Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

14/5/13

Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού

Πείνα...

2012, Ελλάδα, 80 min
Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος/Σενάριο: Έκτορας Λυγίζος /Παίζουν: Γιάννης Παπαδόπουλος, Λίλα Μπακλέση, Κλεοπάτρα Περάκη, Βαγγέλης Κομματάς, Χαράλαμπος Γωγιός

Ένας 22χρονος νέος (Γιάννης Παπαδόπουλος) ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα της Αθήνας του σήμερα, μαζί με ένα καναρίνι. Βρίσκεται σε τρομερό οικονομικό αδιέξοδο. Οι προσπάθειες του να βρει δουλειά είναι αποτυχημένες, ενώ οι απλήρωτοι λογαριασμοί συσσωρεύονται. Σταδιακά φτάνει στο έσχατο σημείο της πείνας, καταλήγοντας να μοιράζεται με το καναρίνι του τα σπόρια με τα οποία αυτό τρέφεται. Παρ’ όλα αυτά όμως προσπαθεί και καταφέρνει να μην χάσει ποτέ την αξιοπρέπεια του…
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Έκτορα Λυγίζου με αξιοπρόσεκτη διεθνή καριέρα σε πάνω από 30 κινηματογραφικά φεστιβάλ, είναι αυτό που κοινότοπα θα αποκαλούσε κάποιος μια δυνατή γροθιά στο στομάχι. Εμπνευσμένο εν πολλοίς από το μυθιστόρημα “Η πείνα” του Νορβηγού Knut Hamsun, που γράφτηκε στο μακρινό 1890 και γνώρισε δύο τουλάχιστον κινηματογραφικές μεταφορές (1966, 1991), η ταινία αποτελεί μια ωμή, ρεαλιστική καταγραφή των συνεπειών της ελληνικής οικονομικής κρίσης, παράλληλα όμως και έναν ύμνο στην προσπάθεια ενός ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος, διατηρώντας την αξιοπρέπεια του κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες.

Ο ήρωας του Λυγίζου είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν ανήκει σε καμιά από τις γνωστές “ομάδες υψηλού κινδύνου”, γι αυτό προκαλεί την ανησυχία και το ενδιαφέρον του θεατή. Είναι πρακτικά ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ζει μόνος του από επιλογή (;). Όπως μπορεί κανείς να καταλάβει, προέρχεται από μια μάλλον εύπορη οικογένεια, με την οποία   όμως δεν τον συνδέει   πια τίποτα, εκτός από μερικές φωτογραφίες στον υπολογιστή του  και κάποια βουβά τηλεφωνήματα προς τη μητέρα του. Έχει μια καλλιεργημένη φωνή κόντρα-τενόρου, δεν μπορεί όμως να την αξιοποιήσει βρίσκοντας δουλειά. Καταφέρνει όμως να βρει μια δουλειά σε μια τηλεφωνική εταιρία, την οποία όμως εγκαταλείπει, αφού αυξάνει το προσωπικό του αδιέξοδο. Η πείνα του σταδιακά γίνεται τόσο έντονη σε βαθμό που επηρεάζει και τον ψυχικό του κόσμο. Δεν ζητιανεύει ποτέ. Τρέφεται από πεσμένα σύκα από τη συκιά του ακάλυπτου, από λίγη ζάχαρη που κλέβει από ένα γέρο γείτονα και τελικά από την τροφή του καναρινιού του, πάντα όμως μοιράζεται  την όποια τροφή του με το πουλί. Περιπλανώμενος  στην Αθήνα παρακολουθεί και ερωτεύεται μια κοπέλα η οποία προσπαθεί να τον βοηθήσει, αλλά τελικά η συμπεριφορά του την τρομάζει και την απομακρύνει. Η προφανής ανάγκη του για επικοινωνία και αγάπη επικαλύπτεται από την πείνα του, που παραλύει όλες του τις αισθήσεις.

Ο Λυγίζος δεν ενδιαφέρεται για τις αιτίες που οδήγησαν τον ήρωα του σ’ αυτήν την κατάσταση. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το τώρα, η πείνα του ήρωα δηλαδή και η προσπάθεια του να επιβιώσει, κρατώντας όμως ζωντανή την ανθρωπιά του.  Όπως λέει και ο ίδιος σε μια συνέντευξη του, η πείνα είναι κινητήρια δύναμη, ενώ η αξιοπρέπεια και ο εγωισμός είναι εχθροί του ήρωα, γιατί δεν του επιτρέπουν να μιλήσει για το πρόβλημα του, να εκτεθεί δηλαδή συναισθηματικά. Με αριστοτεχνική χρήση της κάμερας στο χέρι, σφιχτό μοντάζ και ελάχιστο διάλογο, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί στενά τον πρωταγωνιστή του, σχεδόν χορογραφώντας  κάθε του κίνηση. Όπως το ταραγμένο μυαλό του αγοριού είναι μετέωρο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την παραίσθηση, έτσι και ο Λυγίζος ακροβατώντας ανάμεσα στη ρεαλιστική -ως ωμή καμιά φορά- απεικόνιση της ζωής του ήρωα και στην αλληγορία (χρησιμοποιώντας κάποιους ομολογουμένως προφανείς αλλά εύστοχους συμβολισμούς – το πουλί στο κλουβί/το αγόρι στο “κλουβί”, η προβολή του αγοριού στο καναρίνι, η ελληνική σημαία σκεπάζει το κλουβί), χωρίς να καταφεύγει σε κουνήματα του δαχτύλου ή μελοδραματικά ξεσπάσματα, καταφέρνει να μας κρατά καρφωμένους στη θέση μας με τη δύναμη των εικόνων του και μόνο, ξεπερνώντας τις όποιες ενστάσεις ή απορίες για τις πράξεις και τις επιλογές του ήρωα, ειδικά όταν αυτές υπερβαίνουν το μέτρο. Απορίες βέβαια που προκύπτουν αβίαστα και δικαιολογημένα, αφού οι αναφορές στην προηγούμενη ζωή του αγοριού είναι ελάχιστες και δεν καλύπτουν ούτε τα απολύτως απαραίτητα που θα οδηγήσουν το θεατή στην ουσιαστική κατανόηση των κινήτρων και της ψυχολογίας του, πέρα από το άμεσο πρόβλημα του.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Λυγίζου όμως, είναι η επιλογή του Γιάννη Παπαδόπουλου για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Βοηθούμενος και από την εξωτερική του εμφάνιση δίνει μια πραγματικά συγκλονιστική ερμηνεία, παρ’ ότι η κάμερα τον ακολουθεί συνέχεια σε απόσταση αναπνοής. Από την εκπληκτική σκηνή της εκκλησίας ως και την πιο αμφιλεγόμενη στιγμή της ταινίας, του on camera -αχρείαστου- αυνανισμού του, αποπνέει τη συγκρατημένη θλίψη, την αθωότητα αλλά και την εσωτερική δύναμη ενός έκπτωτου αγγέλου του περιθωρίου, ενός παιδιού που προσπαθεί να επιβιώσει διατηρώντας αναλλοίωτη την ανθρωπιά του και καταφέρνει να αγγίξει την καρδιά και το μυαλό μας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τουλάχιστον πολλά υποσχόμενο αν όχι εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Έκτορα Λυγίζου, χωρίς αμφιβολία η καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς, “Tο αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού” καθηλώνει και σοκάρει με την δύναμη των εικόνων του.

7,5/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου