Ξανά;
2012, UK/USA, 128min
Ελληνικός Τίτλος: Μεγάλες Προσδοκίες
Σκηνοθεσία: Mike Newell/Σενάριο: David Nicholls/Παίζουν: Jeremy Irvine, Ralph Fiennes, Helena Bonham Carter, Robbie Coltrane, Holiday Grainger, Jason Flemyng, Olly Alexander, Sally Hawkins,Toby Irvine, Helena Barlow
Ο Πιπ (Jeremy Irvine) είναι ένας ορφανός
νεαρός που μεγαλώνει στην αγγλική επαρχία το 19ο αιώνα, υπό την
επίβλεψη της αυστηρής αδερφής του και του καλόκαρδου γαμπρού του. Η παιδική του
ηλικία στιγματίζεται από τη σύντομη συνάντηση του με ένα δραπέτη θανατοποινίτη,
το Μάγκουιτς (Ralph Fiennes).
Αργότερα βρίσκεται να περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της παράξενης μις Χάβισαμ (Helena Bonham Carter), όπου γνωρίζει και
ερωτεύεται την πανέμορφη αλλά ψυχρή Εστέλα. Όταν ο Πιπ ενηλικιώνεται, γίνεται
αποδέκτης μιας τεράστιας δωρεάς από κάποιον άγνωστο ευεργέτη, που σκοπό έχει να
τον μεταμορφώσει σε τζέντλεμαν. Ο Πιπ πηγαίνει στο Λονδίνο πιστεύοντας ότι πίσω
απ’ όλα αυτά κρύβεται η Μις Χάβισαμ, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι…
Τα αποσιωπητικά μάλλον είναι
περιττά, αφού οι περισσότεροι από μας έχουν έρθει με κάποιο τρόπο σε επαφή με
το γνωστότερο ίσως μυθιστόρημα του Charles Dickens, είτε διαβάζοντας το, είτε
έχοντας παρακολουθήσει κάποια από τις πολλές μεταφορές του στον κινηματογράφο,
το θέατρο ή την τηλεόραση. Ο Ντίκενς πάντα υπήρξε από τους πιο αγαπημένους
συγγραφείς των στούντιο, αφού τα βιβλία του διακρίνονται εκτός από την
“κινηματογραφική” τους πλοκή και για το προσεκτικό χτίσιμο των χαρακτήρων τους.
Ο μακρύς κατάλογος περιλαμβάνει 7 (!) προηγούμενες μεταφορές του βιβλίου στη
μεγάλη οθόνη, με γνωστότερη αυτή του 1946 από τον David Lean (John Mills, Martita Hunt, Alec Guinness, Jean Simmons), ενώ προηγήθηκαν δύο
μη ομιλούσες ταινίες (1917, 1922), η εκδοχή του 1934 με σκηνοθέτη τον Stuart Walker και
ακολούθησαν οι διασκευές του 1974 (Joseph Hardy/Michael York,
James Mason, Vera Miles), του 1989 (Kevin Connor/Anthony Hopkins, Jean Simmons) και η πιο πρόσφατη
και “πειραγμένη” του 1998 (Alfonso Cuarón/Ethan Hawke, Gwyneth Paltrow).
Φυσικά υπάρχουν ακόμα περισσότερες διασκευές του μυθιστορήματος για το θέατρο
και την τηλεόραση. Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο ο Mike Newell (Χορεύοντας
μ’ έναν ξένο, Μαγεμένος Απρίλης, 4 γάμοι και μια κηδεία, Χάρι Πότερ και το
κύπελλο της φωτιάς) αποφάσισε να παρουσιάσει και μια δική του εκδοχή παραμένει
αδιευκρίνιστος. Βέβαια κάθε καινούργια ματιά σε ένα κλασικό έργο είναι πάντα
καλοδεχούμενη, ακόμα κι αν αυτή ανήκει σε ένα σκηνοθέτη που όσο φρέσκος και
νεωτεριστής ήταν στην αρχή της καριέρας του, τόσο κουρασμένος και διεκπεραιωτικός
εμφανίζεται στις τελευταίες δουλειές του.
Όταν όμως αυτή η νέα ανάγνωση δεν έχει να προσθέσει τίποτα καινούργιο σ’ αυτά
που έχουν ήδη ειπωθεί στο παρελθόν, τότε πραγματικά η αναγκαιότητα της ύπαρξης
της αμφισβητείται.
Ο Newell επιλέγει
να μείνει προσκολλημένος στο ύφος και την πλοκή του βιβλίου, σκηνοθετώντας
εντελώς ακαδημαϊκά χωρίς νεωτερισμούς ή εκπλήξεις. Η αναπαράσταση της εποχής
είναι αξιοπρεπής, αλλά ανέμπνευστη και κοινότοπη. Ξεκινώντας την ιστορία του από
τη σκηνή του νεκροταφείου και τη συνάντηση του Πιπ με τον Μάγκουιτς, ο
σκηνοθέτης αναλώνεται στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια μάλλον
βαρετή και ανούσια περιγραφή της ζωής του ήρωα με την αδερφή του
και το γαμπρό του, τις επισκέψεις του στο σπίτι της μις Χάβισαμ και τη γνωριμία
του με την Εστέλα, ενώ στο δεύτερο μισό της ταινίας όταν ο Πιπ μεγαλώνει και εγκαθίσταται
στο Λονδίνο, όπου το σεναριακό υλικό είναι σαφώς ογκωδέστερο και πιο
ενδιαφέρον, η δομή της ταινίας γίνεται αποσπασματική και ο ρυθμός αυξάνει
αδέξια, ενώ οι αποκαλύψεις έρχονται σαν ριπές πολυβόλου. Παρακολουθώντας την
ταινία έχεις την αίσθηση ότι το σχέδιο του Newell ήταν να γυρίσει μια ταινία 4-5
ωρών, αλλά ξαφνικά ξέμεινε από χρόνο ή χρήμα και αναθεώρησε τα αρχικά του πλάνα(...).
Παρ’ ότι δε ολόκληρη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό ήρωα, ο Newell αποτυγχάνει
να αποδώσει πειστικά τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα του και την καταλυτική
επίδραση ορισμένων γεγονότων στην εξέλιξη
της προσωπικότητας του. Οι Μεγάλες Προσδοκίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα
παραμύθι ενηλικίωσης: το πέρασμα του Πιπ από την εφηβεία στην ωριμότητα, η
ξαφνική επαφή του με το χρήμα, η σχέση του με την Εστέλα και οι αρνητικές
επιπτώσεις της επάνω του, η φιλία του με τον Χέρμπερτ Πόκετ και η πατρική σχέση
του με τον Τζο, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως υλικό για να χτίσει κανείς ένα χαρακτήρα,
δυστυχώς όμως η προσέγγιση του Newell είναι μόνο επιφανειακή, χωρίς καμιά διάθεση να ψάξει πέρα
από το προφανές. Συνυπεύθυνος γι’ αυτό βέβαια, είναι και ο Jeremy Irvine, ο οποίος δεν έχει την
πείρα ή ίσως και το ταλέντο για να σηκώσει στις πλάτες του ένα τέτοιο ρόλο -αφού
ουσιαστικά ολόκληρη η ταινία είναι χτισμένη πάνω του, παραμένοντας άχρωμος,
ξύλινος και ανέκφραστος σ’ όλη τη
διάρκεια της. Αναπόφευκτα, οι υπόλοιποι
ενδιαφέροντες χαρακτήρες του βιβλίου παραμένουν στη σκιά, χάρτινοι και
μονοδιάστατοι: ο Ralph Fiennes χτίζει βέβαια έναν απολαυστικό Μάγκουιτς, αλλά απ’ αυτόν δε
θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο. Η Helena Bonham Carter, από τη μια μάλλον δεν ταιριάζει ηλικιακά στο ρόλο της μις
Χάβισαμ, από την άλλη με τη γνωστή υπερβολή που τη διακρίνει, φτάνει το ρόλο
στα όρια της καρικατούρας. Εντελώς απαρατήρητη περνά η Holiday Grainger στο
ρόλο της Εστέλα, κάτι που όμως συμβαίνει και με την ηρωίδα που υποδύεται (…),
καθώς η παρουσία της εξαντλείται σε κάποια απόκοσμα καδραρίσματα της ψυχρής
ομορφιάς της. Τέλος φιλότιμες προσπάθειες κάνουν ο Robbie Coltrane στο
ρόλο του δικηγόρου Τζάγκερς και ο Olly Alexander στο ρόλο του Πόκετ, αλλά οι ρόλοι
τους παραμένουν απλή αναφορά στο σενάριο.
Όταν αποφασίζεις να μεταφέρεις
για πολλοστή φορά ένα πασίγνωστο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα στον
κινηματογράφο, θα περίμενε κανείς ότι θα προσπαθήσεις να του δώσεις μια νέα
πνοή, να το “πειράξεις” δημιουργικά, όπως προσπάθησε να κάνει ο Alfonso Cuarón
στην προηγούμενη βερσιόν ή ακόμα και ο Joe Wright στην πρόσφατη Anna Karenina, άσχετα αν τα
εγχειρήματα αυτά στέφθηκαν από επιτυχία… Ο Mike Newell αποφασίζοντας να ακολουθήσει την
πεπατημένη, μπαίνει αναπόφευκτα στη λογική των συγκρίσεων με το προ 70ετίας
αριστούργημα του David Lean και φυσικά βγαίνει αμέσως νοκ άουτ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ανέμπνευστη, διεκπεραιωτική και εν τέλει βαρετή μεταφορά
του μυθιστορήματος του Ντίκενς, χωρία κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης. Δείτε
καλύτερα ξανά τη βερσιόν του 1946…
4/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου