματίσει τα παιχνίδια κέρδους των φαρμακευτικών εταιριών στην πλάτη των ανήμπορων να αντιδράσουν ασθενών. Και τα κάνει όλα αυτά, χωρίς να φλερτάρει ούτε στιγμή με το μελό ή να σηκώνει διδακτικά το δάχτυλο. Το Dallas Buyers Club δεν είναι μια ταινία-ύμνος στη διαφορετικότητα, ούτε μια αγιογραφία μιας χαμένης ψυχής που βρίσκει το δρόμο της (…). Γιατί ο Ron Woodroof μπορεί μέσα από αυτή τη διαδρομή να καταλήγει να βλέπει τα πράγματα με άλλο μάτι και να οδηγείται στη συναισθηματική ωρίμανση, αλλά παραμένει στο βάθος ένας αλητήριος οπορτουνιστής, που χλευάζει τις κοινωνικές συμβάσεις και την πολιτική ορθότητα ως το τέλος. Το Dallas Buyers Club είναι τελικά η ιστορία ενός ανθρώπου που ενώ συμφιλιώνεται με την αναπότρεπτη  μοίρα του -το θάνατο, εμμένει στο δικαίωμα του να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες. Η τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο Ron γαντζώνεται από τα κέρατα του ταύρου, όσο έντονα και απελπισμένα γαντζώνεται και από την ίδια τη ζωή, είναι χαρακτηριστική. Και αυτή η δύναμη της θέλησης και η καλώς εννοούμενη μαγκιά, αξίζει μιας βαθιάς υπόκλισης απ' όλους.

Φυσικά η ταινία δεν θα ήταν ποτέ η ίδια, αν ο Vallée δεν είχε τη διορατικότητα να επιλέξει τον Matthew McConaughey για τον κεντρικό ρόλο, έναν ηθοποιό που τα τελευταία χρόνια ένιωσε την ανάγκη να ξεφύγει από την τυποποίηση του macho εραστή σε κομεντί της σειράς, κάνοντας στροφή σε ποιοτικότερους ρόλους (The Lincoln Lawyer/2011, Killer Joe/2011, Mud/2012, Magic Mike/2012) αποδομώντας και σαρκάζοντας τον προηγούμενο εαυτό του, αλλά εδώ βρίσκει κυριολεκτικά το ρόλο της ζωής του. Σχεδόν αποστεωμένος, έχοντας χάσει 22 κιλά, υποδύεται το Woodroof (για την ακρίβεια είναι ο Woodroof) με τη συγκλονιστική απλότητα και την εσωτερική φλόγα ενός πολύ μεγάλου ηθοποιού, που ξέρει ότι δε χρειάζεται φτιασίδια για να αναδείξει τον -ήδη- αβανταδόρικο ρόλο του. Είναι ίσως υπερβολικό, αλλά η λίστα με τις φετινές υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου θα μπορούσε να περιέχει μόνο το δικό του όνομα… Η ειρωνεία είναι ότι στα μέσα τις δεκαετίας του ’90, όταν έγιναν οι πρώτες σκέψεις για τη μεταφορά της ζωής του Woodroof στο πανί, βασικός υποψήφιος για το ρόλο ήταν ο Woody Harrelson, που συμπρωταγωνιστεί με τον McConaughey στην φετινή εκπληκτική τηλεοπτική σειρά True Detective... Αντίβαρο στη συγκλονιστική παρουσία του McConaughey, αποτελεί ο Jared Leto -ένα ακόμα αουτσάιντερ- αδυνατισμένος κι αυτός κατά 14 κιλά, που χτίζει υπέροχα το χαρακτήρα της ευαίσθητης και εύθραυστης τρανσέξουαλ Rayon, σε ένα πολύ πιο φορτισμένο συναισθηματικά ρόλο. Η γνωριμία τους, που ξεκινά από την απέχθεια και την περιφρόνηση, εξελίσσεται σε οικονομική συναλλαγή και καταλήγει στο αγνό ενδιαφέρον και σε μια ιδιότυπη, σχεδόν τρυφερή σχέση πατέρα-γιου, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο του Dallas Buyers Club, σίγουρα μιας από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Συγκλονιστικές ερμηνείες από McConaughey και Leto σε μια εξίσου συγκλονιστική ταινία, που ξεπερνώντας κάθε κλισέ, μιλά με απλότητα και εντιμότητα για θέματα ταμπού που αφορούν τον καθένα μας.

8/10