Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

23/4/13

Great Expectations

Ξανά;

2012, UK/USA, 128min
Ελληνικός Τίτλος: Μεγάλες Προσδοκίες
Σκηνοθεσία: Mike Newell/Σενάριο: David Nicholls/Παίζουν: Jeremy Irvine, Ralph Fiennes, Helena Bonham Carter, Robbie Coltrane, Holiday Grainger, Jason Flemyng, Olly Alexander, Sally Hawkins,Toby Irvine, Helena Barlow

Ο Πιπ (Jeremy Irvine) είναι ένας ορφανός νεαρός που μεγαλώνει στην αγγλική επαρχία το 19ο αιώνα, υπό την επίβλεψη της αυστηρής αδερφής του και του καλόκαρδου γαμπρού του. Η παιδική του ηλικία στιγματίζεται από τη σύντομη συνάντηση του με ένα δραπέτη θανατοποινίτη, το Μάγκουιτς (Ralph Fiennes). Αργότερα βρίσκεται να περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της παράξενης μις Χάβισαμ (Helena Bonham Carter), όπου γνωρίζει και ερωτεύεται την πανέμορφη αλλά ψυχρή Εστέλα. Όταν ο Πιπ ενηλικιώνεται, γίνεται αποδέκτης μιας τεράστιας δωρεάς από κάποιον άγνωστο ευεργέτη, που σκοπό έχει να τον μεταμορφώσει σε τζέντλεμαν. Ο Πιπ πηγαίνει στο Λονδίνο πιστεύοντας ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η Μις Χάβισαμ, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι…
Τα αποσιωπητικά μάλλον είναι περιττά, αφού οι περισσότεροι από μας έχουν έρθει με κάποιο τρόπο σε επαφή με το γνωστότερο ίσως μυθιστόρημα του Charles Dickens, είτε διαβάζοντας το, είτε έχοντας παρακολουθήσει κάποια από τις πολλές μεταφορές του στον κινηματογράφο, το θέατρο ή την τηλεόραση. Ο Ντίκενς πάντα υπήρξε από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς των στούντιο, αφού τα βιβλία του διακρίνονται εκτός από την “κινηματογραφική” τους πλοκή και για το προσεκτικό χτίσιμο των χαρακτήρων τους. Ο μακρύς κατάλογος περιλαμβάνει 7 (!) προηγούμενες μεταφορές του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, με γνωστότερη αυτή του 1946 από τον David Lean (John Mills, Martita Hunt, Alec Guinness, Jean Simmons), ενώ προηγήθηκαν δύο μη ομιλούσες ταινίες (1917, 1922), η εκδοχή του 1934 με σκηνοθέτη τον Stuart Walker και ακολούθησαν οι διασκευές του 1974 (Joseph Hardy/Michael York, James Mason, Vera Miles), του 1989 (Kevin Connor/Anthony Hopkins, Jean Simmons) και η πιο πρόσφατη και “πειραγμένη” του 1998 (Alfonso Cuarón/Ethan Hawke, Gwyneth Paltrow). Φυσικά υπάρχουν ακόμα περισσότερες διασκευές του μυθιστορήματος για το θέατρο και την τηλεόραση. Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο ο Mike Newell (Χορεύοντας μ’ έναν ξένο, Μαγεμένος Απρίλης, 4 γάμοι και μια κηδεία, Χάρι Πότερ και το κύπελλο της φωτιάς) αποφάσισε να παρουσιάσει και μια δική του εκδοχή παραμένει αδιευκρίνιστος. Βέβαια κάθε καινούργια ματιά σε ένα κλασικό έργο είναι πάντα καλοδεχούμενη, ακόμα κι αν αυτή ανήκει σε ένα σκηνοθέτη που όσο φρέσκος και νεωτεριστής ήταν στην αρχή της καριέρας του, τόσο κουρασμένος και διεκπεραιωτικός  εμφανίζεται στις τελευταίες δουλειές του. Όταν όμως αυτή η νέα ανάγνωση δεν έχει να προσθέσει τίποτα καινούργιο σ’ αυτά που έχουν ήδη ειπωθεί στο παρελθόν, τότε πραγματικά η αναγκαιότητα της ύπαρξης της αμφισβητείται. 

Ο Newell επιλέγει να μείνει προσκολλημένος στο ύφος και την πλοκή του βιβλίου, σκηνοθετώντας εντελώς ακαδημαϊκά χωρίς νεωτερισμούς ή εκπλήξεις. Η αναπαράσταση της εποχής είναι αξιοπρεπής, αλλά ανέμπνευστη και κοινότοπη. Ξεκινώντας την ιστορία του από τη σκηνή του νεκροταφείου και τη συνάντηση του Πιπ με τον Μάγκουιτς, ο σκηνοθέτης αναλώνεται στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια μάλλον βαρετή και ανούσια περιγραφή της ζωής του ήρωα με την αδερφή του και το γαμπρό του, τις επισκέψεις του στο σπίτι της μις Χάβισαμ και τη γνωριμία του με την Εστέλα, ενώ στο δεύτερο μισό της ταινίας όταν ο Πιπ μεγαλώνει και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου το σεναριακό υλικό είναι σαφώς ογκωδέστερο και πιο ενδιαφέρον, η δομή της ταινίας γίνεται αποσπασματική και ο ρυθμός αυξάνει αδέξια, ενώ οι αποκαλύψεις έρχονται σαν ριπές πολυβόλου. Παρακολουθώντας την ταινία έχεις την αίσθηση ότι το σχέδιο του Newell ήταν να γυρίσει μια ταινία 4-5 ωρών, αλλά ξαφνικά ξέμεινε από χρόνο ή χρήμα και αναθεώρησε τα αρχικά του πλάνα(...). Παρ’ ότι δε ολόκληρη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό ήρωα, ο Newell αποτυγχάνει να αποδώσει πειστικά τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα του και την καταλυτική επίδραση ορισμένων γεγονότων στην εξέλιξη της προσωπικότητας του. Οι Μεγάλες Προσδοκίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παραμύθι ενηλικίωσης: το πέρασμα του Πιπ από την εφηβεία στην ωριμότητα, η ξαφνική επαφή του με το χρήμα, η σχέση του με την Εστέλα και οι αρνητικές επιπτώσεις της επάνω του, η φιλία του με τον Χέρμπερτ Πόκετ και η πατρική σχέση του με τον Τζο, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως υλικό για να χτίσει κανείς ένα χαρακτήρα, δυστυχώς όμως η προσέγγιση του Newell είναι μόνο επιφανειακή, χωρίς καμιά διάθεση να ψάξει πέρα από το προφανές. Συνυπεύθυνος γι’ αυτό βέβαια, είναι και ο Jeremy Irvine, ο οποίος δεν έχει την πείρα ή ίσως και το ταλέντο για να σηκώσει στις πλάτες του ένα τέτοιο ρόλο -αφού ουσιαστικά ολόκληρη η ταινία είναι χτισμένη πάνω του, παραμένοντας άχρωμος, ξύλινος και ανέκφραστος  σ’ όλη τη διάρκεια της. Αναπόφευκτα, οι υπόλοιποι ενδιαφέροντες χαρακτήρες του βιβλίου παραμένουν στη σκιά, χάρτινοι και μονοδιάστατοι: ο Ralph Fiennes χτίζει βέβαια έναν απολαυστικό Μάγκουιτς, αλλά απ’ αυτόν δε θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο. Η Helena Bonham Carter, από τη μια μάλλον δεν ταιριάζει ηλικιακά στο ρόλο της μις Χάβισαμ, από την άλλη με τη γνωστή υπερβολή που τη διακρίνει, φτάνει το ρόλο στα όρια της καρικατούρας. Εντελώς απαρατήρητη περνά η Holiday Grainger στο ρόλο της Εστέλα, κάτι που όμως συμβαίνει και με την ηρωίδα που υποδύεται (…), καθώς η παρουσία της εξαντλείται σε κάποια απόκοσμα καδραρίσματα της ψυχρής ομορφιάς της. Τέλος φιλότιμες προσπάθειες κάνουν ο Robbie Coltrane στο ρόλο του δικηγόρου Τζάγκερς και ο Olly Alexander στο ρόλο του Πόκετ, αλλά οι ρόλοι τους παραμένουν απλή αναφορά στο σενάριο.

Όταν αποφασίζεις να μεταφέρεις για πολλοστή φορά ένα πασίγνωστο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα στον κινηματογράφο, θα περίμενε κανείς ότι θα προσπαθήσεις να του δώσεις μια νέα πνοή, να το “πειράξεις” δημιουργικά, όπως προσπάθησε να κάνει ο Alfonso Cuarón στην προηγούμενη βερσιόν ή ακόμα και ο Joe Wright στην πρόσφατη Anna Karenina, άσχετα αν τα εγχειρήματα αυτά στέφθηκαν από επιτυχία… Ο Mike Newell αποφασίζοντας να ακολουθήσει την πεπατημένη, μπαίνει αναπόφευκτα στη λογική των συγκρίσεων με το προ 70ετίας αριστούργημα του David Lean και φυσικά βγαίνει αμέσως νοκ άουτ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ανέμπνευστη, διεκπεραιωτική και εν τέλει βαρετή μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντίκενς, χωρία κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης. Δείτε καλύτερα ξανά τη βερσιόν του 1946…

4/10

18/4/13

Gangster Squad

Ούτε για το DVD

2013, USA, 113 min
Ελληνικός Τίτλος: Οι Διώκτες του Εγκλήματος
Σκηνοθεσία: Ruben Fleischer/Σενάριο: Will Beal, Paul Lieberman/Παίζουν: Josh Brolin, Ryan Gosling, Sean Penn, Nick Nolte, Emma Stone, Giovanni Ribisi, Anthony Mackie, Michael Peña, Mireille Enos, Robert Patrick

Στο Λος Άντζελες του 1949, το οργανωμένο έγκλημα ελέγχει όλων των ειδών τις παράνομες δραστηριότητες. Ο Μίκι Κόεν (Sean Penn) ένας εξαιρετικά φιλόδοξος πρώην μποξέρ, έχει καταφέρει να ανέβει στην κορυφή της ιεραρχίας της μαφίας και έχει σαν στόχο του να κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη δυτική ακτή με μια μεγάλη “δουλειά” που ετοιμάζει. Ο μόνος που μπορεί να τον εμποδίσει είναι ο αδιάφθορος αστυνομικός Τζον Ο’Μάρα (Josh Brolin) που υπό την εποπτεία του αρχηγού της αστυνομίας (Nick Nolte) συγκροτεί μια ετερόκλητη ομάδα κρούσης στην οποία συμμετέχουν διάφοροι αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων και ο Τζέρι Γούτερς (Ryan Gosling) που συνδέεται ερωτικά με την προστατευόμενη του Κόεν (Emma Stone). Ο πόλεμος προβλέπεται σκληρός και η έκβαση του αβέβαιη…
Μήπως όλα αυτά σας φαίνονται γνωστά; Μήπως κάπου τα έχετε ξαναδεί; Δεν κάνετε λάθος… η ταινία του Ruben Fleischer (Zombieland), βασισμένη σε αληθινή ιστορία, είναι ένα τεράστιο Déjà vu. Βαδίζοντας στα χνάρια του φιλμ νουάρ και των παλιών γκανγκστερικών ταινιών και ενσωματώνοντας μια κόμικς αισθητική, o Fleischer προσπάθησε να φτιάξει ένα μοντέρνο νέο-νουάρ, ακολουθώντας την παράδοση που δημιούργησαν την τελευταία 25ετία σημαντικές ταινίες (The Untouchables/Οι αδιάφθοροι, Dick Tracy, Who framed Roger Rabbit/Ποιος παγίδεψε το Ρότζερ Ράμπιτ, L.A. Confidential/Λος Άντζελες Εμπιστευτικό κλπ.). Μόνο που η προσπάθεια του εξαντλείται σε μια αξιοπρεπή ανασύσταση της εποχής και τη συγκέντρωση μεγάλων ονομάτων στο καστ, γιατί κατά τ’ άλλα η ταινία αποτελεί μια ανέμπνευστη και αδέξια συρραφή-ξεπατίκωμα διάσημων σκηνών από τη νουάρ φιλμογραφία ενώ το σενάριο της βρίθει από χιλιοχρησιμοποιημένα κλισέ, ώστε τελικά ο Fleischer μπορεί εύκολα να ανακηρυχτεί σε έναν αμερικανό Παπακαλιάτη. Δεν υπάρχει σκηνή της ταινίας που να μην αναρωτιέσαι πού την έχεις ξαναδεί, ίσως μάλιστα αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να περάσεις καλά στα 113 λεπτά που διαρκεί, παίζοντας δηλαδή ένα κουίζ κινηματογραφικών γνώσεων με τον εαυτό σου ή με τους φίλους σου.

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια ταινία που δεν καταφέρνει ούτε καν να μας ξεκαθαρίσει αν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά ή όχι: σκηνές βίας με συνοδεία τζαζ μουσικής χορογραφημένες σαν σε μιούζικαλ εναλλάσσονται με κλισέ διεκπεραιωτικές αντιπαραθέσεις των κεντρικών χαρακτήρων, ενώ κάποια ψήγματα χιούμορ και έξυπνα λογοπαίγνια δίνουν τη θέση τους σε σοβαροφανείς πομπώδεις διαλόγους. Ταυτόχρονα είναι εμφανές ότι ο Fleischer δεν ενδιαφέρεται να σκάψει ούτε ένα χιλιοστό κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Οι χαρακτήρες είναι τόσο μονοδιάστατοι και χάρτινοι που προκαλούν το γέλιο, αν όχι τα νεύρα μας. Ο καλός και αδιάφθορος σκληρός μπάτσος που θυσιάζει τα πάντα μπροστά στο καθήκον και παράλληλα περνάει κρίση στο γάμο του, αφού η έγκυος γυναίκα του φοβάται για τη ζωή του… ο ωχαδερφιστής πλην ευαίσθητος συνάδελφος του που ωριμάζει μέσα από τη δολοφονία ενός νεαρού φίλου του και εντάσσεται στην ομάδα (είναι απίστευτο ότι σε μια ταινία όπου οι δυο κεντρικοί ήρωες έχουν τόσες διαφορές δεν υπάρχει ούτε μια τυπική σύγκρουση μεταξύ τους) … η απαραίτητη μοιραία (;) γυναίκα που μοιάζει να μπήκε στην ταινία από το παράθυρο χωρίς προφανή λόγο… ένας μαύρος και ένας μεξικανός που προστίθενται στο γκρουπ προφανώς για να είμαστε και politically correct… και βέβαια ο κακός της ιστορίας (αλλά πολύ κακός…) που προκαλεί άφθονο γέλιο με τις ατάκες και τις αντιδράσεις του. Όλοι αυτοί είναι μέρος ενός εντελώς προβλέψιμου και βαρετού σεναρίου, με τις απαραίτητες σεναριακές τρύπες και φυσικά άφθονο αίμα και πιστολίδι, ώσπου επιτέλους να φτάσουμε στο φινάλε όπου δεχόμαστε το τελικό χτύπημα με το ηθικοπλαστικό λογύδριο του πρωταγωνιστή. 

Οι ηθοποιοί της ταινίας παρ’ ότι ανήκουν στην αφρόκρεμα δυο γενιών πρωταγωνιστών του Χόλιγουντ, όπως είναι φυσικό δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Αξιοπρεπής ο Josh Brolin σε ένα ρόλο-μανιέρα που έχει ξαναπαίξει πολλές φορές στη ζωή του, ενώ ο Ryan Gosling δείχνει να συμπάσχει με τους θεατές, δηλαδή να βαριέται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η  Emma Stone απλά προσθέτει το όνομα της στα credits της ταινίας, αφού ο ρόλος της είναι ανάξιος λόγου. Τέλος ο Sean Penn ήταν για μένα ένας από τους λόγους που αντιπάθησα την ταινία, υπερβολικός αλλά σοβαροφανής από την αρχή ως το τέλος, ουρλιάζει στο φακό χωρίς καμιά αίσθηση του μέτρου και πλάθει ένα χαρακτήρα θλιβερή καρικατούρα, που άνετα μπαίνει στο πάνθεον των πιο γελοίων κακών στην πρόσφατη ιστορία των γκανγκστερικών φιλμ.
Τελικά ο Ruben Fleischer αποδεικνύεται πολύ λίγος για να ανανεώσει το είδος, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι αυτός ήταν ο σκοπός του, σε μια ταινία που μοιάζει περισσότερο με μια προχειροφτιαγμένη αρπαχτή με στόχο τον ανυποψίαστο θεατή…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Μπλέκοντας αδέξια διάφορα κινηματογραφικά στιλ και χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε κλισέ περνούσε από το μυαλό του, ο Ruben Fleischer παραδίδει μια ταινία-καρικατούρα χωρίς κανέναν λόγο παραμονής στην κινηματογραφική μας μνήμη.

3/10
 

17/4/13

Jagten

Κυνήγι …μαγισσών

2012, Denmark, 115 min
Ελληνικός Τίτλος: Το Κυνήγι
Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg/Σενάριο: Tobias Lindholm, Thomas Vinterberg/Παίζουν: Mads Mikkelsen, Thomas Bo Larsen, Annika Wedderkopp, Alexandra Rapaport, Lasse Fogelstrøm, Susse Wold, Anne Louise Hassing, Lars Ranthe 

Ο Λούκας είναι ένας μοναχικός 40άρης που προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Μετά από έναν επώδυνο χωρισμό, ζει σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Δανίας και δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό, όπου είναι ο αγαπημένος των παιδιών. Τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται, όταν δημιουργεί μια νέα σχέση με μια μετανάστρια καθαρίστρια, ενώ η τέως γυναίκα του γίνεται πιο ελαστική όσον αφορά τις συναντήσεις  του με τον έφηβο γιο του. Ένα “αθώο” ψέμα της μικρής κόρης του καλύτερου του φίλου όμως, δημιουργεί την εντύπωση στη μικρή κοινωνία ότι ο Λούκας είναι ένας διεστραμμένος παιδόφιλος. Με την οργή και την προκατάληψη εναντίον του να μεγαλώνει, ο Λούκας πρέπει να ψάξει για συμμάχους και να αποδείξει την αθωότητα του, κάτι που όμως αποδεικνύεται πολύ δύσκολο…
Ο Thomas Vinterberg αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Από τους ιδρυτές του περίφημου κινήματος “Δόγμα 95” και υπεύθυνος για ένα από τα αρτιότερα δείγματα του, το αριστουργηματικό “Festen” (Οικογενειακή γιορτή), αναλώθηκε στη συνέχεια σε αμφιβόλου αξίας καλλιτεχνικές αναζητήσεις σκηνοθετώντας από τηλεταινίες ως και υπερφιλόδοξα sci-fi ερωτικά δράματα (Its all about love/Όλα για την αγάπη). Με την προηγούμενη ταινία του “Submarino”, επανήλθε στο δρόμο που είχε χαράξει με το Festen,  στoν οποίο παραμένει και τώρα. Αγγίζει δηλαδή ένα ακόμα καυτό κοινωνικό θέμα, όπως έκανε και στο παρελθόν: η ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση στο Festen, η εξάρτηση από τα ναρκωτικά στο Submarino και τώρα η παιδοφιλία στο Jagten.

Το Κυνήγι βέβαια δεν είναι απλώς μια ταινία για την παιδοφιλία. Είναι μια ταινία για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η εξάπλωση ενός  ψέματος (ειδικά όταν αυτό προέρχεται από αθώα χείλη) στα στενά όρια μιας μικρής μεσοαστικής συντηρητικής κοινωνίας, που μπορεί να είναι τόσο τρομακτικές, ώστε να οδηγήσουν στον κοινωνικό ρατσισμό και την ολοκληρωτική καταστροφή της ζωής ενός ανθρώπου. Όταν μάλιστα το ψέμα έχει να κάνει με την παιδική κακοποίηση, ένα θέμα ταμπού για τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, που για πολλούς έχει την ίδια βαρύτητα με μια δολοφονία, το πράγμα παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο Vinterberg υφαίνει αριστοτεχνικά τον ιστό στον οποίο παγιδεύεται ο ήρωας του: η Κλάρα, η πεντάχρονη κόρη του καλύτερου του φίλου, επηρεασμένη από μια φωτογραφία που της έχει δείξει ο αδερφός της, δημιουργεί στην υπεύθυνη του παιδικού σταθμού την υπόνοια ότι έχει πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον Λούκας. Μετά από μια συνάντηση με κάποιον ψυχαναλυτή που σχεδόν εξαναγκάζει την Κλάρα να αποδεχτεί την κακοποίηση, το ψέμα παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας και το κυνήγι μαγισσών αρχίζει. Ο Λούκας σταδιακά απομονώνεται από φίλους και συγγενείς και καθώς η οργή του όχλου μεγαλώνει κινδυνεύει ακόμα και η ζωή του, καθώς και η ζωή των ελάχιστων ανθρώπων που στέκονται δίπλα του. Ακόμα και όταν τελικά οι κατήγοροι του καταλάβουν το λάθος τους και τον αποδεχθούν ξανά στο κοινωνικό σύνολο, σε μια συμβολική τελετή ενηλικίωσης του γιού του, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Η υποψία θα συνεχίσει να πλανάται, το ψέμα θα μείνει εκεί σαν ξεθωριασμένος λεκές επάνω στα ρούχα του που θα τον καθιστά ανά πάσα στιγμή εύκολο στόχο.
Ο Vinterberg κινηματογραφεί την ιστορία του Λούκας μινιμαλιστικά, με ευαισθησία και ρεαλισμό, ενώ καταφέρνει να απεικονίσει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της δανέζικης κωμόπολης. Παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση που δικαιολογημένα προκαλεί η ιστορία, δεν ξεφεύγει ούτε λεπτό σε άσκοπους μελοδραματισμούς ή κουνήματα του δαχτύλου προς το θεατή. Φυσικά, το θέμα “αθώος κατηγορείται άδικα” έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί στο σινεμά, με πρώτο και καλύτερο διδάξαντα τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εδώ πάντως ο Vinterberg επιλέγει να πληροφορήσει από την αρχή το θεατή ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, κάτι που από τη μια ελαττώνει την αγωνία και το σασπένς, αλλά από την άλλη αυξάνει την οργή και την αγανάκτηση μας, παρακολουθώντας τα συνεχή χτυπήματα που δέχεται ο Λούκας από το περιβάλλον του. Ο θεατής πρακτικά εξαναγκάζεται να μπει στη θέση του κεντρικού ήρωα και να πάρει θέση υπέρ του. Περιμένουμε εναγωνίως την αντίδραση του, αλλά αυτή δεν έρχεται. Ο Λούκας δέχεται τα χτυπήματα το ένα μετά το άλλο με αξιοπρέπεια, στωικά, παθητικά, σχεδόν σαν ένας Ιησούς πάνω στο σταυρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο έντονη έκρηξη του έρχεται μέσα στην εκκλησία την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν το ποτήρι έχει ξεχειλίσει. Ο μόνος στόχος του τελικά είναι να πετύχει την επανένταξη του σ ‘αυτήν την υποκριτική κοινωνία που τον εξοστράκισε, ίσως γιατί συνεχίζει να πιστεύει σ’ αυτήν ή επειδή απλά δεν αντέχει να μην ανήκει κάπου. Η αντίδραση έρχεται μόνο από τον έφηβο γιο του Μάρκους, που είναι ίσως ο μοναδικός χαρακτήρας της ταινίας με τον οποίο θα μπορούσε εύκολα να ταυτιστεί ένας θεατής με μεσογειακή νοοτροπία.
Από την άλλη, η ψυχολογική κατάσταση  και η σύγχυση της πεντάχρονης Κλάρα αποτυπώνεται εξαιρετικά στο φακό: Ένα πεντάχρονο παιδί που εξαναγκάζεται σε μια ομολογία χωρίς να το θέλει, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους μεγάλους. Παρ’ όλη τη σύγχυση της όμως καταλαβαίνει το κακό που προκάλεσε και πλησιάζει εκ νέου το Λούκας, προσπαθώντας να εξιλεωθεί για τις τύψεις της και αναλαμβάνοντας μια  ευθύνη που φυσικά δεν της αναλογεί, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους...

Το αδύνατο σημείο του σεναρίου όμως, είναι το χτίσιμο των δευτερευόντων χαρακτήρων και ειδικά των πιο κοντινών συναισθηματικά προς τον πρωταγωνιστή. Σίγουρα ο Vinterberg μέσα από τις αντιδράσεις των κατοίκων της μικρής πόλης, κριτικάρει έξω από τα δόντια τη μεσοαστική δανέζικη κοινωνία, την κοινωνία της προτεσταντικής ψευτο-ηθικής και του υφέρποντος φασισμού, των μίντια, του κουτσομπολιού και των reality shows, όπου ένας άνθρωπος γίνεται εύκολα βορά των ανθρωποφαγικών ενστίκτων της μάζας, χωρίς καμιά αναστολή ή ηθικό φραγμό. Ενώ όμως μπορεί να δεχτεί κανείς την υπερβολική αντίδραση απλών ανθρώπων όπως οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ, ή ακόμα και την αντίδραση της μητέρας-λέαινας που θέλει να προστατεύσει με κάθε τρόπο το παιδί της, δεν μπορεί να κατανοήσει εύκολα τη στάση της διευθύντριας του παιδικού σταθμού που προφανώς γνωρίζει καλά τη συμπεριφορά του Λούκας στη δουλειά του (παρ’ ότι είναι τόσο συντηρητική που δεν τολμά να ξεστομίσει τη λέξη πέος), όμως βάζει το φυτίλι για τον αφανισμό του, αλλά ακόμα περισσότερο του πατέρα της Κλάρα και αδερφικού φίλου του Λούκας, ο οποίος αφού τον γνωρίζει τόσα χρόνια, θα του όφειλε τουλάχιστον το δικαίωμα της απολογίας. Αυτή η λογική του άσπρου-μαύρου οδηγεί αναπόφευκτα σε αυθαίρετες υπεραπλουστεύσεις, που στερούν από τη ταινία μέρος της αρχικής -μεγάλης- δύναμης της.
Ο Mads Mikkelsen είναι εξαιρετικός σε μια χαμηλών τόνων ερμηνεία στο ρόλο του Λούκας, αποδεικνύοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει με επιτυχία μια μεγάλη γκάμα ρόλων και δικαίως απέσπασε το Βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Χωρίς αυτόν η ταινία δεν θα ήταν η ίδια. Η ίδια η ταινία βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο της επιτροπής και απέσπασε πολλές άλλες διακρίσεις και κριτική αποδοχή. Πάντως προσωπικά δεν μπορώ να τη τοποθετήσω στο ίδιο επίπεδο με το Festen, ακόμα ούτε και με το υποτιμημένο Submarino.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Εξαιρετική απεικόνιση μιας μικρής συντηρητικής κοινωνίας, που με αφορμή ένα αθώο παιδικό ψέμα καταδικάζει έναν μοναχικό άνθρωπο σε απομόνωση και κοινωνικό θάνατο, που όμως σεναριακά ξεφεύγει σε εύκολες υπεραπλουστεύσεις με αποτέλεσμα να μην πείθει όσο θα ήθελε.

7/10