Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1/10/13

Night Train to Lisbon

Ανάλατη Επανάσταση

2013, Germany/Switzerland/Portugal, 111 min
Ελληνικός Τίτλος: Νυχτερινό Τρένο για τη Λισσαβώνα
Σκηνοθεσία: Bille August/Σενάριο: Greg Latter/Παίζουν: Jeremy Irons, Jack Huston, Mélanie Laurent, Martina Gedeck, Tom Courtenay, Bruno Ganz, Christopher Lee, Charlotte Rampling, Lena Olin, August Diehl, Marco D’Almeida

Στους κινηματογράφους από 3/10/2013

Ένα βροχερό πρωινό στη Βέρνη, ο καθηγητής Ρέιμουντ Γκρεγκόριους (Jeremy Irons) σώζει μια μυστηριώδη κοπέλα που προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Την παίρνει μαζί του, αλλά σε ανύποπτο χρόνο αυτή εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω της ένα κόκκινο παλτό. Στην τσέπη του παλτού ο Γκρεγκόριους βρίσκει δυο εισιτήρια τρένου για τη Λισσαβώνα και ένα βιβλίο του Πορτογάλου γιατρού Αμεντέου ντο Πράντο (Jack Huston), που περιγράφει τη ζωή του 40 χρόνια πριν, όταν συμμετείχε στην αντίσταση κατά του δικτάτορα της Πορτογαλίας Σαλαζάρ. Συνεπαρμένος από το βιβλίο και την προσωπικότητα του συγγραφέα, ο Γκρεγκόριους παίρνει το τρένο για τη Λισσαβώνα και προσπαθεί να ανασυνθέσει τη ζωή του Αμεντέου, μέσα από συναντήσεις με τους άλλους πρωταγωνιστές του δράματος…
Βασισμένο στο ομότιτλο μπεστ-σέλερ του Ελβετού Pascal Mercier, το “Night Train to Lisbon” είναι η τελευταία ταινία του Δανού Bille August (Πέλε ο Κατακτητής/1987, Το Σπίτι των Πνευμάτων/1993, Οι Άθλιοι/1998), ο οποίος φαίνεται να έχει αποκτήσει ειδικότητα στη μεταφορά βιβλίων στον κινηματογράφο, αφού το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του αποτελείται από τέτοιες μεταφορές. Το υλικό που έχει στα χέρια του δείχνει εκ πρώτης όψεως αρκετά ενδιαφέρον και κινηματογραφικό (ο ήρωας της ταινίας επιχειρώντας ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία και τη συνειδητοποίηση, έρχεται σε επαφή με την πρόσφατη πορτογαλική ιστορία και τον αγώνα κατά του δικτάτορα Σαλαζάρ, ενώ σε δεύτερο πλάνο παρακολουθούμε τη ζωή του Πορτογάλου γιατρού και συγγραφέα Αμεντέου ντο Πράντο πριν 40 χρόνια, που εμπλέκεται στην αντίσταση κατά της χούντας, αλλά και σε ένα μοιραίο ερωτικό τρίγωνο). Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η δράση εκτυλίσσεται στη Βέρνη και κυρίως στη Λισσαβώνα, δυο πόλεις ικανές να δημιουργούν από μόνες τους κινηματογραφική ατμόσφαιρα, ο πήχης των προσδοκιών αυτομάτως ανεβαίνει. Κι όμως, αυτό που εισπράττει κανείς μετά την παρακολούθηση του φιλμ είναι μια μεγάλη απογοήτευση.

Ο August  επιλέγει την τεχνική της ταινίας μέσα στην ταινία, με τη χρήση συνεχών φλας-μπακ  για να διηγηθεί την ιστορία του. Και στα δυο μέρη του φιλμ, η λέξη κλειδί είναι η επανάσταση: η προσωπική επανάσταση του καθηγητή Γκρεγκόριους στο παρόν, που αφήνει πίσω του την τακτοποιημένη και ανούσια ζωή του συνεπαρμένος από τις ζωές των ηρώων του βιβλίου που διαβάζει και η συλλογική επανάσταση του πορτογαλικού λαού κατά του δικτάτορα Σαλαζάρ (η Επανάσταση των Γαρυφάλλων) στο παρελθόν. Επανάσταση όμως σημαίνει πάθος, φλόγα, δύναμη ψυχής. Παρ’ όλα αυτά ο  August δεν ανεβάζει τους τόνους ποτέ, ούτε καν στην υποτιθέμενη κορύφωση της ιστορίας. Κινηματογραφεί ακαδημαϊκά, αποστασιοποιημένα, επίπεδα, χωρίς να καταφέρει ποτέ να μας κινήσει το ενδιαφέρον, παρ’ ότι στην οθόνη παρελαύνουν υπαρξιακά αδιέξοδα, λάιτ ψευδοφιλοσοφικά διλήμματα, επαναστατικά μανιφέστα, βασανιστήρια, φιλίες που δοκιμάζονται, μοιραία ερωτικά τρίγωνα, ακόμα και υπαινιγμοί για αιμομικτικές σχέσεις…  Όλα αυτά περνούν από μπροστά μας στη λογική του “ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει” με φόντο γραφικά πλάνα της Λισσαβώνας, στην ίδια -χαμηλή- ένταση και φαντάζουν αφόρητα βαρετά, θυμίζοντας τηλεοπτικές σειρές περασμένων δεκαετιών. Πέρα απ’ αυτά όμως,  ο August αδυνατεί να δώσει πνοή στους χάρτινους ήρωες του, που παραμένουν μονοδιάστατοι και ψεύτικοι. Ο Jeremy Irons-Γκρεγκόριους, ένας διαπρεπής καθηγητής γλωσσολογίας που βρίσκεται σε υπαρξιακό αδιέξοδο, γοητεύεται τόσο από ένα βιβλίο γεμάτο από κοινότοπες και υπερφίαλες αμπελοφιλοσοφίες (…), που παρατάει εν ριπή οφθαλμού τη βαρετή ζωή του και καταλήγει να περιφέρεται κουρασμένα στα σοκάκια της  Λισσαβώνας συναντώντας τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, χωρίς να μας πείσει ούτε στιγμή ότι εμπλέκεται συναισθηματικά στην υπόθεση, κρατώντας για τον εαυτό του τον ανούσιο ρόλο του αφηγητή-παρατηρητή. Από την άλλη μεριά, το υποτιθέμενο alter ego του, ο Jack Huston-Αμεντέου, ένας σαφώς πιο πολυδιάστατος και ενδιαφέρων χαρακτήρας χάνεται μέσα στις ανακολουθίες του σεναρίου… Τι ήταν τελικά ο Αμαντέου ντο Πράντο; Επαναστάτης ή έρμαιο των συγκυριών; Αφοσιωμένος επιστήμονας ή εγωιστής ερωτευμένος; Ηγέτης με άγνοια κινδύνου ή βολεμένος πίσω από τις ιδιαίτερες σχέσεις του με την εξουσία; Ότι και να ήταν δε θα το μάθουμε ποτέ, εκτός αν κάποιοι αποφασίσουν να διαβάσουν το βιβλίο του Mercier, που λογικά θα δίνει σαφέστερες απαντήσεις…

Το all star καστ που αποτελείται από ετερόκλητους ηθοποιούς (οι περισσότεροι απ’ αυτούς στη δύση της καριέρας τους) δεν προσφέρει τελικά τίποτα στην ταινία, μάλλον δε αφαιρεί μέρος της όποιας δυναμικής της, αφού όλοι αυτοί οι πάλαι ποτέ σταρ χρειάζονται κάποιο φιλμικό χρόνο για να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους, με αποτέλεσμα η ήδη χαλαρή πλοκή να ξεχειλώνει ακόμα περισσότερο. Εκτός του σταθερά καλού Jeremy Irons, που όμως η παρουσία του ακυρώνεται από το σενάριο και του συμπαθή Jack Huston (εγγονού του μεγάλου John), από την οθόνη περνάνε η Mélanie Laurent, η Martina Gedeck (Οι Ζωές των Άλλων), o Tom Courtenay, ο Bruno Ganz, ο Christopher Lee, η Charlotte Rampling, η Lena Olin, μιλώντας μάλιστα για κάποιον ακατανόητο λόγο αγγλικά με πορτογαλική προφορά, αγγίζοντας κάποιες στιγμές τα όρια του γελοίου. Μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα είναι απίστευτα κακοί ερμηνευτικά, όπως ο Bruno Ganz σε εμφάνιση-καρικατούρα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Μετριότατη, σχεδόν αδιάφορη και βαρετή μεταφορά στην οθόνη του μπεστ-σέλερ του Pascal Mercier. Μια ταινία που ενώ θα περίμενε κανείς να ξεχειλίζει από πάθος και ένταση, καταλήγει να είναι μια χλιαρή και άνοστη σούπα…

3/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου