Ο σκοπός (δεν) αγιάζει τα μέσα
2013, USA, 153 min
Ελληνικός Τίτλος: Prisoners
Σκηνοθεσία: Denis Villeneuve/Σενάριο: Aaron Guzikowski /Παίζουν: Hugh Jackman, Jake Gyllenhaal,
Paul Dano, Terrence Howard, Maria Bello, Viola Davis, Melissa Leo
Στους κινηματογράφους από 10/10/2013
Σ’ ένα προάστιο της Φιλαδέλφεια,
ο Κέλερ (Hugh Jackman)
και ο Φράνκλιν (Terrence Howard)
γιορτάζουν μαζί με τις οικογένειες τους την Ημέρα των Ευχαριστιών. Μετά το
φαγητό, προς το τέλος της μέρας ο Κέλερ ανακαλύπτει ότι τα δυο μικρότερα
κορίτσια των δυο οικογενειών έχουν εξαφανιστεί. Ο προφανής ύποπτος για την
απαγωγή είναι ο Άλεξ (Paul Dano)
ένας νεαρός που μένει με τη θεία του (Melissa Leo) και το τροχόσπιτο του βρισκόταν για
αρκετή ώρα έξω από το σπίτι. Μετά από σύντομη έρευνα, ο ντετέκτιβ Λόκι (Jake Gyllenhaal) συλλαμβάνει τον
Άλεξ, αλλά στην ανάκριση καταλαβαίνει ότι έχει IQ μικρού
παιδιού και τον αφήνει ελεύθερο. Ο Κέλερ όμως δε συμφωνεί με την άποψη του Λόκι
και αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια του με απρόβλεπτες συνέπειες…
Η νέα ταινία του γαλλοκαναδού Denis Villeneuve είναι
η πρώτη που γυρίζει ο σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ, εξαργυρώνοντας την τεράστια καλλιτεχνική
επιτυχία των προηγούμενων ταινιών του, του “Polytecnique”(2009) και κυρίως του “Incendies”/Μέσα στις Φλόγες (2010) που
έφτασε να διεκδικεί το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Villeneuve ολοκληρώνει με το Prisoners μια τριλογία
- σπουδή πάνω στη βία και την επίδραση της
στο μέσο άνθρωπο. Και αν στο Polytecnique
μιλά για την τυφλή βία που οδήγησε στη σφαγή 14 γυναικών σε ένα πανεπιστήμιο του
Καναδά και στο Incendies για τη βία που εκπορεύεται από το θρησκευτικό φανατισμό και διαλύει ακόμα και τους
οικογενειακούς θεσμούς , στο Prisoners η βία ξεπηδά σαν εσωτερική παρόρμηση από έναν κατά τ’ άλλα φιλήσυχο (;) οικογενειάρχη όταν απάγεται
το παιδί του.
Ο Villeneuve είναι
φανερό ότι ξέρει καλά τον τρόπο να διηγηθεί μια ιστορία. Με αργό αλλά σταθερό
πάντα ρυθμό και στα 153 λεπτά της ταινίας, ένα ελλειπτικό στιλ αφήγησης που
αυξάνει προοδευτικά το σασπένς και με τη βοήθεια της υπέροχης φωτογραφίας του Roger Deakins που αποτυπώνει
μουντές, υγρές εικόνες από ένα αμερικανικό προάστιο , χτίζει μια ζοφερή όσο και
αποπνικτική ατμόσφαιρα που αντανακλά στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, βαδίζοντας στα βήματα του Κλίντ Ίστγουντ στο Μυστικό Ποτάμι και του Ντέιβιντ
Φίντσερ στο Zodiac. Κάτω
από το μανδύα ενός καλοκουρδισμένου αστυνομικού θρίλερ, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να
αναδείξει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλεί στα μέλη των δυο οικογενειών η
απαγωγή των δυο παιδιών, αλλά ταυτόχρονα να σχολιάσει μεγαλύτερης εμβέλειας ζητήματα, όπως τον εσωτερικό φασισμό που είναι
κρυμμένος σε μια σκοτεινή γωνιά του καθενός(;) μας και κάτω από ορισμένες
συνθήκες μπορεί να βγει στην επιφάνεια οδηγώντας μας σε πράξεις πρωτοφανούς
αγριότητας, τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το καλό από το κακό, την πίστη και
την εκδίκηση, την αυτοδικία και τα ηθικά διλήμματα που εγείρει. Έχει κανείς τελικά
το δικαίωμα, εν ονόματι ακόμα και της αγάπης για το παιδί του, να προβεί σε
ακατονόμαστες πράξεις που υποβιβάζουν το ανθρώπινο είδος; Ο Villeneuve προσπαθεί
να απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα μέσα από την αντιπαράθεση των δυο βασικών
χαρακτήρων. Εδώ όμως είναι που χάνει το παιχνίδι, αφού το σενάριο του Aaron Guzikowski δεν καταφέρνει να συμβαδίσει με τη
σκηνοθετική του δεξιοτεχνία. Πέραν των παρατραβηγμένων
“αστυνομικών” ανατροπών που συγχωρούνται ίσως στο βωμό του σασπένς και της ίντριγκας
και της -κατά την ταπεινή μου γνώμη- εντελώς
εξωφρενικής τελικής λύσης, ο Guzikowski δεν υποστηρίζει επαρκώς τους χαρακτήρες του, που επιδίδονται
σε μια σειρά ακατανόητων πράξεων χωρίς να εξελίσσονται και να ωριμάζουν καθόλου
ως το τέλος.
Ο Κέλερ είναι ένας θρησκευόμενος επαρχιώτης
Αμερικανός που το υπόγειο του σπιτιού
του είναι γεμάτο από προμήθειες, γιατί πάντα -όπως λέει στο γιο του στην αρχή της
ταινίας- θέλει να είναι έτοιμος για όλα… Βαθιά συντηρητικός (προφανώς παλαιάς κοπής ρεπουμπλικάνος), είναι ο άνθρωπος που φαντάζεσαι ότι θα πυροβολούσε εν ψυχρώ
κάποιον που θα θεωρούσε ύποπτο… Η
απαγωγή της κόρης του διαταράσσει τις ισορροπίες του και τον οδηγεί σε πράξεις
που υποτίθεται ότι καταδικάζει , με σκοπό τη σωτηρία της. Ο σκοπός όμως δεν
αγιάζει πάντα τα μέσα: η απόσταση από μια “φυσιολογική” αντίδραση έξω από τα
όρια ενός ανθρώπου που κινδυνεύει η οικογένεια του, μέχρι τα σχεδόν σαδιστικά
βασανιστήρια στα οποία ο Κέλερ υποβάλλει τον πιθανό ένοχο είναι τεράστια. Επί
πλέον κανείς δεν καταλαβαίνει αν τα κίνητρα του σχετίζονται μόνο με τη σωτηρία
του παιδιού του, ή και με τις ενοχές που νιώθει γιατί δεν ήταν τελικά όσο …έτοιμος
πίστευε. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι η στάση του δείχνει να δικαιώνεται
στο τέλος της ταινίας, προς τέρψιν του συντηρητικού μέσου Αμερικανού θεατή, που
στο πρόσωπο του Hugh Jackman βλέπει το Wolverine.
Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και ο ίδιος ο ηθοποιός που με την ερμηνεία του,
υπερβολική όσο δεν πάει σε κάποιες στιγμές αλλά και ξύλινη σε κάποιες άλλες, αδυνατεί
να αποδώσει πειστικά τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Από την άλλη μεριά ο χαρακτήρας του Λόκι που
θεωρητικά αποτελεί το ηθικό αντίβαρο στην παράνοια του Κέλερ, δεν αναλύεται
επαρκώς, παρά τη συγκλονιστική πραγματικά ερμηνεία του Jake Gyllenhaal, που ακόμα και μόνο
μ’ ένα μορφασμό κατορθώνει να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες για τον ήρωα
απ’ ότι το σενάριο... Ο Λόκι είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων με ανεπτυγμένο
το αίσθημα του δικαίου και πιθανόν κουβαλά ένα τραυματικό παρελθόν, όπως υποδηλώνει
το τικ στα βλέφαρα του, τα θρησκευτικά τατουάζ που έχει στο σώμα του και η
εμμονή του στην ανακάλυψη της αλήθειας. Τα βαθύτερα κίνητρα του όμως παραμένουν
αδιευκρίνιστα, αφού λειτουργεί περισσότερο ως αναγκαίο όχημα για την εξέλιξη της
πλοκής (ο αστυνομικός που ερευνά την απαγωγή), παρά ως αντίπαλο
δέος του Κέλερ. Πέρα από τους δυο πρωταγωνιστές, οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες μένουν
κι αυτοί αδικαίωτοι και χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Η γυναίκα του Κέλερ (Maria Bello) παραμένει σε όλη την
ταινία σε νιρβάνα από τα ηρεμιστικά και οι γονείς του δεύτερου παιδιού (Terrence Howard/Viola Davis) που παρεμπιπτόντως
είναι μαύροι (τυχαίο; δε νομίζω…), ενώ θα περίμενε κανείς να ενσαρκώσουν τη
φωνή της λογικής, επιλέγουν αντίθετα μια στάση προκλητικής ανοχής στα δρώμενα
που μας αφήνει άναυδους. Ο Paul Dano τέλος, δίνει για ακόμα μια φορά δείγματα του μεγάλου
ταλέντου του στο ρόλο του Άλεξ, του καθυστερημένου νεαρού ύποπτου, παρ’ ότι
κανείς δε δείχνει να του δίνει την απαιτούμενη σημασία.
Όταν τα σφυρίγματα της σφυρίχτρας
της μικρής Άννα σημαίνουν το τέλος του φιλμ, ένα ερώτημα συνεχίζει να μας απασχολεί.
Ποιοι είναι τελικά οι πραγματικοί φυλακισμένοι του τίτλου; Τα δυο κοριτσάκια που
έπεσαν θύμα απαγωγής; ο καθυστερημένος
νεαρός ύποπτος; ο Κέλερ και ο Λόκι εγκλωβισμένοι μέσα στις εμμονές τους; Ή
μήπως ο ίδιος ο Denis Villeneuve,
που με αντάλλαγμα το εισιτήριο για το Χόλιγουντ δείχνει να ασπάζεται (ή
τουλάχιστον να ανέχεται) τη λογική του παραλόγου που επικρατεί στις επαρχιακές
κοινωνίες της Αμερικής (και δυστυχώς όχι μόνο εκεί…) ; Κάθε σπίτι και ένα
φρούριο, κάθε οικογενειάρχης και ένας εν δυνάμει δολοφόνος… Η απάντηση στο
ερώτημα είναι σίγουρα δύσκολη, αλλά στην εποχή της Χρυσής Αυγής και των
κοινωνικών αποκλεισμών καθίσταται επιτακτική… Εσείς τι θα κάνατε για σώσετε την
οικογένεια σας;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Παρ’ όλες τις σεναριακές του ατασθαλίες, δεξιοτεχνικά
σκηνοθετημένο κατ’ επίφαση αστυνομικό θρίλερ, αλλά ιδεολογικά ασταθές και
επικίνδυνο, αφού δείχνει να δικαιώνει τελικά αντιδραστικές πρακτικές.
5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου