Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

17/4/13

Jagten

Κυνήγι …μαγισσών

2012, Denmark, 115 min
Ελληνικός Τίτλος: Το Κυνήγι
Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg/Σενάριο: Tobias Lindholm, Thomas Vinterberg/Παίζουν: Mads Mikkelsen, Thomas Bo Larsen, Annika Wedderkopp, Alexandra Rapaport, Lasse Fogelstrøm, Susse Wold, Anne Louise Hassing, Lars Ranthe 

Ο Λούκας είναι ένας μοναχικός 40άρης που προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Μετά από έναν επώδυνο χωρισμό, ζει σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Δανίας και δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό, όπου είναι ο αγαπημένος των παιδιών. Τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται, όταν δημιουργεί μια νέα σχέση με μια μετανάστρια καθαρίστρια, ενώ η τέως γυναίκα του γίνεται πιο ελαστική όσον αφορά τις συναντήσεις  του με τον έφηβο γιο του. Ένα “αθώο” ψέμα της μικρής κόρης του καλύτερου του φίλου όμως, δημιουργεί την εντύπωση στη μικρή κοινωνία ότι ο Λούκας είναι ένας διεστραμμένος παιδόφιλος. Με την οργή και την προκατάληψη εναντίον του να μεγαλώνει, ο Λούκας πρέπει να ψάξει για συμμάχους και να αποδείξει την αθωότητα του, κάτι που όμως αποδεικνύεται πολύ δύσκολο…
Ο Thomas Vinterberg αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Από τους ιδρυτές του περίφημου κινήματος “Δόγμα 95” και υπεύθυνος για ένα από τα αρτιότερα δείγματα του, το αριστουργηματικό “Festen” (Οικογενειακή γιορτή), αναλώθηκε στη συνέχεια σε αμφιβόλου αξίας καλλιτεχνικές αναζητήσεις σκηνοθετώντας από τηλεταινίες ως και υπερφιλόδοξα sci-fi ερωτικά δράματα (Its all about love/Όλα για την αγάπη). Με την προηγούμενη ταινία του “Submarino”, επανήλθε στο δρόμο που είχε χαράξει με το Festen,  στoν οποίο παραμένει και τώρα. Αγγίζει δηλαδή ένα ακόμα καυτό κοινωνικό θέμα, όπως έκανε και στο παρελθόν: η ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση στο Festen, η εξάρτηση από τα ναρκωτικά στο Submarino και τώρα η παιδοφιλία στο Jagten.

Το Κυνήγι βέβαια δεν είναι απλώς μια ταινία για την παιδοφιλία. Είναι μια ταινία για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η εξάπλωση ενός  ψέματος (ειδικά όταν αυτό προέρχεται από αθώα χείλη) στα στενά όρια μιας μικρής μεσοαστικής συντηρητικής κοινωνίας, που μπορεί να είναι τόσο τρομακτικές, ώστε να οδηγήσουν στον κοινωνικό ρατσισμό και την ολοκληρωτική καταστροφή της ζωής ενός ανθρώπου. Όταν μάλιστα το ψέμα έχει να κάνει με την παιδική κακοποίηση, ένα θέμα ταμπού για τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, που για πολλούς έχει την ίδια βαρύτητα με μια δολοφονία, το πράγμα παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο Vinterberg υφαίνει αριστοτεχνικά τον ιστό στον οποίο παγιδεύεται ο ήρωας του: η Κλάρα, η πεντάχρονη κόρη του καλύτερου του φίλου, επηρεασμένη από μια φωτογραφία που της έχει δείξει ο αδερφός της, δημιουργεί στην υπεύθυνη του παιδικού σταθμού την υπόνοια ότι έχει πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον Λούκας. Μετά από μια συνάντηση με κάποιον ψυχαναλυτή που σχεδόν εξαναγκάζει την Κλάρα να αποδεχτεί την κακοποίηση, το ψέμα παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας και το κυνήγι μαγισσών αρχίζει. Ο Λούκας σταδιακά απομονώνεται από φίλους και συγγενείς και καθώς η οργή του όχλου μεγαλώνει κινδυνεύει ακόμα και η ζωή του, καθώς και η ζωή των ελάχιστων ανθρώπων που στέκονται δίπλα του. Ακόμα και όταν τελικά οι κατήγοροι του καταλάβουν το λάθος τους και τον αποδεχθούν ξανά στο κοινωνικό σύνολο, σε μια συμβολική τελετή ενηλικίωσης του γιού του, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Η υποψία θα συνεχίσει να πλανάται, το ψέμα θα μείνει εκεί σαν ξεθωριασμένος λεκές επάνω στα ρούχα του που θα τον καθιστά ανά πάσα στιγμή εύκολο στόχο.
Ο Vinterberg κινηματογραφεί την ιστορία του Λούκας μινιμαλιστικά, με ευαισθησία και ρεαλισμό, ενώ καταφέρνει να απεικονίσει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της δανέζικης κωμόπολης. Παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση που δικαιολογημένα προκαλεί η ιστορία, δεν ξεφεύγει ούτε λεπτό σε άσκοπους μελοδραματισμούς ή κουνήματα του δαχτύλου προς το θεατή. Φυσικά, το θέμα “αθώος κατηγορείται άδικα” έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί στο σινεμά, με πρώτο και καλύτερο διδάξαντα τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εδώ πάντως ο Vinterberg επιλέγει να πληροφορήσει από την αρχή το θεατή ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, κάτι που από τη μια ελαττώνει την αγωνία και το σασπένς, αλλά από την άλλη αυξάνει την οργή και την αγανάκτηση μας, παρακολουθώντας τα συνεχή χτυπήματα που δέχεται ο Λούκας από το περιβάλλον του. Ο θεατής πρακτικά εξαναγκάζεται να μπει στη θέση του κεντρικού ήρωα και να πάρει θέση υπέρ του. Περιμένουμε εναγωνίως την αντίδραση του, αλλά αυτή δεν έρχεται. Ο Λούκας δέχεται τα χτυπήματα το ένα μετά το άλλο με αξιοπρέπεια, στωικά, παθητικά, σχεδόν σαν ένας Ιησούς πάνω στο σταυρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο έντονη έκρηξη του έρχεται μέσα στην εκκλησία την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν το ποτήρι έχει ξεχειλίσει. Ο μόνος στόχος του τελικά είναι να πετύχει την επανένταξη του σ ‘αυτήν την υποκριτική κοινωνία που τον εξοστράκισε, ίσως γιατί συνεχίζει να πιστεύει σ’ αυτήν ή επειδή απλά δεν αντέχει να μην ανήκει κάπου. Η αντίδραση έρχεται μόνο από τον έφηβο γιο του Μάρκους, που είναι ίσως ο μοναδικός χαρακτήρας της ταινίας με τον οποίο θα μπορούσε εύκολα να ταυτιστεί ένας θεατής με μεσογειακή νοοτροπία.
Από την άλλη, η ψυχολογική κατάσταση  και η σύγχυση της πεντάχρονης Κλάρα αποτυπώνεται εξαιρετικά στο φακό: Ένα πεντάχρονο παιδί που εξαναγκάζεται σε μια ομολογία χωρίς να το θέλει, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους μεγάλους. Παρ’ όλη τη σύγχυση της όμως καταλαβαίνει το κακό που προκάλεσε και πλησιάζει εκ νέου το Λούκας, προσπαθώντας να εξιλεωθεί για τις τύψεις της και αναλαμβάνοντας μια  ευθύνη που φυσικά δεν της αναλογεί, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους...

Το αδύνατο σημείο του σεναρίου όμως, είναι το χτίσιμο των δευτερευόντων χαρακτήρων και ειδικά των πιο κοντινών συναισθηματικά προς τον πρωταγωνιστή. Σίγουρα ο Vinterberg μέσα από τις αντιδράσεις των κατοίκων της μικρής πόλης, κριτικάρει έξω από τα δόντια τη μεσοαστική δανέζικη κοινωνία, την κοινωνία της προτεσταντικής ψευτο-ηθικής και του υφέρποντος φασισμού, των μίντια, του κουτσομπολιού και των reality shows, όπου ένας άνθρωπος γίνεται εύκολα βορά των ανθρωποφαγικών ενστίκτων της μάζας, χωρίς καμιά αναστολή ή ηθικό φραγμό. Ενώ όμως μπορεί να δεχτεί κανείς την υπερβολική αντίδραση απλών ανθρώπων όπως οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ, ή ακόμα και την αντίδραση της μητέρας-λέαινας που θέλει να προστατεύσει με κάθε τρόπο το παιδί της, δεν μπορεί να κατανοήσει εύκολα τη στάση της διευθύντριας του παιδικού σταθμού που προφανώς γνωρίζει καλά τη συμπεριφορά του Λούκας στη δουλειά του (παρ’ ότι είναι τόσο συντηρητική που δεν τολμά να ξεστομίσει τη λέξη πέος), όμως βάζει το φυτίλι για τον αφανισμό του, αλλά ακόμα περισσότερο του πατέρα της Κλάρα και αδερφικού φίλου του Λούκας, ο οποίος αφού τον γνωρίζει τόσα χρόνια, θα του όφειλε τουλάχιστον το δικαίωμα της απολογίας. Αυτή η λογική του άσπρου-μαύρου οδηγεί αναπόφευκτα σε αυθαίρετες υπεραπλουστεύσεις, που στερούν από τη ταινία μέρος της αρχικής -μεγάλης- δύναμης της.
Ο Mads Mikkelsen είναι εξαιρετικός σε μια χαμηλών τόνων ερμηνεία στο ρόλο του Λούκας, αποδεικνύοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει με επιτυχία μια μεγάλη γκάμα ρόλων και δικαίως απέσπασε το Βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Χωρίς αυτόν η ταινία δεν θα ήταν η ίδια. Η ίδια η ταινία βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο της επιτροπής και απέσπασε πολλές άλλες διακρίσεις και κριτική αποδοχή. Πάντως προσωπικά δεν μπορώ να τη τοποθετήσω στο ίδιο επίπεδο με το Festen, ακόμα ούτε και με το υποτιμημένο Submarino.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Εξαιρετική απεικόνιση μιας μικρής συντηρητικής κοινωνίας, που με αφορμή ένα αθώο παιδικό ψέμα καταδικάζει έναν μοναχικό άνθρωπο σε απομόνωση και κοινωνικό θάνατο, που όμως σεναριακά ξεφεύγει σε εύκολες υπεραπλουστεύσεις με αποτέλεσμα να μην πείθει όσο θα ήθελε.

7/10


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου