Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

9/4/13

Den Skaldede Frisør

Ανέμπνευστος έρωτας

Αγγλικός Τίτλος: Love is All You Need
Ελληνικός Τίτλος: Έρωτας Είναι...
2012, Denmark/Sweden/Italy/France/Germany, 116 min
Σκηνοθεσία: Susanne Bier/Σενάριο: Anders Thomas Jensen/Παίζουν: Trine Dyrholm, Pierce Brosnan, Kim Bodnia, Paprika Steen, Sebastian Jessen, Molly Blixt Egelind, Micky Skeel Hansen, Christiane Schaumburg-Müller 

Η Ίντα (Trine Dyrholm), μια συντηρητική Δανέζα κομμώτρια, περνά μια πολύ δύσκολη φάση της ζωής της. Μόλις έχει τελειώσει τη χημειοθεραπεία για καρκίνο του μαστού, ενώ ταυτόχρονα πιάνει τον άντρα της να την απατά με τη γραμματέα του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά πρέπει να ταξιδέψει στη νότια Ιταλία για να παραστεί στο γάμο της κόρης της με ένα νεαρό Δανό. Στο δρόμο για την Ιταλία γνωρίζει το Φίλιπ (Pierce Brosnan), τον πατέρα του γαμπρού, ένα μεσόκοπο χήρο και σκληρό επιχειρηματία, που δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το θάνατο της γυναίκας του. Παρ’ ότι στην αρχή υπάρχει μεταξύ τους μια αμοιβαία αντιπάθεια, η κατάσταση αλλάζει όσο περνάνε οι μέρες και ένας τρυφερός έρωτας αναπτύσσεται. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά…
Αν ήμουν δημοσιογράφος και ήμουν παρών στη συνέντευξη της Susanne Bier στο Φεστιβάλ  Βενετίας όπου πρωτοπαρουσιάστηκε η ταινία, η μοναδική ερώτηση που θα της έκανα θα ήταν για ποιο λόγο αποφάσισε να γυρίσει  το συγκεκριμένο φιλμ. Η απάντηση μοιάζει πραγματικά δύσκολη, αφού η Bier μετά από μεγαλεπήβολα σκοτεινά δράματα με ισχυρές δόσεις κοινωνικής κριτικής (Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου/Brothers, Μετά το γάμο, Ίσως αύριο), με τα οποία έφτασε ως τις βραβεύσεις της Ακαδημίας και το ξενόγλωσσο Όσκαρ, αλλάζει εντελώς προσανατολισμό και σκηνοθετεί μια σχεδόν μπανάλ ρομαντική κομεντί που θα μπορούσε να έχει γυριστεί 50 χρόνια πριν… Εξάλλου η βασική προβληματική της ταινίας, δηλαδή  πώς δύο άνθρωποι που βρίσκονται για κάποιο λόγο σε μια χώρα εντελώς διαφορετική από την πατρίδα τους, μπορούν να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον, αφήνοντας πίσω τις κοινωνικές συμβάσεις και τις αναστολές τους , έχει πολυχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Το κλίμα, η κουλτούρα, τα ήθη και έθιμα του νέου περιβάλλοντος απελευθερώνουν τον άνθρωπο και τον εξωθούν να ζήσει στα άκρα, κάτι που δεν θα έκανε υπό κανονικές συνθήκες. 

Η Ιταλία και γενικότερα η λεκάνη της Μεσογείου υπήρξε πάντα το ιδανικό σκηνικό για τέτοιες ρομαντικές υπερβάσεις, αν και τώρα πια -με την οικονομική κρίση και την κατάθλιψη να στοιχειώνουν ολόκληρη τη νότια Ευρώπη- η προσπάθεια να παρουσιαστεί ο Ιταλικός νότος ως θέρετρο ανέμελης ζωής και ξενοιασιάς όπου ανθίζουν έρωτες πάσης φύσεως, είναι τουλάχιστον άτοπη αν όχι τραγελαφική και φτάνει να θυμίζει την εμμονή με την οποία η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ερωτική πόλη (...).
Βέβαια για να λέμε τα σύκα σύκα, αυτή η σύγκρουση πολιτισμών και διαφορετικής κουλτούρας που προαναφέρθηκε,  αποτελεί σήμα κατατεθέν του έργου της Bier (ο Γιάκομπ στο “Μετά το γάμο” ενώ δουλεύει σε ένα ορφανοτροφείο στη Βομβάη αναγκάζεται να επιστρέψει στη Δανία, ο Άντον στο “Ίσως αύριο” είναι γιατρός σε έναν καταυλισμό προσφύγων στην Αφρική ενώ η οικογένεια του ζει πίσω στην πατρίδα, ενώ ο Μίκαελ στο “Brothers” κηρύσσεται  νεκρός σε μια αποστολή στο Αφγανιστάν και ο αδερφός του στη Δανία ερωτεύεται τη γυναίκα του). Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι σ’ όλα αυτά τα φιλμ, η αλληλεπίδραση του ήρωα με την “άλλη” χώρα είναι καθοριστική και πυροδοτεί την εξέλιξη του χαρακτήρα του αλλά και της ιστορίας, ενώ στο “Love is All You Need” η Ιταλία χρησιμοποιείται με προκλητικά τουριστικό τρόπο, μόνο και μόνο για να στηθεί το σκηνικό του ρομαντικού ειδυλλίου, κάτι που υπογραμμίζεται από τη συνεχή παρουσία μπανάλ ιταλικής μουσικής (μέχρι και το Sara perche ti amo ακούμε στο πάρτι του γάμου), τα καρτ-ποστάλ ηλιοβασιλέματα και τα γλυκερά παστέλ χρώματα, καθώς και την γραφική παρουσία-απουσία των ιταλών “ιθαγενών”.

Πέρα απ’ αυτά η ταινία κυλάει ακολουθώντας πιστά τις συμβάσεις και τα κλισέ μιας ρομαντικής κομεντί, με περισσότερες πινελιές επιτηδευμένης σοβαροφάνειας (...) απ’ ότι σε μια αντίστοιχη χολιγουντιανή παραγωγή , αλλά αρκούντως προβλέψιμα και βαρετά: Η συντηρητική κομμώτρια, που δυσκολεύεται να ξεπεράσει τις κοινωνικές συμβάσεις με τις οποίες μεγάλωσε, εγκλωβισμένη σε ένα συμβατικό γάμο και φορτωμένη με περισσή ανασφάλεια λόγω της περιπέτειας της υγείας της, που δεν γνωρίζει ακόμα αν έχει τελειώσει καλά… και από την άλλη ο σκληρός και άκαρδος επιχειρηματίας που γοητεύεται από την ανεπιτήδευτη απλότητα της και την ερωτεύεται, ξεπερνώντας τη θλίψη του για το θάνατο της γυναίκας του. Παρ’ ότι όλος αυτός ο καταιγισμός των κλισέ με σωστούς σεναριακούς χειρισμούς θα μπορούσε να αποβεί τελικά ακόμα και χαριτωμένος, ο σεναριογράφος Anders Thomas Jensen δεν βοηθά την κατάσταση… η μεταστροφή στο χαρακτήρα του Φίλιπ, που ξαφνικά από σκληρός και συναισθηματικά ανάπηρος, μεταλλάσσεται σε τρυφερό και προστατευτικό ερωτευμένο, δεν υποστηρίζεται σεναριακά στο παραμικρό, ενώ και το εύρημα του τέλους είναι τουλάχιστον υπερβολικό... Η παρουσία δε διάφορων εξωφρενικών έως καρτουνίστικων δεύτερων  χαρακτήρων (ο ηλίθιος άντρας της Ίντα και η ακόμα πιο ηλίθια ερωμένη του, η υστερική bitch-καρικατούρα κουνιάδα του Φίλιπ, τα δυο παιδιά τους που δεν ξέρουν τι θέλουν και τι κάνουν), θυμίζει αδέξιο ξεπατίκωμα Γούντι Άλεν και μάλλον εκνευρίζει το θεατή αντί να προκαλεί έστω και ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη.
Ο  Pierce Brosnan και η Trine Dyrholm είναι συμπαθείς (ειδικά η δεύτερη που προσπαθεί χαμηλόφωνα να αναδείξει τα διλήμματα της ηρωίδας, ενώ ο τέως Bond δείχνει ώρες ώρες αμήχανος), αλλά δεν μπορούν από μόνοι τους να απογειώσουν τον έρωτα τους. Έτσι το μόνο που μένει τελικά, είναι το έξυπνο λογοπαίγνιο του τίτλου (η ακριβής μετάφραση είναι “Η φαλακρή κομμώτρια”, αφού επίσημος ελληνικός τίτλος δεν υπάρχει, μια και περιέργως η ταινία δεν βρήκε ακόμα διανομή στις ελληνικές αίθουσες) και η διαπίστωση ότι η -αναμφισβήτητα ικανή- Susanne Bier μετά το ξενόγλωσσο Όσκαρ, κάνει ένα ακόμα βηματάκι προς το Χόλιγουντ, στο οποίο φαίνεται να εγκαθίσταται οριστικά με την επόμενη ταινία της με πρωταγωνιστές το hot ζευγάρι Bradley Cooper και Jennifer Lawrence. Ίσως άλλωστε τελικά αυτή να είναι και η μόνη απάντηση στην αρχική μου απορία…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Μέτρια ρομαντική κομεντί, που παίρνει τον εαυτό της πιο σοβαρά απ’ όσο χρειάζεται και σηματοδοτεί το πέρασμα της Susanne Bier στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

4,5/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου