Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

7/1/14

Lee Daniels', The Butler

Ανάλατη σούπα

2013, USA, 132 min

Στους κινηματογράφους από 19/12/2013

Λένε ότι ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος… Η εμμονή του Χόλιγουντ και κατ’ επέκταση της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, να επιστρέφει κατά περιόδους σε κεφάλαια ταμπού της αμερικανικής ιστορίας, προσπαθώντας να ρίξει αλάτι στις πληγές που άφησαν στην συνείδηση και το θυμικό του μέσου Αμερικανού, είναι μια ακόμα απόδειξη για την ορθότητα του παραπάνω αξιώματος. Το Βιετνάμ, οι φυλετικές διακρίσεις και το θέμα της τρομοκρατίας τα τελευταία κυρίως χρόνια, επανακάμπτουν κατά καιρούς στο (κουρασμένο) μυαλό των Αμερικανών σεναριογράφων. Όπως και να το κάνουμε είναι η σίγουρη λύση στο δημιουργικό τους αδιέξοδο… Βέβαια κανείς δε λέει όχι σε μια καλή ταινία, όσο κορεσμένο και αν είναι το θέμα της. Όμως η τελευταία ταινία του αμφιλεγόμενου Lee Daniels (Precious/2009, The Paperboy/2012), όχι μόνο δεν είναι μια καλή ταινία, αλλά εκτός των άλλων φαίνεται σε κάθε στιγμή να ζητιανεύει ξεδιάντροπα τη συμμετοχή της στο Οσκαρικό πανηγύρι.
Βεβαίως το σενάριο του The Butler ή μάλλον για μεγαλύτερη ακρίβεια, του Lee Daniels’ the Butler (αφού μετά από δικαστική διαμάχη απαγορεύτηκε στην εταιρία παραγωγής της ταινίας η χρησιμοποίηση του πρώτου τίτλου, μια και αυτός εμφανίζεται σε βουβή ταινία του 1916!!), βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Πρόκειται για τη ζωή του Eugene Allen (στην ταινία Cecil Gaines), ενός μαύρου που προσελήφθη στο Λευκό Οίκο ως μπάτλερ το 1957 και παραμένοντας εκεί για τριάντα περίπου χρόνια, γνώρισε 8 διαφορετικούς προέδρους των ΗΠΑ και έζησε από κοντά μεγάλα γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας, από τη δολοφονία του John F.Kennedy και του Martin Luther King Jr., ως την ίδρυση της ριζοσπαστικής οργάνωσης των Μαύρων Πανθήρων, το Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate. Παράλληλα παρακολουθούμε τη ζωή του Cecil με την αλκοολική γυναίκα του και τους δυο γιους του, ο ένας από τους οποίους συμμετέχει ενεργά στον αγώνα των μαύρων για ίσα δικαιώματα με τους λευκούς, κάτι που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πατέρα του.

Τα προβλήματα με την ταινία του Daniels ξεκινούν από το σενάριο του Danny Strong. Αποσπασματικό, αλλά ταυτόχρονα φλύαρο και ανούσιο, από τη μια δεν πετυχαίνει να συνδέσει ικανοποιητικά τις χρονικές περιόδους στις οποίες επικεντρώνεται το φιλμ, από την άλλη δεν καταφέρνει να τοποθετήσει το Cecil και την οικογένεια του μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που διαδραματίζεται η ιστορία, δίνοντας σου πολλές φορές την εντύπωση ότι παρακολουθείς δυο διαφορετικές ταινίες. Ιστορικά γεγονότα που υποβαθμίζονται ή παρουσιάζονται εντελώς τηλεγραφικά, εναλλάσσονται με ανιαρές και -χωρίς λόγο- μακρόσυρτες συζητήσεις και οικογενειακές συγκεντρώσεις, ενώ μυθοπλαστικά ευρήματα προστίθενται στην αληθινή ιστορία για -υποτίθεται- δραματουργικούς λόγους (η μητέρα του πραγματικού Eugene Allen δεν βιάστηκε, ούτε ο πατέρας του δολοφονήθηκε, ενώ ο ένας στην πραγματικότητα γιος του, ούτε πήγε στο Βιετνάμ, ούτε υπήρξε ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων), ενώ στην πραγματικότητα ο μόνος σκοπός που εξυπηρετούν είναι η πρόκληση εύκολης συγκίνησης και η χειραγώγηση του θεατή. Και αν για όλα αυτά κανείς θα μπορούσε να προτάξει το ελαφρυντικό της μικρής διάρκειας μιας κινηματογραφικής ταινίας σε σχέση με τη μεγάλη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται, αυτό που είναι πραγματικά ασυγχώρητο είναι ότι το σενάριο δεν καταφέρνει να χτίσει ούτε έναν πραγματικά ενδιαφέροντα χαρακτήρα, που να αξίζει κανείς να ασχοληθεί μαζί του. Ακόμα και ο Cecil του Forest Whitaker, ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, κινείται στα όρια της απάθειας και της αδιαφορίας: η μετάβαση του από τη δουλικότητα και το φόβο ενός “μαύρου για το σπίτι”, στην ταξική και κοινωνική συνειδητοποίηση και η μετάλλαξη του σε έναν άνθρωπο που διεκδικεί με πάθος τα δικαιώματα του, δεν πείθει απολύτως κανέναν. Ο δεύτερος σημαντικότερος χαρακτήρας της ταινίας, η γυναίκα του Cecil που υποδύεται η Oprah Winfrey, σου δίνει την εντύπωση ότι το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής της είναι να πατήσει το πόδι της στο Λευκό Οίκο και μόλις αυτό τελικά επιτυγχάνεται, λύνονται ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα που περιστασιακά την απασχολούν. Κατά τ’ άλλα δε θα μπορούσε κανείς βέβαια να περιμένει από το Daniels να εντρυφήσει σε βάθος στους χαρακτήρες ιστορικών προσωπικοτήτων, που περνούν από το φιλμ για 2-3 λεπτά φιλμικού χρόνου, αλλά η διαχείριση τους, καθώς και οι αλλοπρόσαλλες επιλογές ηθοποιών, δημιουργούν χάρτινους χαρακτήρες-καρικατούρες, που πολλές φορές προκαλούν το γέλιο. Ο Eisenhower του Robin Williams μοιάζει ανήμπορος γεράκος, ο JFK του James Marsden άβγαλτο κολλεγιόπαιδο, ενώ ο Nixon του John Cusack θυμίζει το σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι (...). Εξαιρέσεις όπως οι Alan Rickman-Jane Fonda που υποδύονται πειστικά το ζεύγος Reagan, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τελικά το all-star cast της ταινίας, το μόνο που προσφέρει είναι ένα παιχνίδι του τύπου “μάντεψε το διάσημο” και αποπροσανατολίζει το θεατή από το όποιο ενδιαφέρον της ταινίας.

Βέβαια όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Lee Daniels,  που κινείται ανάμεσα στην τηλεοπτική μίνι σειρά και στο αφελές διδακτικό μανιφέστο για τα δικαιώματα των μαύρων. Με τηλεοπτικά πλάνα παλαιάς κοπής, παρακολουθώντας την ιστορία επιδερμικά, αλλά με υψωμένο συνεχώς το δάχτυλο προς το θεατή και με ένα αλλοπρόσαλλο μοντάζ που δείχνει να μην ξέρει τι είναι σημαντικό και τι όχι για την πλοκή, ο Daniels δεν καταφέρνει καν να γίνει προκλητικός όπως στο The Paperboy, αντίθετα χάνει το -όποιο- προσωπικό στιλ λάνσαρε (…). Το επίτευγμα του είναι  πραγματικά μοναδικό: κατορθώνει να μετατρέψει μια διαδρομή μισού αιώνα, με σταθμούς πολιτικοκοινωνικά γεγονότα τεράστιας σημασίας για τις ΗΠΑ, σε μια άνευρη και ανέμπνευστη σαπουνόπερα, που δεν προκαλεί ούτε στιγμή το ενδιαφέρον του θεατή. Είναι προφανές άλλωστε, ότι ο μοναδικός λόγος της δημιουργίας του φιλμ, ήταν η βραδιά των Όσκαρ. Αλλά μάλλον ούτε σ’ αυτήν πρόκειται να φτάσει όπως φαίνεται, τουλάχιστον με αξιώσεις, αφού η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δείχνει ότι δεν έπεισε ούτε καν τα γηραιά και συντηρητικά μέλη της Ακαδημίας. Ευτυχώς!

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ότι και να πει κανείς είναι λίγο! Ο Lee Daniels μας προσφέρει μια ανάλατη σούπα, που δεν μπορεί να πείσει κανέναν, αχρηστεύοντας ένα κατά τ’ άλλα αξιόλογο πρωτογενές υλικό. Προτιμήστε το αντίστοιχης θεματολογίας, αλλά πολύ ανώτερο 12 Years a Slave

3/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου