Μόνο το σασπένς δε φτάνει…
2013, USA, 134 min
Σκηνοθεσία: Paul Greengrass/Σενάριο: Billy Ray/Παίζουν: Tom Hanks, Barkhad Abdi, Catherine
Keener, Barkhad Abdirahman, Faysal Ahmed, Mahat M.Ali, David Warshofsky, Yul
Vazquez, Corey Johnson
Στις 8 Απριλίου 2009, το εμπορικό
πλοίο αμερικανικών και δανέζικων συμφερόντων Maersk Alabama, έπεσε θύμα πειρατείας στον Ινδικό ωκεανό, 240 ναυτικά
μίλια ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας και ενώ εκτελούσε ένα προγραμματισμένο
δρομολόγιο από το Oman προς τη Mombasa της Κένυα. Το πλοίο κατελήφθη αρχικά από τέσσερις Σομαλούς
πειρατές ηλικίας 17-19 ετών, αλλά όταν αυτοί συνάντησαν αντίσταση από τα μέλη
του πληρώματος, διέφυγαν με μια σωσίβια λέμβο παίρνοντας μαζί τους όμηρο τον
καπετάνιο του πλοίου Richard Phillips
και στη συνέχεια ζήτησαν λύτρα για την απελευθέρωση του. Ο Phillips τελικά
απελευθερώθηκε μετά από μια συντονισμένη επιχείρηση των αμερικανικών ειδικών
δυνάμεων και αργότερα κατέγραψε την περιπέτεια του στο βιβλίο του, A Captain’s Duty: Somali Pirates, Navy SEALs and Dangerous Days at Sea, το 2010.
Όπως ήταν φυσιολογικό, η ιστορία
του, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη των ΗΠΑ, εκτός των άλλων γιατί ήταν η πρώτη
πειρατεία σε πλοίο αμερικανικών συμφερόντων που αναφέρθηκε μετά από 200 χρόνια,
ήταν θέμα χρόνου να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ο Billy Ray διασκεύασε
το βιβλίο του Phillips,
ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Paul Greengrass.
Έχοντας στο βιογραφικό του ταινίες που διακρίνονται για την καταιγιστική τους
δράση όπως τα The Bourne Supremacy/Στη
Σκιά των Κατασκόπων (2004) και The Bourne Ultimatum/Το
Τελεσίγραφο του Μπορν (2007), αλλά και το ρεαλιστικό χρονικό της σφαγής των
Ιρλανδών από τους Άγγλους το 1972, Bloody Sunday/Ματωμένη Κυριακή (2002), ο Greengrass φάνταζε
ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Δυστυχώς όμως το Captain Phillips είναι
κατά πολύ κατώτερο του αναμενόμενου και όσον αφορά την πρώτη ανάγνωση του φιλμ,
αφού η δημιουργία του σασπένς αποδεικνύεται αυτοσκοπός, αλλά και σε δεύτερο
επίπεδο αφού ο Greengrass δεν τολμά ή δεν θέλει να αναδείξει την ιστορία του σαν μέρος
ενός ευρύτερου πολιτικοκοινωνικού προβλήματος.
Πάντως το πρώτο μέρος της ταινίας
είναι ένα πραγματικό σκηνοθετικό μάθημα δημιουργίας ατμόσφαιρας και σασπένς: ο Greengrass ξέρει
πολύ καλά να χτίζει υπόγεια την ένταση, υπογραμμίζοντας -ασήμαντες για πολλούς-
λεπτομέρειες. Κάποια απειλητικά e-mail που
λαμβάνει ο Phillips για την έξαρση της πειρατείας στην περιοχή, ανήσυχα βλέμματα
και ασυνήθιστη ένταση σε καθημερινές συζητήσεις, κάποιες ασκήσεις ετοιμότητας,
προαναγγέλουν την καταιγίδα που πλησιάζει και έρχεται τελικά με την καταδίωξη
και την κατάληψη του πλοίου από τους πειρατές, σε μια εξαιρετική σκηνή, όπου ο Greengrass ξεδιπλώνει
τη σκηνοθετική του δεξιοτεχνία. Εναλλασσόμενα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των
πρωταγωνιστών, σφιχτό μοντάζ, ντοκιμαντερίστικη αφήγηση και κάμερα στο χέρι – το σήμα κατατεθέν του
σκηνοθέτη, ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη και προδιαθέτουν για μια
συγκλονιστική συνέχεια. Από τα μέσα της ταινίας όμως, όταν οι πειρατές
αποχωρούν από το πλοίο παίρνοντας όμηρο τον καπετάνιο και η δράση περιορίζεται
στα λίγα τετραγωνικά μέτρα μιας σωσίβιας λέμβου, ο Greengrass χάνει
το παιχνίδι. Ενώ θα περίμενε κανείς μια υποτυπώδη έστω σύγκρουση των δυο
κεντρικών χαρακτήρων, αντίθετα παρακολουθούμε απλώς ένα ατέρμονο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (όπου περιέργως γάτα είναι ο καπετάνιος και ποντίκια οι πειρατές). Ο Greengrass περιορίζεται να ανακυκλώνει το σασπένς και την
αγωνία σε μικρά επαναλαμβανόμενα περιστατικά που δεν εξυπηρετούν τίποτα και θα
μπορούσαν εύκολα να έχουν κοπεί στο μοντάζ. Οι εξελίξεις είναι προβλέψιμες, οι διάλογοι ξύλινοι
και κλισέ, ενώ το τέλος που έρχεται με μια μοδάτη -αλά war game- επιχείρηση διάσωσης,
προδιαγεγραμμένο.
Ο Greengrass επιλέγει
συνειδητά να αποστασιοποιηθεί από την πολιτική χροιά της ιστορίας και να επικεντρωθεί
στον ανθρώπινο παράγοντα, στην ψυχολογία ενός απλού ανθρώπου -ενός (αντι)ήρωα κατά
λάθος- που περνώντας μια δοκιμασία οδηγείται στα όρια του και στο φόβο που
σταδιακά παραλύει το σώμα και το νου. Σεβαστή αν και περίεργη επιλογή, αφού
όταν κανείς αποφασίζει να διηγηθεί μια αληθινή ιστορία, τουλάχιστον οφείλει να
την τοποθετήσει στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται, ειδικά
όταν μιλάμε για ένα φαινόμενο όπως την πειρατεία εμπορικών πλοίων, που έχει
καταστεί σύγχρονη μάστιγα με πολλές πολιτικές αλλά και ηθικές προεκτάσεις. Τα
πώς και τα γιατί όμως δεν ενδιαφέρουν τον Greengrass. Βέβαια κανείς δε θα είχε την απαίτηση να
παρακολουθήσει ένα φιλμ-μανιφέστο κατά της παγκοσμιοποίησης και του τρόπου λειτουργίας
του σύγχρονου καπιταλισμού ή μια ενδελεχή ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών
συνθηκών που επικρατούν σε πολλά κράτη της Αφρικής, με αποτέλεσμα νεαρά παιδιά
όπως οι πειρατές της ιστορίας να μεγαλώνουν χωρίς ελπίδα, σε συνθήκες απόλυτης
φτώχειας και εξαθλίωσης και να γίνονται εύκολα θύματα του συστήματος. Από αυτή
την ακραία -για τα δεδομένα του Χόλιγουντ- πολιτική προσέγγιση όμως, μέχρι να
φτάσουμε στο σημείο η ταινία να θυμίζει γουέστερν της δεκαετίας του ’40-’50,
όπου ο καλός καπετάνιος πέφτει θύμα των κακών (αλλά και αφελών μέχρι βλακείας) Ινδιάνων-πειρατών
και σώζεται με την επέμβαση του ιππικού, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Οι ρόλοι
έχουν καθοριστεί από την αρχή και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες παραμένουν
οχυρωμένοι πίσω από τις ταμπέλες του καλού και του κακού που τους αποδόθηκαν,
καταντώντας γραφικές καρικατούρες μιας άλλης εποχής. Ο καλός καπετάνιος θα
γυρίσει στην οικογένεια του, ενώ οι ξυπόλυτοι ξεδοντιάρηδες πειρατές θα
καταλήξουν εκεί που τους αξίζει, στα βάθη του Ινδικού ωκεανού ή έστω μιας
αμερικανικής ομοσπονδιακής φυλακής (αφού τους διαβαστούν βέβαια πρώτα τα δικαιώματα
τους…). Στην εποχή των 50 αποχρώσεων του γκρι (...), θα περίμενε κανείς μια πολιτικά
ορθότερη αντιμετώπιση του θέματος από τον Paul Greengrass. Όταν μάλιστα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, υπάρχει η
αντίστοιχης θεματολογίας ταινία του Tobias Lindholm, Kapringen/Πειρατεία
στον Ωκεανό (2012, Χρυσός Αλέξανδρος Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), που όσο κεφάλαιο
για τη δημιουργία εντυπωσιακών σκηνών της λείπει, τόσο μυαλό, νηφαλιότητα και
ευαισθησία διαθέτει, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να δει κανείς το Captain Phillips. Ίσως ο μοναδικός
λόγος να είναι το δεκάλεπτο ερμηνευτικό ξέσπασμα του Tom Hanks στο
τέλος της ταινίας, που αποδεικνύει πραγματικά πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι.
Φτάνει όμως μόνο αυτό;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Παρ’ όλες τις υψηλές προσδοκίες που δημιουργεί στο
πρώτο μέρος της, το Captain Phillips δεν καταφέρνει τελικά να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ούτε
σαν μια ταινία αμιγούς δράσης και σασπένς, ούτε -πολύ περισσότερο- σαν ένα πολιτικό
σχόλιο για μια μάστιγα των καιρών μας.
4,5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου