Πέρασε και δεν ακούμπησε…
2013, UK/USA, 99 min
Ελληνικός Τίτλος: Stoker
Σκηνοθεσία: Chan-wook Park/Σενάριο: Wentworth Miller/Παίζουν: Mia Wasikowska, Nicole Kidman, Matthew
Goode, Phyllis Somerville, Alden Ehrenreich, Jacki Weaver, Dermot Mulroney
Η νεαρή και απόμακρη Ίντια περνά μια πολύ δύσκολη φάση της ζωής της.
Ο πατέρας της έχει μόλις σκοτωθεί σε ένα περίεργο δυστύχημα, ενώ η σχέση της με
τη νευρωτική μητέρα της πάει από το κακό στο χειρότερο. Η Ίντια κλείνεται όλο
και περισσότερο στον εαυτό της, μη μπορώντας να βρει διαύλους επικοινωνίας ούτε
με τους συνομήλικους της. Η ξαφνική άφιξη του γοητευτικού θείου Τσάρλι, αδερφού
του πατέρα της, την ύπαρξη του οποίου η Ίντια αγνοούσε, αλλάζει τις ισορροπίες.
Ο Τσάρλι γοητεύει και τις δυο γυναίκες, ενώ η Ίντια σταδιακά ανακαλύπτει ότι ο
θείος της καταδιώκεται από ένα πολύ σκοτεινό παρελθόν. Η ανακάλυψη αυτή όμως δείχνει
να τη γοητεύει ακόμα περισσότερο…
Ήταν προφανές ότι κάποια στιγμή ο
σημαντικός Κορεάτης σκηνοθέτης Chan-wook Park θα
εξαργύρωνε την εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία της περίφημης τριλογίας της
εκδίκησης (Η τελευταία εκδίκηση/2002, Oldboy/2003, Η εκδίκηση μιας κυρίας/2005) με ένα καλοπληρωμένο
συμβόλαιο στο Χόλιγουντ. Η πρώτη του αμερικανική ταινία, Stoker, σε σενάριο του Wentworth Miller (του
πρωταγωνιστή του Prison Break),
είναι ένα βίαιο ψυχολογικό θρίλερ που φιλοδοξεί να βαδίσει στα χνάρια του
μεγάλου Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Πράγματι οι αναφορές στο αριστούργημα του Χιτς “Shadow of a Doubt”/Στη σκιά μιας υποψίας
(βλ. κριτική) είναι εμφανείς από τα πρώτα λεπτά: πρόκειται ουσιαστικά για μια ακόμα
ταινία σεξουαλικής ενηλικίωσης, που βέβαια ο Park προσπαθεί να φέρει στα δικά του
μέτρα. Η μοναχική και απόμακρη Ίντια θα
μπορούσε να είναι μια μετεξέλιξη της ηρωίδας της ταινίας του Χίτσκοκ, ενώ ο
θείος Τσάρλι –εκτός ότι μοιράζεται το ίδιο όνομα με τον πρωταγωνιστή της πρώτης
ταινίας- κουβαλάει κι αυτός ένα σκοτεινό και μυστηριώδες παρελθόν. Πέρα απ’
αυτά υπάρχουν διάφορες αναφορές σε άλλες ταινίες του Χίτσκοκ και ιδιαίτερα στο
Ψυχώ (μια μύγα ζουζουνίζει έξω από
το παράθυρο του αυτοκινήτου του θείου Τσάρλι, ο ίδιος ο Τσάρλι που εμφανισιακά αδρά
παραπέμπει στο Νόρμαν Μπέιτς κλπ.). Παράλληλα με τις επιρροές του Χίτσκοκ όμως,
ο τίτλος της ταινίας (από το επώνυμο της οικογένειας) δε μπορεί παρά να
παραπέμπει στο Δράκουλα του Bram Stoker,
ενώ κάποιες σκηνές είναι θαρρείς βγαλμένες από τις πρόσφατη βαμπιρική μυθολογία
-χαρακτηριστικό παράδειγμα ο φόνος του Γουίπ (γιατί άραγε; )… Μέσα σ’ αυτό το μπαράζ
σινεφίλ αναφορών πάντως, ο Park προσπαθεί να αναδείξει τους άξονες της προσωπικής του
προβληματικής: νοσηρή ατμόσφαιρα στα όρια της διαστροφής, εξίσου νοσηροί και
αινιγματικοί χαρακτήρες, σεξουαλική ένταση, υποβόσκουσα βία με έντονα
ξεσπάσματα. Όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει
κανείς για να μπορέσουν όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία να συνυπάρξουν αρμονικά
σε μια ταινία και να μην καταλήξουν ξεκάρφωτα και αχρείαστα ευρήματα,
χρειάζεται ένα στιβαρό και μεστό σενάριο και μια εξίσου εμπνευσμένη σκηνοθεσία.
Δυστυχώς όμως ο Wentworth Miller χάνει από την αρχή το παιχνίδι… σεναριακές τρύπες παντού, αλλοπρόσαλλοι
χαρακτήρες που δεν υποστηρίζονται από το σενάριο και δεν πείθουν με τίποτα, κάποιες
ξέμπαρκες νότες ψυχανάλυσης και δυο τρεις επαναλαμβανόμενοι προφανείς
συμβολισμοί (τα παπούτσια που γίνονται γόβες κλπ.), προβλέψιμοι και βαρετοί
διάλογοι και εξίσου προβλέψιμη εξέλιξη… ο δε Park πάλι δείχνει να μην ενδιαφέρεται
καθόλου για όλα αυτά… επικεντρώνει την προσοχή του στο οπτικό αποτέλεσμα και
μόνο –το οποίο ώρες ώρες είναι εντυπωσιακό, χωρίς να ασχοληθεί καθόλου με την
ουσία… έντονες χρωματικές αντιθέσεις, παιχνίδια
με την κάμερα, απειλητική ηχητική μπάντα αυξομειούμενης έντασης, νευρώδες μοντάζ
αλλά με συνεχείς εναλλαγές εικόνων χωρίς ειρμό και λογική, κοντινά καδραρίσματα
σε αντικείμενα που υποτίθεται ότι αυξάνουν την ένταση, λουλούδια που αλλάζουν
χρώμα, μια λάμπα που κινείται πέρα δώθε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αυγά που σπάνε
σαν σε μέρος μιας θρησκευτικής τελετουργίας, όλα αυτά ενώ αρχικά δημιουργούν
προσδοκίες για τη συνέχεια και εντυπωσιάζουν, περνώντας η ώρα καταρρέουν σαν ένας
πύργος από τραπουλόχαρτα, όταν καταλαβαίνεις ότι μόνο αυτό θα βλέπεις ως το
τέλος. Και πράγματι αυτή είναι και η μόνη φιλοδοξία του Park: να δημιουργήσει έναν ζωγραφικό
πίνακα απόλυτης αλλά ψυχρής ομορφιάς, να κάνει μια ταινία με στόχο να
εντυπωσιάσει οπτικά με το αψεγάδιαστο στιλ της, αλλά αυτό που πετυχαίνει τελικά
είναι να δημιουργήσει μια πολύχρωμη φούσκα που όταν σκάσει με θόρυβο δε θα
μείνει τίποτα που να μας τη θυμίζει. Ανασφάλεια; Ματαιοδοξία; Αυτό μένει να
αποδειχτεί στο μέλλον…
Οι χαρακτήρες της ταινίας και
κατά συνέπεια οι ηθοποιοί που τους υποδύονται μένουν μετέωροι μπροστά σ’ αυτό
το στιλιστικό παραλήρημα. Η Mia Wasikowska πάντως προσπαθεί περισσότερο απ’ όλους, αλλά δεν αποφεύγει
την τυποποίηση αφού από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας έχει το ίδιο
απόκοσμο βλέμμα χωρίς σχεδόν καμιά έξαρση. Η Nicole Kidman επιστρατεύει πολλές φορές τη
γνωστή υπερβολή που τη χαρακτηρίζει στις τελευταίες εμφανίσεις της, όμως εν
μέρει δικαιολογείται αφού ο χαρακτήρας της κινείται στα όρια της καρικατούρας. Ο
δε Matthew Goode – ο χειρότερος όλων- περιφέρει την υποτιθέμενη γοητεία του
με ένα άνευρο μπλαζέ υφάκι και δεν πείθει με τίποτα ως επικίνδυνος ψυχοπαθής.
Πάντως σοβαρή κριτική για τις ερμηνευτικές επιδόσεις των πρωταγωνιστών δε μπορεί
να γίνει, αφού η σχεδόν πλήρης απουσία σεναριακής στήριξης και αιτιολόγησης των πράξεων τους, τους στερεί τη δυνατότητα για μια πραγματικά καλή
ερμηνεία.
Είναι φανερό ότι ο Chan-wook Park αγαπά
το Χίτσκοκ. Είναι όμως ηλίου φαεινότερο ότι η αγάπη και ο θαυμασμός για το έργο
του Χίτσκοκ δεν αρκούν για να κάνει κανείς μια μεγάλη ταινία. Ειδικά όταν το
σενάριο σου είναι τουλάχιστον ανεπαρκές, σε σχέση με τα δουλεμένα λέξη προς λέξη
σενάρια των ταινιών του Χιτς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η πρώτη αμερικανική ταινία του Chan-wook Park είναι ένα εξωφρενικά στιλιζαρισμένο
δημιούργημα , με ένα παντελώς ανεπαρκές σενάριο και καμία απολύτως ουσία. Ίσως
μια πρόσκαιρη απόλαυση για τον αμφιβληστροειδή κάποιων, αλλά τίποτα παραπάνω.
3,5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου