Όνειρα που εκδικούνται
2000, Ελλάδα/Κύπρος,
117 min
Σκηνοθεσία: Νίκος
Παναγιωτόπουλος/Σενάριο: Θάνος Αλεξανδρής/Παίζουν: Αθηνά Μαξίμου, Νίκος Κουρής,
Ζωή Ναλμπάντη, Κώστας Μαρκόπουλος, Θανάσης Βισκαδουράκης, Γιάννης Ροζάκης,
Γιώργος Διαλεγμένος, Θάνος Αλεξανδρής
Ο Αντρέας και η Στέλλα. Δυο νέα παιδιά στην Αθήνα, στην αυγή
της νέας χιλιετίας. Αγαπιούνται. Ή μήπως όχι; Ο Αντρέας, χαμηλών τόνων,
δουλεύει στο ψιλικατζίδικο που του άφησε ο πατέρας του. Ονειρεύεται μόνο όταν
βλέπει τα αεροπλάνα να προσγειώνονται και να απογειώνονται. Η Στέλλα όμορφη και
φιλόδοξη, θέλει να κάνει καριέρα σαν τραγουδίστρια. Όταν δέχεται μια πρόταση
για δουλειά στην επαρχία, οι κοσμοθεωρίες τους συγκρούονται και η σχέση τους διαλύεται.
Ο Αντρέας θα μετανιώσει και θα ψάξει να τη βρει γυρίζοντας τα σκυλάδικα της επαρχίας,
μαζί με έναν περιπλανώμενο συγγραφέα. Θα γνωρίσει από κοντά το αληθινό
πρόσωπο της νύχτας και θα αναγκαστεί κι αυτός όπως και η Στέλλα να κάνουν τις
επιλογές τους.
Υπάρχουν ταινίες που τις πετάς από τη μνήμη σου μόλις βγεις
από τη σκοτεινή αίθουσα. Αυτές που τις θυμάσαι μετά από χρόνια με μια γλυκιά
νοσταλγία κι αυτές που ξυπνούν κρυμμένα
συναισθήματα και πτυχές του χαρακτήρα σου. Αυτές που σε ταξιδεύουν σε μέρη που
δε θα πας ποτέ (…) και αυτές που σε κάνουν να κλάψεις ή να γελάσεις. Τέλος υπάρχουν
ταινίες που σε σημαδεύουν… που τις κουβαλάς μαζί σου για πάντα. Για μένα μια
απ’ αυτές τις ταινίες είναι το “Αυτή η νύχτα μένει” του Νίκου Παναγιωτόπουλου,
ίσως η πιο αθεράπευτα ρομαντική ταινία του λεγόμενου νέου Ελληνικού
κινηματογράφου, μια απλή ερωτική ιστορία με φόντο τα επαρχιακά σκυλάδικα, ένα road movie ενηλικίωσης,
αλλά στο βάθος μια ελεγεία για την ηδονή του ανεκπλήρωτου, ένας φόρος τιμής στα
άπιαστα όνειρα που εκδικούνται.




Βασισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της στο ομώνυμο βιβλίο του
Θάνου Αλεξανδρή, καθώς και σε μια συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Βακαλόπουλου, τις
“Νέες Αθηναϊκές ιστορίες”, η ταινία του Παναγιωτόπουλου αφηγηματικά χωρίζεται
σε δυο μέρη, εσκεμμένα άνισα και διαφορετικής έντασης μεταξύ τους. Στο πρώτο
μέρος οι σιωπές εναλλάσσονται με τα διαλογικά μέρη σε μια θαυμαστή ισορροπία. Η
ζωή στην Αθήνα, το ψιλικατζίδικο, η ταράτσα της Στέλλας που στεγάζει τον έρωτα
των δυο παιδιών, οι καβγάδες τους, απλές καθημερινές εικόνες χωρίς εξάρσεις, η
μιζέρια μιας κατά συνθήκην ευτυχίας. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όπου η
ένταση ανεβαίνει σταδιακά, οι δυο ήρωες ξεκινούν ο καθένας από μόνος του για το
δικό του ταξίδι αυτογνωσίας, για την περιπέτεια, ψάχνοντας να βρουν πιθανόν “το
νόημα της ζωής”, μια διαδρομή που θα τους φέρει τελικά πίσω στην ίδια αφετηρία.
Ένα ταξίδι που μοιάζει πιο πολύ με μια κατάβαση στην κόλαση, σε έναν κόσμο
καινούργιο και για τους δύο -όπως και για τους περισσότερους από μας- που
κρύβει μια ιδιόμορφη γοητεία: τον κόσμο του Ζεταίμ, της Αρζεντίνας και των
επαρχιακών σκυλάδικων, όπου για να επιβιώσεις πρέπει να κάνεις πολλές φορές
αβάσταχτες θυσίες… μια άλλη Ελλάδα που παρ’ ότι πασχίζει, δεν μπορεί ή δεν
θέλει να ντυθεί το ευρωπαϊκό της ένδυμα, μια Ελλάδα που αργοπεθαίνει στις
πίστες, όπου όλα έχουν μια τιμή που αν μπορείς να την πληρώσεις γίνεσαι μάγκας.
Άνθρωποι κλινικά νεκροί που ψάχνουν το χαμένο εγωισμό τους στον πληρωμένο έρωτα.
Ένας κόσμος χωρίς ιδανικά, χωρίς ηθική και μέτρο, που όμως σε έλκει σαν
μαγνητικό πεδίο στον πάτο του βαρελιού. Και μόνο ένας αγνός έρωτας-σχεδόν
εμμονή, σαν του Αντρέα για τη Στέλλα, μπορεί να σε ξυπνήσει και να σε βγάλει
πάλι στην επιφάνεια, έστω κι αν σε οδηγήσει πίσω στην παλιά βαρετή ζωή σου.
Όπως λέει και η αφιέρωση στο βιβλίο που στέλνει στον Αντρέα στο τέλος ο
συνοδοιπόρος του συγγραφέας, “η περιπέτεια πέθανε”. Η ζωή βρίσκει τον παλιό της
ρυθμό και μένουν μόνο τα αεροπλάνα που φεύγουν κι έρχονται να θυμίζουν τα
όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν και τις ελπίδες που πέθαναν.
Ο Παναγιωτόπουλος κινηματογραφεί την πορεία των ηρώων του προς
την ενηλικίωση με αγάπη και ευαισθησία, με γλώσσα καθημερινή και σφιχτό μοντάζ,
ενώ αναπαριστά με απίστευτο ρεαλισμό το κλίμα των σκυλάδικων, έχοντας επιπλέον στα
χέρια του δυο μεγάλα ατού: Το πρώτο είναι το εκπληκτικό soundtrack του
Σταμάτη Κραουνάκη, που με την προσθήκη και κάποιων γνωστών λαϊκών τραγουδιών
ερμηνευμένα από cult μορφές του χώρου, συμβάλλει αποφασιστικά στη ρεαλιστική
απεικόνιση της επαρχιακής νύχτας. Πέρα απ’ αυτά, συμβαίνει λίγες φορές ένα
τραγούδι να αποδίδει τόσο συγκλονιστικά το κλίμα μιας ταινίας, όπως γίνεται με
το ομώνυμο “Αυτή η νύχτα μένει” με τη σπαρακτική ερμηνεία της Δήμητρας Παπίου, σίγουρα
ένα από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν την τελευταία 15ετία. Ο
δεύτερος κρυμμένος άσσος στο μανίκι του σκηνοθέτη, είναι η ανακάλυψη της Αθηνάς
Μαξίμου που ερμηνεύει μοναδικά το ρόλο της Στέλλας, γεμίζοντας την οθόνη με την
ακτινοβολία της. Είναι άξιο απορίας, πως αυτή η ηθοποιός περιορίστηκε στη
συνέχεια σε ελάχιστες παρουσίες στο κινηματογραφικό πανί. Δίπλα της στέκεται
εξαιρετικά ο Νίκος Κουρής, ενώ πολύ καλοί και οι δεύτεροι ρόλοι, μεταξύ των
οποίων ξεχωρίζει ο θεατρικός ηθοποιός Γιάννης Ροζάκης, στο ρόλο ενός μισότρελου
φιλόλογου.
“Αυτή η νύχτα μένει, αιώνες παγωμένη, που δυο ψυχές δε
βρήκαν καταφύγιο
κι ήρθαν στον κόσμο ξένοι και καταδικασμένοι, να ζήσουν έναν
έρωτα επίγειο…”
-Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
-Δεν υπάρχει νόημα της ζωής.
-Υπάρχει, αλλά δεν το ξέρουμε…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Συγκλονιστική αναπαράσταση του μικρόκοσμου των επαρχιακών σκυλάδικων και
ταυτόχρονα ένα εύστοχο σχόλιο για τα χαμένα όνειρα μιας γενιάς, μια από τις καλύτερες
ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου.
8,5/10
Συγχαρητήρια, πολύ εύστοχη και περιεκτική ανάλυση της ταινίας
ΑπάντησηΔιαγραφή