Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

8/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 5η: Παραμύθια για Μεγάλα Παιδιά

Jîn/Τζιν

2013/Turkey, Germany/122min/Σκηνοθεσία: Reha Erdem/Σενάριο: Reha Erdem/Παίζουν: Deniz Hasgüler, Onur Ünsal, Yildirim Simsek

Ο σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης Reha Erdem -Kaç para kaç (Μην το Πεις σε Κανέναν) /1999, Bes Vakit (Το Πέρασμα του Χρόνου) /2004, Kosmos /2010- επιστρέφει στο Φεστιβάλ με τη νέα του ταινία, που χρησιμοποιεί την πολύχρονη διαμάχη Τούρκων και Κούρδων σαν όχημα, για να συνθέσει έναν υπέροχο ύμνο στο φυσικό περιβάλλον και να καταδείξει τις τραγικές συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης  σ’ αυτό.
Η ηρωίδα της ταινίας, η Τζιν είναι μια 17χρονη αντάρτισσα κουρδικής καταγωγής, που δραπετεύει ένα βράδι από τον καταυλισμό των συντρόφων της στο βουνό, με στόχο περνώντας μέσα από τις τουρκικές γραμμές, να φτάσει σε μια μεγάλη πόλη και να χαθεί μέσα στο πλήθος. Η προσπάθεια της είναι δύσκολη και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει στο βουνό είναι πολλοί, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την πείνα, τα αεροπλάνα των εχθρικών δυνάμεων που σαρώνουν συνεχώς την περιοχή και τα αγρίμια του δάσους που την ακολουθούν σε κάθε της βήμα. Όταν φτάνει σε κατοικημένες περιοχές όμως, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, αφού δεν διαθέτει ταυτότητα και τα μπλόκα του στρατού είναι συνεχή. Από την άλλη μεριά, μια μόνη και απροστάτευτη νεαρή γυναίκα γίνεται εύκολος στόχος για την κακία των ανθρώπων. Γι αυτό η Τζιν επιστρέφει τελικά εκεί που ξεκίνησε, στο βουνό, για να ολοκληρώσει τον κύκλο της περιπλάνησης της και να βρει τη γαλήνη και τη λύτρωση.

Η Jîn είναι ένα κινηματογραφικό ποίημα που μας κατακλύζει, σαν την απεραντοσύνη της φύσης που τόσο υπέροχα κινηματογραφεί ο Reha Erdem, κάνοντας την πρωταγωνίστρια της ταινίας του. Μια φύση τόσο θαυμαστή και πλούσια, αλλά παράλληλα τόσο ευάλωτη στις επιθέσεις των ανθρώπων, όπως ακριβώς και η Τζιν. Ένα κορίτσι μικρό το δέμας, αλλά με ατσάλινη θέληση, φοβισμένη, ευαίσθητη, αλλά ταυτόχρονα σκληρή και επιθετική όταν νιώθει ότι κινδυνεύει. Ένα πραγματικό αγρίμι του δάσους. “Που είναι το σπίτι μου” διαβάζει συλλαβιστά και με δυσκολία η μικρή ηρωίδα, σε ένα βιβλίο πατριδογνωσίας που κλέβει από ένα αγροτόσπιτο στην αρχή της ταινίας. Η απάντηση είναι προφανής: το σπίτι της Τζιν είναι στο βουνό. Εκεί είναι το μόνο μέρος που αισθάνεται άνετα, οικεία, όταν κοιμάται στις σπηλιές, όταν σκαρφαλώνει σε κακοτράχαλα μονοπάτια, ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπη με μια αρκούδα, ένα φίδι ή ένα λύγκα. Τα αγρίμια του δάσους της δείχνουν αγάπη και εμπιστοσύνη κι αυτή τα ανταμείβει με καλοσύνη και γενναιοδωρία. Εκεί είναι το μόνο μέρος ακόμα, που μπορεί να επικοινωνήσει αληθινά και με έναν άνθρωπο, αν και θεωρητικά είναι εχθρός της, έναν τραυματισμένο Τούρκο στρατιώτη. Το μόνο που την τρομάζει γιατί ακριβώς δεν το κατανοεί, είναι ο ήχος των όπλων και των βομβαρδισμών, από έναν -πάντα- αόρατο εχθρό, που σαρώνει και διασαλεύει την ιερή ησυχία της φύσης.
Ο Reha Erdem κινηματογραφεί την μοναχική πορεία της ηρωίδας του, εναλλάσσοντας απέραντα πλάνα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, με κοντινά στο ανήσυχο πρόσωπο της συγκλονιστικής Deniz Hasgüler και μακρόσυρτες μυστηριακές σιωπές με καταιγισμό εκκωφαντικών εκρήξεων και βομβαρδισμών, κλείνοντας το μάτι στο μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας,  αλλά και στο σινεμά του Terrence Malick. Με ελάχιστα διαλογικά μέρη (άλλωστε τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας είναι αυτά των σιωπών της), παραδίδει μια οικουμενική αντιπολεμική ελεγεία, μπολιάζοντας έντεχνα τις οικολογικές του ανησυχίες.  Συμπαραστάτες του ο διευθυντής φωτογραφίας και μόνιμος συνεργάτης του Florent Herry, το υπέροχο υποβλητικό soundtrack του  Hildur Guðnadóttir, αλλά πάνω απ’ όλα η μητέρα – φύση που του ανταποδίδει την αγάπη που της δείχνει, όπως άλλωστε κάνει με τη νεαρή πρωταγωνίστρια, μια φύση που αγκαλιάζει τρυφερά τη Τζιν στην τελευταία πραγματικά μαγική σκηνή της ταινίας.

8/10


The Selfish Giant/Ο Εγωιστής Γίγαντας

2013/UK/91min/Σκηνοθεσία: Clio Barnard/Σενάριο: Clio Barnard/Παίζουν: Conner Chapman, Shaun Thomas, Sean Gilder, Lorraine Ashbourne, Ian Burfield, Siobhan Finneran

Ο Άρμπορ και ο Σουίφτι είναι δυο εντελώς διαφορετικοί 13χρονοι, που συνδέονται όμως με μια δυνατή φιλία και ζουν στην εργατική περιοχή του Bradford της κεντρικής Αγγλίας. Όταν αποβάλλονται από το σχολείο, επειδή υποστήριξε ο ένας τον άλλον σε κάποιον καβγά, βρίσκουν έναν επικερδή τρόπο για να περνάνε τον καιρό τους, μαζεύοντας σκουπίδια για τον Κίτεν, ιδιοκτήτη μιας μάντρας ανακύκλωσης. Η δουλειά στην αρχή πηγαίνει πολύ καλά, ώσπου ο άπληστος Άρμπορ αποφασίζει να απαγκιστρωθεί από την επίβλεψη του Κίτεν, ενώ ο Σουίφτι δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το άλογο του Κίτεν και τη συμμετοχή του σε έναν ιδιότυπο αγώνα. Η φιλία τους περνά μια δυνατή κρίση, αλλά ένα τραγικό γεγονός θα καθορίσει οριστικά το μέλλον της…
Η πρώτη αμιγής ταινία μυθοπλασίας της Clio Barnard -μετά το επιτυχημένο ντοκιμαντέρ The Arbor (2010)- βραβευμένη στο φεστιβάλ των Καννών και υποψήφια για το βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, που βαδίζει στα χνάρια των ταινιών του Ken Loach και συνεχίζει την παράδοση του Kitchen-Sink Realism. Ο αποκαλούμενος Ρεαλισμός του Νεροχύτη είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα που άνθισε στη Μεγάλη Βρετανία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τα μέσα περίπου της επόμενης και επηρέασε πολλές τέχνες όπως ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία και η ζωγραφική. Μέσα από τις ασήμαντες ζωές των ηρώων τους, συνήθως οργισμένων νεαρών μελών της εργατικής τάξης, που ζούσαν σε στενόχωρα νοικιασμένα σπίτια στις βιομηχανικές περιοχές της βόρειας Αγγλίας, οι εκπρόσωποι του Kitchen-Sink Realism προσπαθούσαν να αναδείξουν σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Η Barnard αναπαράγει αυτό το μοντέλο, βασισμένη χαλαρά σε ένα παραμύθι του Oscar Wilde (η ιστορία ενός εγωιστή γίγαντα που δεν άφηνε τα παιδιά να παίξουν στον κήπο του, που εξ αιτίας αυτού παρέμενε πάντα χιονισμένος) και μέσα από την αταίριαστη φιλία δυο εφήβων καταφέρνει να σκιαγραφήσει ρεαλιστικά τη ζωή και τα αδιέξοδα της εργατικής τάξης στην Αγγλία του σήμερα.

Ο Άρμπορ και ο Σουίφτι είναι δυο έφηβοι που φαινομενικά πιο πολλά τους χωρίζουν παρά τους ενώνουν. Ο Άρμπορ ατίθασος, αντιδραστικός και δυστυχισμένος, θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνεται άπληστος και εγωιστής. Είναι γεννημένος αρχηγός, ενώ αντίθετα ο Σουίφτι είναι προορισμένος να ακολουθεί. Λιγότερο εκδηλωτικός από τον Άρμπορ, πιο αργός στις αντιδράσεις του και κλεισμένος στον εαυτό του, ο Σουίφτι διοχετεύει την κρυμμένη του ευαισθησία στη λατρεία που τρέφει για τα άλογα. Γόνοι και οι δυο προβληματικών οικογενειών, απόβλητοι ενός κοινωνικού συστήματος που δεν ξέρει να συγχωρεί και να δίνει ευκαιρίες, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τον κοινό σκοπό, ένα καλύτερο μέλλον, το οποίο όμως ο καθένας τους οραματίζεται διαφορετικό. Η σχέση τους με τον Κίτεν, τον εγωιστή γίγαντα που δεν τους αφήνει αρχικά να παίξουν στον κήπο του (…)  γίνεται καταλύτης της σχέσης τους και οδηγεί αναπόφευκτα στη σύγκρουση, αλλά και στην τελική πικρή λύτρωση. 
Η Barnard καταγράφει σκληρές, αλλά ρεαλιστικές εικόνες της ζωής της αγγλικής εργατικής τάξης, μέσα από την αντίθεση του κλειστοφοβικού περιβάλλοντος των εργατικών σπιτιών με την απεραντοσύνη και την ελευθερία της αγγλικής φύσης, χωρίς ίχνος διδακτισμού ή βαρυσήμαντων μηνυμάτων, αλλά αναπάντεχα διανθίζει την αφήγηση και με εμπνευσμένες ποιητικές πινελιές. Η εικόνα δύο κάρων να τρέχουν σε έναν επαρχιακό αγγλικό δρόμο ακολουθούμενα από ένα πλήθος τζογαδόρων που ποντάρουν στη νίκη του ενός ή του άλλου -σε μια ειρωνική αναπαράσταση της αρματοδρομίας του Ben Hur, οι βόλτες των ηρώων με το άλογο, η σχεδόν μυστηριακή νυχτερινή ησυχία που δίνει τη θέση της στην οχλαγωγία και τη βοή της μέρας, τα εντυπωσιακά πλάνα των επιβλητικών εργοστασίων σε αντιπαραβολή με τη μικρή ασήμαντη πόλη, ντύνουν την ταινία με μια χροιά σχεδόν μεταφυσική και υποδηλώνουν ότι την ομορφιά και το νόημα της ζωής μπορεί να το βρει κανείς, όχι μόνο στον ανθισμένο κήπο του γίγαντα του παραμυθιού, αλλά και σε μια μάντρα ανακύκλωσης γεμάτη με σκουπίδια ή ακόμα και στις ταραγμένες ψυχές δυο απόβλητων παιδιών. Δυο παιδιά που βρίσκουν τους ιδανικούς ερμηνευτές τους στα πρόσωπα των πρωτοεμφανιζόμενων Conner Chapman και Shaun Thomas, που ανακάλυψε η Barnard και μάλιστα κατάγονται από την ίδια περιοχή όπου εξελίσσεται η ιστορία. Με δυο πραγματικά συγκλονιστικές ερμηνείες που αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά, απογειώνουν την ταινία, πέρα από τα όρια ενός φιλμ στρατευμένου κοινωνικού ρεαλισμού ή απλοϊκής ηθικοπλαστικής καταγγελίας. Ούτως ή άλλως, όλα τα μεγάλα παιδιά στα οποία απευθύνεται αυτό το παραμύθι, ξέρουν καλά ότι παρ’ ότι οι ήρωες του μετανιώνουν και ψάχνουν τη λύτρωση για τις πράξεις τους στο τέλος, ο πραγματικός “εγωιστής γίγαντας”, η σύγχρονη απρόσωπη κοινωνία όπου ζούμε, δεν μετανιώνει ποτέ… Αν μάλιστα η Barnard φρόντιζε να επιταχύνει λίγο τις εξελίξεις στο πρώτο μέρος της ταινίας, αλλά και να δώσει μεγαλύτερο βάθος στο χαρακτήρα του Κίτεν -εξίσου σημαντικού για την εξέλιξη της ιστορίας- που μοιάζει μονοδιάστατος και ξύλινος, τότε θα μιλούσαμε για ένα αριστούργημα. Ας είναι… Ο Εγωιστής Γίγαντας κατάφερε να αγγίξει την ψυχή μας.

8/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου