Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

26/11/13

Ο Εχθρός μου

Μια βόλτα στα βαθιά

2013, Ελλάδα, 107 min

Στους κινηματογράφους από 14/11/2013

Ο Κώστας Στασινός (Μανώλης Μαυρομματάκης) είναι ένας επιτυχημένος γεωπόνος και φιλήσυχος οικογενειάρχης που ζει μια ήσυχη, αλλά αξιοζήλευτη ζωή με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Όταν μια συμμορία εισβάλλει στο σπίτι του για να το ληστέψει και ένα από τα μέλη της κακοποιεί την έφηβη κόρη του, οι ισορροπίες του διαταράσσονται ανεπανόρθωτα. Η αστυνομία δεν του δίνει πολλές ελπίδες για τη σύλληψη των ενόχων, αλλά ένας γείτονας θα του δώσει κάποιες σημαντικές πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν στα ίχνη τους. Τότε θα βρεθεί μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα που θα τον στιγματίσει για πάντα…
Και να που εν έτει 2013 ανακαλύπτει κανείς ότι υπάρχει καλός ελληνικός κινηματογράφος για το ευρύ κοινό, πέρα από το κύμα του φεστιβαλικού greek weird cinema ή κάποιες ανάξιες λόγου σεξοκωμωδίες της πρόσφατης παραγωγής. Ένας κινηματογράφος απλός, αυθεντικός, που μας κοιτά στα μάτια, που δε φοβάται να αναδείξει και να μιλήσει ανοιχτά για τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα (…), θέτοντας τον καθένα μας προ των ευθυνών του, που αποδεικνύει τελικά ότι παραμένει η λαϊκότερη των τεχνών. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος (Ξαφνικός έρωτας/1984, Άντε Γεια/1991, Η Πίσω Πόρτα/2000), ανέκαθεν θιασώτης του καλού λαϊκού σινεμά, επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια, διαχειρίζεται με λεπτότητα και ευαισθησία ένα ακανθώδες θέμα και στέλνει ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, ότι δηλαδή η απλότητα και η ειλικρίνεια είναι οι καλύτεροι τρόποι για να μιλήσει κανείς στην καρδιά και στο μυαλό του θεατή.

Ο Εχθρός μου δεν βασίζεται σε κάποια πρωτόλεια ιδέα, αντίθετα μάλιστα ταινίες με θέμα την αυτοδικία, πολλές απ’ αυτές ιδεολογικά αμφιλεγόμενες, κατακλύζουν κάθε χρόνο την παγκόσμια κινηματογραφική παραγωγή. Ο Τσεμπερόπουλος ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία με τον  Robert Guédiguian στα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο/2011, χωρίς όμως να φτάνει στα επίπεδα μιας θρησκευτικής παραβολής για την αγάπη, όπως ο Γαλλοαρμένιος σκηνοθέτης, μιλά κι αυτός για έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που χάνει τον εαυτό του μετά από ένα τραγικό γεγονός, έναν άνθρωπο που ξαφνικά καλείται να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που ποτέ δεν του είχαν τεθεί, ενώ είναι απροετοίμαστος να το κάνει. Παράλληλα σχολιάζει τους μηχανισμούς που οδηγούν τον άνθρωπο στην απομόνωση και την περιχαράκωση των ατομικών κεκτημένων, σαν αντίδοτο  σε μια σύγχρονη (ελληνική) κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση, περισσότερο ηθική και πολιτική, παρά οικονομική. Ο ήρωας του Τσεμπερόπουλου είναι ένας άνθρωπος φύσει αισιόδοξος, ιδεαλιστής, απόγονος της γενιάς της μεταπολίτευσης και των μεγάλων οραμάτων. Μοιάζει χαρακτήρας ηθικός και ευαίσθητος, ενώ η επαγγελματική ενασχόληση του με τα λουλούδια προδίδει μια ιδιαίτερη σχέση με τη γη και τη φύση. Έχει ήσυχη τη συνείδηση του, ζώντας απομονωμένος σε ένα μικρόκοσμο οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας που έχει χτίσει ο ίδιος με τα καλύτερα υλικά. Όταν η τραγωδία του χτυπά την πόρτα, θα ανακαλύψει βίαια έναν διαφορετικό κόσμο, θα δει μια άλλη εικόνα της κοινωνίας απ’ αυτή που είχε στο μυαλό του ή απέφευγε συνειδητά να αντικρύσει κατάματα. Μια κοινωνία βίας και σκληρότητας, μια κοινωνία που προκρίνει το “οφθαλμόν αντί οφθαλμού” ως μέθοδο απονομής δικαιοσύνης, που εκτρέφει εγκληματίες και κυοφορεί σαν αντίβαρο παρανοϊκές προσωπικότητες, όπως του γείτονα του, που έχει μετατρέψει το σπίτι του και τη ζωή του σε οχυρωμένο φρούριο. Η γνωριμία του μαζί του θα σταθεί καθοριστική, αφού θα τον παρασύρει σε μια κατάβαση σε μια προσωπική κόλαση, όπου θα ανακαλύψει έντρομος έναν άλλο εαυτό, που βρίσκεται βαθιά κρυμμένος στην ψυχή του, τον πραγματικό εχθρό του, από τον οποίο δε θα μπορέσει να ξεφύγει.

Ο Τσεμπερόπουλος έχοντας στα χέρια του ένα απλό, αλλά δουλεμένο και στιβαρό σενάριο, εισβάλλει στα άδυτα του μυαλού του ήρωα του και παρακολουθεί στενά την εσωτερική πάλη και την εξέλιξη του χαρακτήρα του, ακροβατώντας με δεξιοτεχνία πάνω στη λεπτή γκρίζα γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό, το φασισμό από τη δημοκρατία και το ρατσισμό από την κοινωνική δικαιοσύνη. Όλοι έχουμε μέσα μας μια βίαιη προδιάθεση, αλλά για να εκδηλωθεί αυτή δημόσια και ακραία, πρέπει να συνηγορούν και οι συνθήκες, φαίνεται να πιστεύει -και όχι άδικα- ο σκηνοθέτης. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και στον ήρωα της ταινίας,  που αναπάντεχα περνά από τη θεωρία στην πράξη, από την ψύχραιμη αποτίμηση μιας κατάστασης στη μανία για εκδίκηση, χωρίς να έχει προλάβει να σκεφτεί τις συνέπειες. Ο Μανώλης Μαυρομματάκης αποδεικνύεται ο κατάλληλος άνθρωπος για να ζωντανέψει ρεαλιστικά τα ηθικά διλήμματα του, αφού με μια ερμηνεία χαμηλών τόνων αλλά υψηλών επιδόσεων, καταφέρνει να αποτυπώσει στο πρόσωπο του όλες τις εναλλαγές συναισθημάτων που βιώνει ο ήρωας, από την απορία και την έκπληξη στην οργή, από τη συνειδητοποίηση της αδικίας στη δίψα για εκδίκηση, στις ενοχές και το φόβο. Εξαιρετικοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του καστ, χτίζουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες που απεικονίζουν γλαφυρά τις διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση στο ταραγμένο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η μόνη ένσταση μου έχει να κάνει με το χαρακτήρα του γείτονα, πολύ σημαντικού για την εξέλιξη της πλοκής, ο οποίος μοιάζει υπερβολικά σχηματικός και μονοδιάστατος αγγίζοντας τα όρια της καρικατούρας, καθώς στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα τέτοιες συμπεριφορές και στάσεις ζωής -δυστυχώς- δεν μπορούν να αποδίδονται πια, μόνο σε παρανοϊκούς ή αντικοινωνικούς τύπους.
Σκηνοθετώντας ήσυχα και χαμηλόφωνα, δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που σε εγκλωβίζει, όσο και τον ήρωα της, ο Τσεμπερόπουλος παραδίδει ίσως την καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς. Αποφεύγοντας την παγίδα του εύκολου διδακτισμού ή των συνηθισμένων σ’ αυτές τις περιπτώσεις μελοδραματικών κραυγών, περιορίζεται να θέτει κρίσιμα ερωτήματα και -προς τιμήν του- δεν χειραγωγεί το θεατή όσον αφορά τις απαντήσεις, αλλά τον καλεί σε μια εν τω βάθει  αναζήτηση ως τα ενδότερα της ψυχής του. Ακόμα και ο ειρωνικός συμβιβασμός του φινάλε, είναι το ίδιο αμφίσημος με τον τίτλο της ταινίας. Η λύση στο πρόβλημα δεν προσφέρεται στο πιάτο, πιθανόν μάλιστα να μην βρεθεί ποτέ. Ο εχθρός, διαφορετικός ίσως για τον καθένα από μας, θα είναι πάντα εκεί. Στο χέρι μας (;) είναι να τον βρούμε και να τον αντιμετωπίσουμε…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Χαμηλών τόνων, ρεαλιστική αλλά και βαθιά ανθρώπινη ματιά στα αδιέξοδα και τα διλήμματα του σύγχρονου νεοέλληνα, που ζει σε μια χώρα σε απόλυτη σύγχυση. Εξαιρετικό δείγμα καλού λαϊκού σινεμά που μιλά στην καρδιά και στο μυαλό. Ο Εχθρός μου είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε.

7,5/10

22/11/13

How I Live Now

Διχασμένη προσωπικότητα

2013, UK, 101 min
Ελληνικός Τίτλος: Σ’ Αγαπώ
Σκηνοθεσία: Kevin Macdonald/Σενάριο: Jeremy Brock, Tony Grisoni, Penelope Skinner/Παίζουν: Saoirse Ronan, George MacKay, Tom Holland, Harley Bird, Danny McEvoy, Anna Chancellor

Στους κινηματογράφους από 14/11/2013

Η δεκαεξάχρονη Ελίζαμπεθ (Saoirse Ronan) ή Ντέιζι όπως προτιμά να τη φωνάζουν, αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι της στη Νέα Υόρκη, για να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες σε ένα αγροτόσπιτο της αγγλικής επαρχίας, όπου ζουν τα τρία της ξαδέρφια, ο Έντι (George MacKay), η Πάιπερ (Harley Bird) και ο Άιζακ. Η Ντέιζι, μια τυπική προβληματική έφηβη, καταπιεσμένη βαθύτατα από τους κανόνες και τις συμβάσεις που όφειλε να ακολουθεί ως εκείνη τη στιγμή, αφού ακόμα “ακούει” τις φωνές τους στο μυαλό της, αντιμετωπίζει αρχικά τη νέα κατάσταση με απέχθεια και αντιδραστικότητα, παρά την εγκάρδια υποδοχή που της γίνεται. Όλα όμως φαίνεται να αλλάζουν όταν ερωτεύεται παράφορα τον Έντι, το μεγάλο της ξάδερφο, έναν παράξενο γητευτή ζώων. Η διαφαινόμενη ευτυχία των δύο παιδιών διακόπτεται βίαια από την έκρηξη του Γ’ Παγκοσμίου πολέμου. Τα αγόρια στρατολογούνται παρά τη θέληση τους, για να βοηθήσουν στον πόλεμο, ενώ τα κορίτσια μεταφέρονται μακριά σε μια νέα οικογένεια. Η Ντέιζι όμως είναι αποφασισμένη να ξανασμίξει με τον Έντι με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι θα ξεκινήσει μαζί με την Πάιπερ για ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι με σκοπό να τον εντοπίσει…
Η νέα ταινία του Σκωτσέζου Kevin Macdonald (Ο Τελευταίος Βασιλιάς της Σκωτίας/2006, Ο Αετός της Αυτοκρατορίας/2011), How I Live Now, βασισμένη στο μπεστ-σέλερ της Meg Rosoff, μοιάζει να πάσχει από το σύνδρομο της διχασμένης προσωπικότητας. Ξεκινώντας σαν ένα ευαίσθητο, ενίοτε αφελές, εφηβικό love-story, μετεξελίσσεται ξαφνικά, σχεδόν απροειδοποίητα, σε ένα μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ για την επόμενη μέρα μιας πυρηνικής καταστροφής. 

Αν μη τι άλλο πάντως, ο Macdonald αποδεικνύει ότι είναι πραγματικός μάστορας στη δημιουργία κινηματογραφικής ατμόσφαιρας. Αποτυπώνοντας αρχικά θαυμάσια τα ηλιόλουστα, καταπράσινα τοπία της Ουαλίας, δημιουργεί ένα ειδυλλιακό, σχεδόν ποιητικό σκηνικό που ξεχειλίζει από αθωότητα και ξεγνοιασιά, ιδανικό για να στεγάσει ένα εφηβικό, αν και απαγορευμένο ρομάντζο. Αν ψάξει όμως κανείς κάτω από την επιφάνεια, ανακαλύπτει τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής. Οι φωνές μέσα στο ταραγμένο μυαλό της ηρωίδας, η περίεργη -σχεδόν μεταφυσική- σχέση του Έντι με τα ζώα, οι συνεχείς πολεμικές ανακοινώσεις στα μέσα ενημέρωσης, προειδοποιούν για το τέλος της αθωότητας. Αυτό έρχεται αρχικά με τη μορφή μιας ακατανόητης χιονόπτωσης, συνέπεια μιας πυρηνικής έκρηξης, που κρύβει τον ήλιο και καλύπτει τα καταπράσινα λιβάδια, ενώ τα παιδιά γυρίζουν στο σπίτι περπατώντας ξυπόλητα στο χιόνι -σαφώς την καλύτερη σκηνή της ταινίας- και λίγο αργότερα με την έλευση των στρατιωτών που χωρίζουν τα παιδιά και στέλνουν τη Ντέιζι και την Πάιπερ σε μια καινούργια οικογένεια κάπου μακριά. Από κει και πέρα όμως, τα πάντα αλλάζουν και έχεις την αίσθηση ότι ξαφνικά παρακολουθείς μια άλλη ταινία. Ο Macdonald βάζει στην παλέτα του όλους τους τόνους του γκρι για να αναπαραστήσει μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα γεμάτη αόρατους κινδύνους, που παραμονεύουν σε κάθε βήμα και ανθρώπους χωρίς ελπίδα, αλλά και χωρίς ηθικές αναστολές. Γυναίκες που μεταφέρονται με στρατιωτικά φορτηγά στα χωράφια για δουλειά, εκατόμβες πτωμάτων σε σακούλες, βιασμοί και λεηλασίες, συνθέτουν το καινούργιο σκηνικό. Και μέσα σ’ όλα αυτά η Ντέιζι ακατανόητα, σχεδόν εμμονοληπτικά, αποφασίζει να αναζητήσει τον Έντι και το σπίτι τους, έχοντας σαν οδηγό τον έρωτα της και κάποιες φωνές από το υποσυνείδητο, σε μια πορεία όπου σταδιακά απογυμνώνεται από οποιαδήποτε ηθική υπόσταση.

Είναι φανερό ότι ο Macdonald θέλει να διηγηθεί την ιστορία του μέσω της Ντέιζι, δηλαδή μιας ερωτευμένης έφηβης, που τα μάτια της βλέπουν τα πάντα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του ρομαντικού της έρωτα. Οι προτεραιότητες και τα πρέπει των ενηλίκων δεν έχουν γι’ αυτήν σημασία, γι’ αυτό άλλωστε και αυτοί απουσιάζουν παντελώς από την πλοκή. Η έλλειψη επίσης οποιασδήποτε πολιτικής χροιάς σε ένα φιλμ που μιλά για μια πυρηνική καταστροφή, εκεί παραπέμπει: ο εχθρός είναι αόρατος και απρόσωπος, αφού το μόνο που ενδιαφέρει την ηρωίδα είναι να σώσει τον έρωτα της και να βρει ένα σπίτι για να ανήκει. Όμως όλο αυτό το σκεπτικό, που μπορεί να φαίνεται χαριτωμένο και ευαίσθητο στο πρώτο μέρος της ταινίας, δε λειτουργεί το ίδιο καλά και στο δεύτερο. Η πορεία της ηρωίδας μέσα σε ένα τοπίο θανάτου, απελπισίας και καταστροφής, κατά την οποία μεταλλάσσεται πνευματικά και συναισθηματικά, εγείρει πολλά ηθικά ερωτήματα σε σχέση με το χαρακτήρα της που μένουν αναπάντητα. Όταν μάλιστα η επώδυνη αυτή πορεία προς την ενηλικίωση, έχει σαν μοναδικό οδηγό ρομαντικά οράματα ή φωνές που ακούει η ηρωίδα και την κατευθύνουν στο στόχο της, καταντά μια αφελής, επιφανειακή εφηβική ονείρωξη, που δύσκολα γίνεται πιστευτή. Το φινάλε της ταινίας, βγαλμένο λες από τους Ατέλειωτους Αρραβώνες του Jean-Pierre Jeunet, αφήνει ξαφνικά τα πάντα σχεδόν τακτοποιημένα και τον πόλεμο να μοιάζει με ένα μακρινό εφιάλτη του παρελθόντος (…), αλλά ταυτόχρονα σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο Macdonald ήθελε να απευθυνθεί μόνο σε ένα εφηβικό κοινό ή είχε κάποιους επιπλέον στόχους, τους οποίους έχασε στο δρόμο. Ευτυχώς πάντως η επιλογή της Saoirse Ronan στον πρωταγωνιστικό ρόλο αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη, αφού ισορροπεί εξαιρετικά μεταξύ μιας προβληματικής ερωτευμένης έφηβης και ενός τρομαγμένου παιδιού που ωριμάζει διασχίζοντας μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα, αντιμετωπίζοντας κάθε είδους απειλές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τεχνικά εντυπωσιακή, αλλά άνιση ιστορία ενηλικίωσης που τελικά δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται μόνο σε ανώριμους ρομαντικούς εφήβους, χωρίς να καταφέρνει να εμβαθύνει στα πιο ουσιαστικά και κρίσιμα ζητήματα που θέτει.

6/10

18/11/13

Don Jon

Μόνο το σεξ δε φτάνει…

2013, USA, 90 min
Ελληνικός Τίτλος: Don Jon
Σκηνοθεσία: Joseph Gordon-Levitt/Σενάριο: Joseph Gordon-Levitt/Παίζουν: Joseph Gordon-Levitt, Scarlett Johansson, Julianne Moore, Tony Danza, Glenne Headly, Brie Larson, Rob Brown, Jeremy Luke

Στους κινηματογράφους από 24/10/2013

Ο 32χρονος Joseph Gordon-Levitt, παρά τη μικρή ηλικία του, έχει ήδη χτίσει μια αξιοσέβαστη καριέρα στο Χόλιγουντ. Ανήκει δε σε μια μικρή μειοψηφία ηθοποιών,  που ενώ ξεκίνησαν την κινηματογραφική τους ζωή πολύ νωρίς, σαν παιδιά-θαύματα, δεν εξαφανίστηκαν στη συνέχεια, αλλά συνέχισαν να δίνουν δυναμικά το παρόν. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και με τη Scarlett Johansson, ενώ ένα ακόμα κοινό στοιχείο της πορείας των δυο πρωταγωνιστών, είναι ότι η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία ήταν ταινία του Robert Redford (Το Ποτάμι Κυλά Ανάμεσα μας/1992 για τον Levitt, Ο Γητευτής των Αλόγων/1998 για τη Johansson). Στο “Don Jon”, ο Levitt πολύ πρόωρα σε σχέση με άλλους συναδέλφους του, δοκιμάζει τις ικανότητες του για πρώτη φορά στη σκηνοθεσία, πάνω σε δικό του μάλιστα σενάριο και ομολογουμένως τα καταφέρνει αρκετά καλά.
Ο ήρωας της ταινίας, ο Τζον Μαρτέλο (Joseph Gordon-Levitt) είναι ένας τυπικός νεαρός ιταλοαμερικανός μπάρμαν στο Νιου Τζέρσεϊ χωρίς πολλές φιλοδοξίες, που η ζωή του περιστρέφεται γύρω  από μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα: γυναίκες, γυμναστήριο, σπίτι, αυτοκίνητο, εκκλησία, οικογένεια. Οι φίλοι του τον αποκαλούν Ντον (Τζον), αφού έχει μεγάλη επιτυχία στο γυναικείο φύλο, αλλά αυτός δείχνει να περνά καλύτερα μόνος του μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, παρακολουθώντας ταινίες πορνό. Όταν όμως ο έρωτας του χτυπά για πρώτη φορά την πόρτα στο πρόσωπο της πανέμορφης Μπάρμπαρα (Scarlett Johansson), μιας συντηρητικής ρομαντικής νεαρής που ψάχνει τον πρίγκιπα του παραμυθιού,  θα πρέπει να κάνει τις επιλογές του αν θέλει να την κατακτήσει, για να ανακαλύψει τελικά, ότι ο έρωτας και η πραγματική οικειότητα κρύβεται στα πιο απρόσμενα μέρη…

Επηρεασμένος σαφώς από τον ανανεωτικό, φρέσκο αέρα που έφεραν στο -κουρασμένο- είδος τα τελευταία χρόνια, κάποιες “σκεπτόμενες” rom-com (ρομαντικές κομεντί), όπως τα 500 Days with Summer, Crazy Stupid Love κλπ., ο Joseph Gordon-Levitt παρουσιάζει με δεξιοτεχνία μια ιστορία ενηλικίωσης σε συσκευασία ρομαντικής κομεντί, που η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι ψάχνει να βρει απαντήσεις σε ρομαντικά διλήμματα, όπως η αναζήτηση του έρωτα, της συντροφικότητας και της οικειότητας, μέσα από τη σχέση εξάρτησης που έχει αναπτύξει ο βασικός ήρωας με τις ταινίες πορνό. Ο Don Jon δεν κινείται πάντως στο σκοτεινό σύμπαν του Steve McQueen στο πρόσφατο Shame, όπου ο ήρωας του μέσα από τον εθισμό του στο πορνό και στο πληρωμένο σεξ οδηγείται στην κατάβαση σε μια προσωπική κόλαση, αλλά ζει σε μια φωτεινή και ιλουστρασιόν  -αλλά εξίσου κενή- παραίσθηση ενός σύγχρονου αμερικάνικου ονείρου. Γυμνασμένα μυώδη κορμιά, γρήγορα αυτοκίνητα, όμορφες γυναίκες είναι τα συστατικά της επιτυχίας, συνυφασμένα όμως με οικογενειακά γεύματα και κυριακάτικες εξομολογήσεις στην εκκλησία, που τονίζουν το υπερσυντηρητικό προφίλ της τοπικής κοινωνίας. Το σεξ είναι εύκολο και γρήγορο, όμως η πραγματική επικοινωνία και η συντροφικότητα λείπουν, αφού οι σχέσεις καθορίζονται από τα κοινωνικά πρότυπα, που κρατούν τους ήρωες εγκλωβισμένους και δεν επιτρέπουν στα γνήσια συναισθήματα να βγουν στην επιφάνεια. Το πορνό έτσι γίνεται για τον Τζον η μόνη διέξοδος ελευθερίας (…) από τις συμβάσεις, αλλά και ικανοποίησης του Εγώ του, παράλληλα όμως του δημιουργεί ενοχές, σε πρώτο επίπεδο λόγω του συντηρητικού του χαρακτήρα, αλλά και βαθύτερα, αφού συνειδητοποιεί τη συναισθηματική του αναπηρία. Η εξάρτηση του από το πορνό, είναι στην πραγματικότητα μια άρνηση να δει τη ζωή κατάματα και να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα του, ξεφεύγοντας από τα πρέπει που του επιβάλλονται και καταλήγει να γίνει μια φυλακή, αντίστοιχη μ’ αυτήν μιας συμβατικής σχέσης. Η ευκαιρία για να δραπετεύσει οριστικά απ’ αυτήν την κατάσταση, θα του δοθεί αναπάντεχα, χωρίς κι ο ίδιος να το περιμένει ή να το φαντάζεται. Ο Τζον θα επανεκτιμήσει τη στάση του και θα κληθεί τελικά να επιλέξει μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, κατακτώντας την πολυπόθητη ωριμότητα.

Ο Joseph Gordon-Levitt σε τριπλό ρόλο σκηνοθέτη-σεναριογράφου-πρωταγωνιστή, διαχειριζόμενος με χιουμοριστική διάθεση και καλώς εννοούμενη ελαφρότητα -χωρίς ποτέ να γίνεται χυδαίος- θέματα ταμπού για μια ρομαντική κομεντί, από το πορνό και την υπερ-έκθεση μας στο σεξ σαν μηχανισμούς παραγωγής συναισθηματικά ανάπηρων νέων ανθρώπων, ως την κρίση ηθικών αξιών της σύγχρονης κοινωνίας και την υποκρισία της εκκλησίας και της οικογένειας, καταφέρνει εν πολλοίς να καταγράψει τα προσωπικά και συναισθηματικά αδιέξοδα μιας γενιάς που βομβαρδίζεται καθημερινά από πλαστά πρότυπα ευτυχίας. Οι χαρακτήρες του βέβαια, στερούνται βάθους και φλερτάρουν πολλές φορές με την καρικατούρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι αποτελούν ρεαλιστική απεικόνιση της σύγχρονης κοινωνίας της επιφάνειας και του θεαθήναι. Η επιλογή των ηθοποιών που τους υποδύονται, υπήρξε πραγματικά ιδανική, αφού η Scarlett Johansson δίνει πραγματικό ρεσιτάλ στο ρόλο της bimbo-ρομαντικής γκόμενας, ενώ ο ίδιος ο Levitt και η Julianne Moore είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους. Και παρ’ ότι θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε μια σχετικά “εύκολη” και ανώδυνη προσέγγιση στο θέμα και ένα ελαφρώς βεβιασμένο, αφελές φινάλε -που όμως μας αφήνει όλους ικανοποιημένους, δεν μπορούμε να του στερήσουμε το δικαίωμα να παραμένει αισιόδοξος, όπως κάθε νέος άνθρωπος οφείλει να κάνει…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Διασκεδαστική, αντισυμβατική ρομαντική κομεντί καλών προθέσεων, που καταφέρνει παρ’ όλη την ελαφρώς αφελή προσέγγιση του θέματος της, να μιλήσει απλά και ειλικρινά για θέματα ταμπού για άλλες ταινίες του είδους. Ελπιδοφόρο σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Joseph Gordon-Levitt.


7/10

16/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 10η: Επιστροφή στις Ρίζες

Nebraska/Νεμπράσκα

2013/USA/115min/Σκηνοθεσία: Alexander Payne/Σενάριο: Bob Nelson/Παίζουν: Bruce Dern, Will Forte, June Squibb, Bob Odenkirk, Stacy Keach, Marie-Louise Wilson, Rance Howard

Η νέα ταινία του -αγαπημένου του Φεστιβάλ- Alexander Payne, είναι ένα γλυκόπικρο road-movie, μέσω του οποίου ο σκηνοθέτης μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες, ως μοναδική λύση για να συμφιλιωθούμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος. Η “Nebraska”, η 6η μεγάλου μήκους ταινία του και η πρώτη που σκηνοθετεί χωρίς δικό του σενάριο, αποτελεί παράλληλα και γι’ αυτόν αφορμή για πολλαπλές επιστροφές στο παρελθόν. Ο Payne επιστρέφει με την ταινία στον τόπο της καταγωγής του, τη Νεμπράσκα, ενώ παράλληλα επιστρέφει στις low budget χειροποίητες παραγωγές, αλλά και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η πρώτη ταινία του “Citizen Ruth” (1996) είχε βραβευτεί για το σενάριο της.
O Γούντι Γκράντ είναι ένας γκρινιάρης, αλκοολικός, ηλικιωμένος άντρας, στα πρόθυρα της άνοιας, που ζει με τη γυναίκα του στη Μοντάνα. Όταν εξ’ αιτίας ενός διαφημιστικού κόλπου, θεωρεί λανθασμένα ότι έχει κερδίσει 1.000.000 δολάρια σε κάποιον διαγωνισμό, επιμένει να ταξιδέψει στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας του. Ο μικρότερος γιος του Ντέιβιντ, που βρίσκεται σε μια οριακή στιγμή της ζωής του, καθώς πρέπει να πάρει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον του, βλέποντας αυτό το ταξίδι σαν μια ευκαιρία αναθέρμανσης της βαλτωμένης σχέσης του με τον πατέρα του, δέχεται να τον συνοδέψει. Πατέρας και γιος θα διασχίσουν τέσσερις πολιτείες με αυτοκίνητο, αλλά λόγω ενός απροόπτου, θα αναγκαστούν να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο σε μια μικρή πόλη της Νεμπράσκα, τον τόπο καταγωγής του Γούντι, όπου αργότερα καταφθάνει και η γυναίκα του. Εκεί ο Ντέιβιντ θα γνωρίσει τα μέλη της οικογένειας του πατέρα του, θα μάθει πολλά πράγματα που δεν ήξερε για το παρελθόν του και τελικά θα δει τη σχέση τους με άλλο μάτι, ωριμάζοντας παράλληλα σαν χαρακτήρας.

Η Nebraska είναι μια “μικρή” ταινία φτιαγμένη με απλά υλικά και γνήσια συναισθήματα, απ’ αυτές που μόνο ο ανεξάρτητος αμερικανικός κινηματογράφος ξέρει απλόχερα να μας προσφέρει. Η θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Phedon Papamichael, μόνιμου συνεργάτη του Payne, αποτυπώνει τα ανοιχτά, άδεια τοπία των μεσοδυτικών πολιτειών και παρακολουθεί από κοντά τις ακίνητες ζωές των κατοίκων τους, που δείχνουν να έχουν αποδεχτεί ότι τίποτα δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη τους ρουτίνα, που εξαντλείται μεταξύ οικογενειακών συγκεντρώσεων και επισκέψεων στα τοπικά μπαρ. Το σενάριο του Bob Nelson ξέρει να ισορροπεί υπέροχα ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, χτίζοντας χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας και της υπερβολής καμιά φορά, αλλά οικείους στον καθένα μας. Η επιλογή του Bruce Dern αποδεικνύεται σοφή, (αν και είχαν προηγηθεί επαφές με τους Gene Hackman και Jack Nicholson) και ανταμείφθηκε με το βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, όμως την παράσταση κλέβει η μητέρα/June Squibb, σε ένα σαφώς πιο αβανταδόρικο ρόλο. Και τέλος ο ίδιος ο Alexander Payne, αγκαλιάζοντας τους ήρωες του με αγάπη και κατανόηση, σκιαγραφεί τη σχέση πατέρα και γιου μέσα από ένα φίλτρο νοσταλγίας αλλά και ωριμότητας, που μπορεί να συγχωρεί πλέον τα λάθη του παρελθόντος. Το ταξίδι των δύο (φυσικά πιο σημαντικό από τον τελικό προορισμό), τελικά αποκτά μια διάσταση σχεδόν υπαρξιακή, αφού ο ουσιαστικός του στόχος είναι να μικρύνουν οι αποστάσεις και να εκπληρωθούν τα απωθημένα μιας ολόκληρης ζωής. Και παρ’ ότι ο Payne δεν αποφεύγει κάποιες σεναριακές ευκολίες και αμερικανιές, ιδιαίτερα προς το τέλος της ταινίας, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς, ότι το ταξίδι που μας προτείνει, ένα ταξίδι στην ωριμότητα και την αυτογνωσία -πολλές φορές δύσκολο και επώδυνο- αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε και εμείς να το κάνουμε…


6,5/10

15/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 9η: Το Ημερολόγιο της Παράνοιας

Sen Aydinlatirsin Geceyi/Φωτίζεις τη Νύχτα

2013/Turkey/107min/Σκηνοθεσία: Onur Ünlü/Σενάριο: Onur Ünlü/Παίζουν: Ali Atay, Demet Evgar, Damla Sönmez, Ercan Kesal, Derya Alabora

Η τελευταία ταινία του Onur Ünlü, ο τίτλος της οποίας προέρχεται από το 28ο σονέτο του Σέξπιρ και σάρωσε τα βραβεία στο τελευταίο Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, δεν μπορεί εύκολα να καταταγεί σε κινηματογραφικά είδη. Ο Ünlü καταγράφοντας τη ζωή μιας ομάδας ανθρώπων σε μια μικρή πόλη της Ανατολίας, που καθένας απ’ αυτούς έχει κάποια ιδιαίτερη εξωπραγματική ικανότητα, ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό, στη μαύρη κωμωδία και τον ακραίο  σουρεαλισμό, στο σινεμά κοινωνικής κριτικής και την εξιστόρηση μιας αντισυμβατικής ερωτικής ιστορίας, αλλά τελικά παρά τις καλές του προθέσεις, χάνει τον προσανατολισμό του.
Από τις πρώτες σκηνές της ταινίας γίνεται εμφανές ότι ο Ünlü αρνείται κάθε έννοια ρεαλισμού. Ο Κεμάλ, ένας νεαρός άντρας που πάσχει από κατάθλιψη λόγω του θανάτου της μητέρας του και των αδερφών του σε μια πυρκαγιά και έχει την ικανότητα να περνά μέσα από τοίχους, ζει σε μια μικρή τουρκική πόλη, βοηθώντας τον πατέρα του στο κουρείο του, ενώ παράλληλα είναι διαιτητής σε αγώνες ποδοσφαίρου. Μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου τον κουράρει ο Ιρφάν, ένας γιατρός που δακρύζει αίμα, αλλά έχει και κάποιες περίεργες ασχολίες. Αργότερα ο Κεμάλ γνωρίζει και ερωτεύεται τη νεαρή Γιασμίν, μια κοπέλα με τηλεκινητικές ικανότητες. Παρ’ ότι κι αυτή ανταποκρίνεται στον έρωτα του και παντρεύονται, η παρανοϊκή ζήλια του δεν τους αφήνει να ευτυχήσουν. Πιστεύοντας ότι η Γιασμίν τον απατά με το αφεντικό της, ο Κεμάλ προσπαθεί να τον δολοφονήσει, για να ανακαλύψει όμως ότι είναι αθάνατος. Η Ντεφνέ μια νεαρή πλανόδια βιβλιοπώλης που μπορεί να σταματά το χρόνο με ένα χτύπημα των χεριών της, του προτείνει να απαγγείλει στη γυναίκα του κάποια σονέτα του Σέξπιρ για να τον συγχωρήσει. Παράλληλα, ο Κεμάλ δέχεται κατά καιρούς τις συμβουλές της παλιάς δασκάλας του στο σχολείο, που είναι αόρατη…

Ο Ünlü βέβαια, θέλει μέσα από τις ασυνήθιστες ιστορίες των ηρώων του, να μιλήσει υπόγεια και αιχμηρά για χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν την τουρκική κοινωνία, δίνοντας τους μια διάσταση οικουμενική, σχεδόν μεταφυσική: την περίοπτη θέση που συνεχίζει να έχει η οικογένεια στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία, τις κοινωνικές-ταξικές διαφορές, τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή Τουρκία που παραμένει δύσκολη, τα όνειρα της νέας γενιάς και τις εμμονές της παλιάς, τη διαρκώς αυξανόμενη διαφθορά που καταλύει τους θεσμούς. Πάνω απ’ όλα όμως ο Ünlü θέλει να μιλήσει για το αβέβαιο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη απέραντη μοναξιά, την ανάγκη για επικοινωνία και τα τραύματα του παρελθόντος που δεν θεραπεύονται ποτέ. Με αργούς τελετουργικούς ρυθμούς, έξοχη ασπρόμαυρη φωτογραφία και επαναλαμβανόμενα μελαγχολικά μουσικά μοτίβα, παρακολουθεί τις προδιαγεγραμμένες πορείες των ηρώων του , που παρ’ ότι καταφέρνουν να ξεπεράσουν την κοινή αντίληψη και λογική, παγώνοντας το χρόνο ή βλέποντας μέσα από τους τοίχους, δε θα καταφέρουν ποτέ να ξεφύγουν από τα φαντάσματα που τους καταδιώκουν.
Όλα αυτά όμως, που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν σε μια κόλλα χαρτί, ακόμα πιο δύσκολα χωράνε σε 107 λεπτά φιλμικού χρόνου βγάζοντας νόημα, εκτός αν είσαι ο Buñuel ή έστω ο Wes Anderson. Όταν μάλιστα ενδιάμεσα παρεμβάλλονται αόρατα όπλα που σκοτώνουν, ψυχοτρόπα χάπια που κάνουν τους χρήστες τους να πετούν πάνω από μια πόλη με δυο ήλιους και τρία φεγγάρια, απαγγελίες σονέτων του Σέξπιρ σαν αντίδοτο για έναν άγριο ξυλοδαρμό, αεροπλάνα που σταματούν στον αέρα και πλείστα άλλα (πολλές φορές εύστοχα) ευρήματα, που όμως τελικά αποπροσανατολίζουν και απλά επιτείνουν την αίσθηση μιας αυξανόμενης παράνοιας, οι καλές προθέσεις μπαίνουν στο περιθώριο και αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο στόχος του όλου εγχειρήματος. Για να κατανοήσει κανείς τελικά το φιλμικό σύμπαν του Onur Ünlü, πρέπει να θεωρήσει την ταινία ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, σχετικά με την κινηματογραφική γλώσσα και έκφραση ή καλύτερα, ένα ημερολόγιο της πορείας ενός διαταραγμένου μυαλού προς την παράνοια.

4,5/10

12/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 8η: Έργα και Ημέρες Ενός Εκτελεστή της Μαφίας

Salvo/Σάλβο

2013/Italy/104min/Σκηνοθεσία: Fabio Grassadonia, Antonio Piazza/Σενάριο: Fabio Grassadonia, Antonio Piazza/Παίζουν: Saleh Bakri, Sara Serraiocco, Luigi Lo Cascio, Giuditta Perriera

Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθετικού ντουέτου Antonio Piazza και Fabio Grassadonia, που κέρδισε το βραβείο της Εβδομάδας Κριτικής στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, φιλοδοξεί να ανανεώσει την κουρασμένη μυθολογία των κλασικών γκανγκστερικών φιλμ, θεματικά αλλά και αισθητικά. Από τη μια πλευρά, επικεντρώνοντας κυρίως στο ψυχολογικό προφίλ και την ανθρώπινη πλευρά ενός αδίστακτου επαγγελματία δολοφόνου, που με αφορμή τη συνάντηση του με ένα τυφλό κορίτσι, ανακαλύπτει μέσα του ξεχασμένα ψήγματα ανθρωπιάς και αναθεωρεί ολόκληρη την προηγούμενη ζωή του και από την άλλη, επιστρατεύοντας έναν ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφησης που κρατά σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις του θεατή. Έχοντας σίγουρα στο μυαλό τους το Σαμουράι του Jean-Pierre Melville, αλλά και τον πρόσφατο Αμερικάνο του Anton Corbijn, οι Piazza και Grassadonia επιδεικνύουν ένα αξιοσημείωτο σκηνοθετικό ταλέντο, αλλά τελικά εγκλωβίζονται στο ισχνό τους σενάριο και χάνουν το παιχνίδι.
Οι εισαγωγικές σκηνές του Salvo είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Ο Σάλβο, ένας σκληρός και ανελέητος εκτελεστής της σισιλιάνικης μαφίας, μετά από μια ανταλλαγή πυροβολισμών και μια σκηνή καταδίωξης, μαθαίνει το όνομα του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για μια παγίδα που στήθηκε εναντίον του. Ακολουθώντας τις εντολές των αφεντικών του, εισβάλλει στο σπίτι του με σκοπό να τον σκοτώσει, για να ανακαλύψει όμως ότι το υποψήφιο θύμα έχει μια νεαρή τυφλή αδερφή, τη Ρίτα, η οποία είναι προς στιγμήν μόνη εκεί. Από κει και πέρα και για ένα εικοσάλεπτο περίπου, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού, μεταξύ του στυγνού εκτελεστή και του τυφλού κοριτσιού, που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο. Με υποφωτισμένα πλάνα όπου τον πρώτο ρόλο παίζουν οι σκιές και συνεχή εναλλαγή point-of-view λήψεων (λήψεις όπου η κάμερα παρουσιάζει αυτά που βλέπουν τα μάτια του ήρωα), αλλά και κοντινών στα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών, το σκηνοθετικό δίδυμο κατορθώνει να χτίσει ένα σκηνικό απίστευτης έντασης και αγωνίας. Το εντυπωσιακό δε είναι, ότι ενώ αρχικά παρακολουθούμε τη σκηνή μέσα από τα μάτια του Σάλβο, ξαφνικά η κάμερα αρχίζει να παρακολουθεί αυτά που “βλέπουν” τα μάτια της Ρίτα, με τον ήχο να παίζει εδώ τον πρώτο ρόλο. Η Ρίτα “παρακολουθεί” το φόνο του αδερφού της, όταν αυτός γυρίζει στο σπίτι, τον οποίο ούτε εμείς βλέπουμε, αλλά ακούμε αυτά που διαδραματίζονται όπως ακριβώς και αυτή. Όταν στη συνέχεια όμως βρίσκεται πολύ κοντά στο θάνατο, συμβαίνει κάτι περίεργο: σαν από θαύμα η Ρίτα αρχίζει να βλέπει. Ο Σάλβο έχοντας ήδη αποφασίσει -σε μια αναπάντεχη έξαρση ανθρωπισμού- να της χαρίσει τη ζωή, τη μεταφέρει σε ένα εγκαταλελειμμένο μεταλλείο, παλιό στέκι της μαφίας.
Στην εκπληκτική αυτή σκηνή, που θα μπορούσε από μόνη της να είναι μια σπουδαία ταινία μικρού μήκους, τα βλέμματα πραγματικά αποκαλύπτουν πολλά για τους χαρακτήρες των δυο πρωταγωνιστών, που χωρίς να ανταλλάξουν ούτε λέξη αναπτύσσουν μια εξαιρετική χημεία μεταξύ τους. Δυστυχώς όμως στη συνέχεια τα πράγματα παίρνουν μια προβλέψιμη και μάλλον αδιάφορη τροπή. Ο ρυθμός πέφτει, η ένταση εξαφανίζεται και η ιστορία επικεντρώνεται πια κυρίως στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του Σάλβο και της Ρίτα. Η αλλαγή της στάσης της τελευταίας όμως, που περνά από το μίσος και την περιφρόνηση, στη συμπάθεια και την εκτίμηση για το Σάλβο, παρ’ ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πιθανή εκδήλωση του συνδρόμου της  Στοκχόλμης ή να συνδυαστεί με την ολική αναγέννηση της Ρίτα, μετά την επαναφορά της όρασης της, δεν πείθει καθόλου, αφού στο ενδιάμεσο δε συμβαίνει τίποτα απολύτως για να δικαιολογήσει μια τέτοια εξέλιξη. Αντίθετα ο Σάλβο περνά ατέλειωτες ώρες στο δωμάτιο που νοικιάζει, προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση, ενώ παρεμβάλλονται κάποιες ανούσιες σκηνές με τους ιδιοκτήτες του σπιτιού και με τους συνεργάτες του, που δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα στην πλοκή. Τελικά μετά από πολύ σκέψη (…), ο Σάλβο έρχεται σε σύγκρουση με τους εργοδότες του σχετικά με την τύχη της Ρίτα, για να φτάσουμε ασθμαίνοντας στο ελαφρώς μπανάλ φινάλε, το οποίο αναβάλλεται συνεχώς, αφού υπάρχουν τρεις ή τέσσερις σκηνές, με κάποια από τις οποίες η ταινία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί νωρίτερα.
Έτσι αυτά που μένουν για να θυμάται κανείς, είναι η συγκλονιστική πρώτη μισή ώρα της ταινίας, η εξαιρετική κινηματογράφηση της περιοχής Αρενέλα του Παλέρμο όπου έγιναν τα γυρίσματα, οι πολύ καλές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, αλλά και τα ονόματα των δυο σκηνοθετών που σίγουρα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον…


5,5/10

11/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 7η: Δύσκολες Εφηβείες

Pelo Malo/Χάλια Μαλλί

2013/Venezuela, Peru, Argentina, Germany/93min/Σκηνοθεσία: Mariana Rondón/Σενάριο: Mariana Rondón/Παίζουν: Samuel Lange Zambrano, Samantha Castillo, Nelly Ramos, Beto Benites

Ο εννιάχρονος Τζούνιορ μεγαλώνει σε μια περιοχή που είναι γεμάτη από ογκώδεις εργατικές πολυκατοικίες στην καρδιά του Καράκας, μαζί με τη μητέρα του και το μικρό αδερφάκι του. Η οικογένεια αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, αφού η μητέρα του, έχοντας μείνει πρόσφατα άνεργη, ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Ο Τζούνιορ όμως δε δείχνει να ενδιαφέρεται παρά μονάχα για τη φωτογραφία ταυτότητας που πρέπει να βγάλει για το νέο του σχολείο. Το πρόβλημα του είναι ότι ονειρεύεται τον εαυτό του με μακρύ ίσιο μαλλί σαν αυτό ενός ποπ τραγουδιστή, ενώ στην πραγματικότητα τα μαλλιά του είναι σγουρά, γεμάτα μπούκλες. Η συμπεριφορά του αυτή, καθώς και η έλξη που δείχνει να αναπτύσσει για το νεαρό υπάλληλο ενός κοντινού μανάβικου, κάνουν τη μητέρα του να αναρωτιέται αν ο Τζούνιορ ρέπει προς την ομοφυλοφιλία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποθαρρύνει αυτού του είδους τις τάσεις. Το μόνο άτομο που φαίνεται να καταλαβαίνει το Τζούνιορ είναι η γιαγιά του…
Το “Pelo Malo” της Mariana Rondón από τη Βενεζουέλα, που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ, είναι μια τρυφερή αλλά ταυτόχρονα σκληρή ματιά πάνω σ’ ένα δύσκολο και ευαίσθητο θέμα, την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας ενός μικρού παιδιού, κάτω από αντίξοες συνθήκες. 

Ο Τζούνιορ που βρίσκεται σε μια τρυφερή και αθώα ηλικία, μεγαλώνει σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, έχοντας να αντιμετωπίσει εκτός των άλλων και την απουσία από τη ζωή του ενός ισχυρού πατρικού προτύπου. Επηρεασμένος όπως τόσα παιδιά, από την πλαστό μοντέλο ευτυχίας που προβάλλεται από τα μέσα και είναι αποδεκτό από το κοινωνικό περιβάλλον, είναι πολύ φυσικό να θέλει να μοιάζει με ένα ποπ μουσικό είδωλο και όχι με στρατιώτη όπως του προτείνεται, όπως ακριβώς και η χοντρούλα, ασχημούλα φίλη του θέλει στη φωτογραφία της ταυτότητας της να μοιάζει με τη Μις Βενεζουέλα. Η μητέρα του, μια γυναίκα κουρασμένη από την ανέχεια και τη συνεχή αναζήτηση δουλειάς και επιπλέον εγκλωβισμένη στα προσωπικά της αδιέξοδα, δεν μπορεί να κατανοήσει τις ανάγκες του, αντίθετα θεωρεί τη συμπεριφορά του ως προάγγελο μιας πιθανής ομοφυλοφιλίας και προσπαθεί να του επιβάλλει ως “θεραπεία” ένα οποιοδήποτε πατρικό πρότυπο, με επιπόλαιες όμως κινήσεις, όπως αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα, όταν κάνει έρωτα με τον τέως εργοδότη της. Ξέροντας ότι ήδη ο Τζούνιορ “μειονεκτεί” έναντι άλλων παιδιών λόγω του σκούρου δέρματος του και της χαμηλής κοινωνικής τάξης όπου ανήκει, θεωρεί ότι η προσθήκη στο παζλ και μιας πιθανής ομοφυλοφιλίας ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες για ένα ευοίωνο μέλλον. Γι αυτό και δεν υιοθετεί μια πιο politically correct στάση, να προσπαθήσει δηλαδή να αποδεχθεί την όποια ιδιαίτερη συμπεριφορά του, αλλά προσπαθεί βίαια να την καταπνίξει. Από την άλλη πλευρά ο ρόλος της γιαγιάς (από την μεριά του πατέρα του Τζούνιορ) παραμένει ελαφρώς αδιευκρίνιστος. Αυτή δεν δείχνει να ενοχλείται από την πιθανή “εκτροπή” του εγγονού της, αντίθετα φαίνεται να την ενθαρρύνει, ίσως με αποκλειστικό στόχο να εκβιάσει την αγάπη και το ενδιαφέρον του. Ο Τζούνιορ τελικά θα βρεθεί μπροστά σε δυσβάσταχτα για την ηλικία του διλήμματα και θα συνθλιβεί κάτω από το βάρος τους, χωρίς φυσικά να καταφέρει να αντιδράσει.

Η Rondón διαχειρίζεται με ευαισθησία και εντιμότητα ένα δύσκολο θέμα, τοποθετώντας το μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο μιας χώρας σε ηθική και οικονομική κρίση, μετά και το θάνατο του ηγέτη της. Όμως η πολυπλοκότητα των διεργασιών που συμβαίνουν στο μυαλό ενός παιδιού στην εφηβεία, τελικά την ξεπερνά. Και οι δυο μητρικές φιγούρες της ταινίας δέχονται με τον ένα ή άλλο τρόπο, ότι ο Τζούνιορ είναι ομοφυλόφιλος και οι πράξεις τους υπαγορεύονται από την αποδοχή αυτού του αξιώματος. Αυτή η μονόπλευρη αντιμετώπιση (πιθανώς αναμενόμενη στο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών) στερεί από την ταινία ένα μέρος της δυναμικής της, αφού η εμμονή του Τζούνιορ να αποκτήσει ίσιο μαλλί, για μένα μοιάζει περισσότερο μια απελπισμένη προσπάθεια αναζήτησης αγάπης και αναγνώρισης από τη μητέρα του και τον κοινωνικό περίγυρο, παρά μια επαναστατική διάθεση έκφρασης μιας καταπιεσμένης σεξουαλικής διαφορετικότητας -που άλλωστε δεν μπορεί να κατανοήσει, ενώ η έλξη του για το νεαρό μανάβη μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί ως αναζήτηση ενός πατρικού προτύπου, που τόσο λείπει από τη ζωή του. Η πικρή σκηνή του φινάλε, αποτυπώνει στα μάτια του συγκλονιστικού Samuel Lange Zambrano όλη τη σύγχυση και την απορία, αλλά και το έλλειμμα αγάπης που διακατέχει τον ήρωα που υποδύεται.


6,5/10


A Nagy Füzet /Το Μεγάλο Τετράδιο

2013/Hungary, France, Germany, Austria/109min/Σκηνοθεσία: János Szász/Σενάριο: Tom Abrams, János Szász, András Szekér/Παίζουν: András Gyémánt, László Gyémánt, Piroska Molnár, Gyöngyvér Bognár, Ulrich Thomsen, Orsolya Tóth

Ο Ούγγρος σκηνοθέτης János Szász επιστρέφει μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, στο -κατά τα φαινόμενα- αγαπημένο του θέμα, τη γέννηση της βίας και τις τεράστιες αλλαγές που επιφέρει στο χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Ο Szász πιστεύει -όχι άδικα- ότι η βία γιγαντώνεται μέσα μας όταν βρει τις κατάλληλες συνθήκες για να ωριμάσει, κάτι που μπορεί να συμβεί ακόμα και στην πιο τρυφερή ηλικία, όταν δηλαδή ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα βίαιο περιβάλλον. Το μυαλό ενός παιδιού, ρουφώντας σαν σφουγγάρι τα εξωτερικά ερεθίσματα χωρίς να μπορεί να τα αξιολογήσει κριτικά, υιοθετεί τη βία σαν τρόπο ζωής, προσπαθώντας να προσαρμοστεί και να επιβιώσει. Στο Woyzeck (1994), ο ομώνυμος ήρωας, ουσιαστικά ένα μεγάλο διαταραγμένο παιδί, φτάνει στο έγκλημα εξαιτίας της συσσωρευμένης ψυχολογικής βίας που τον κατακλύζει, ενώ στο υπέροχο Witman Fiúk/Τα Αδέρφια Βίτμαν (1997), δυο αδέρφια αποφασίζουν να σκοτώσουν τη μητέρα τους για να γλυτώσουν από την καταπιεστική της παρουσία. Με το A Nagy Füzet/Το Μεγάλο Τετράδιο (2013), που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Agota Kristof, ενώ βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και είναι η επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, ο Szász παραδίδει μια σπουδή πάνω στη βία και την ηθική της διάσταση, μέσα από την ιστορία ενηλικίωσης δυο δίδυμων αδερφών σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Στην Ουγγαρία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ισορροπία στη ζωή μιας εύπορης μεγαλοαστικής οικογένειας, διαταράσσεται με την αναχώρηση του πατέρα για τον πόλεμο. Φοβισμένη για το αβέβαιο μέλλον που τα περιμένει στην πόλη, η μητέρα στέλνει τα δυο 13χρονα δίδυμα αγόρια της οικογένειας να ζήσουν σε ένα φτωχό αγροτόσπιτο της ουγγρικής επαρχίας με τη γιαγιά τους, με την οποία η ίδια δεν έχει από χρόνια καμιά επαφή, ενώ τα παιδιά δεν την έχουν γνωρίσει ποτέ. Η γιαγιά, γνωστή στο χωριό με το παρατσούκλι  μάγισσα, αφού οι χωρικοί πιστεύουν ότι δηλητηρίασε τον άντρα της στο παρελθόν, είναι μια σκληρή, αυταρχική γυναίκα, που δεν καλοδέχεται τα εγγόνια της. Μεγαλωμένα σε ένα πλούσιο και υπερπροστατευτικό περιβάλλον και χορτασμένα από τη στοργή και το χάδι της μητέρας, τα δυο παιδιά αναγκάζονται ξαφνικά να ζήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, που δεν επιτρέπει αδυναμίες και συναισθηματισμούς. Έχοντας μόνο ο ένας τον άλλον για να στηριχτούν, προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις νέες δύσκολες συνθήκες διαβάζοντας τη Βίβλο και καταγράφοντας τις εμπειρίες τους σε ένα τετράδιο που τους άφησε ο πατέρας τους γι αυτό το σκοπό. Η βία όμως τους παραμονεύει ανεξέλεγκτη σε κάθε τους βήμα. Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος που μαίνεται λίγο πιο μακριά. Η γιαγιά τους κακομεταχειρίζεται υποχρεώνοντας τους να κάνουν βαριές αγροτικές δουλειές, τους αφήνει νηστικούς και τους αποκαλεί “μπάσταρδα”, αφού θεωρεί τη μητέρα τους πόρνη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τους αντιμετωπίζουν επιθετικά, αφού είναι τα εγγόνια της μάγισσας, ενώ ακόμα και οι λίγοι που φαίνεται να τους δείχνουν κάποια συμπάθεια, αποκαλύπτεται ότι έχουν άλλα βαθύτερα κίνητρα. Μην αντέχοντας άλλο τις απάνθρωπες συνθήκες της ζωής τους και προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε κόστος, οι δυο έφηβοι θα επινοήσουν τελικά ένα περίεργο παιχνίδι, βασισμένο στη έλλειψη οποιασδήποτε κοινής ηθικής, που θα αλλοιώσει όμως δραματικά τις προσωπικότητες τους. Θα εκπαιδευτούν να αντέχουν κάθε είδους στέρηση ή πόνο, θα μάθουν να σκοτώνουν και θα απαλλαγούν από όποια συναισθηματική (άρα ψυχοφθόρα) εξάρτηση. Το τέλος του πολέμου θα τους βρει κενούς από κάθε συναίσθημα και έτοιμους να αντιμετωπίσουν την τελική δοκιμασία που θα θέσουν στους εαυτούς τους.

Με τη βοήθεια του μόνιμου συνεργάτη του Haneke, Christian Berger, που κάνει εξαιρετική δουλειά στη φωτογραφία, αποτυπώνοντας μεγάλα παγωμένα πλάνα της ουγγρικής εξοχής σε αντιπαραβολή με τα ανέκφραστα πρόσωπα των ηρώων του, ο Szász ανασυνθέτει θαυμάσια την εποχή, ενώ σε συνδυασμό με το υποβλητικό soundtrack, τη χρήση της off-screen αφήγησης, που μας μεταφέρει αυτά που καταγράφουν οι δυο έφηβοι στο Μεγάλο Τετράδιο και τις -ψυχρής ομορφιάς-  ζωγραφιές τους, που παρουσιάζονται μέσα από εμπνευσμένα animation, έντεχνα απογυμνώνει όλη την ταινία από κάθε ίχνος συναισθήματος ή ηθικής και καταφέρνει να ακτινογραφήσει πειστικά το διαταραγμένο μυαλό των ηρώων του, καθώς και τη βαθιά σχέση εξάρτησης που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Τα δυο αδέρφια ουσιαστικά είναι δυο σώματα σε μια ψυχή: είναι χαρακτηριστικό ότι δε μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματα τους, ακόμα και στους τίτλους τέλους αναφέρονται ως Ένας και Άλλος. Δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει , ποιος οδηγεί και ποιος ακολουθεί , ποιος αποφασίζει και ποιος εκτελεί, ποιος από τους δύο μιλά σε κάθε σκηνή, αφού κάποιες στιγμές οι φωνές τους ακούγονται ταυτόχρονα η μια να επικαλύπτει την άλλη. Πιασμένοι χέρι χέρι ενεργούν πάντα μαζί , ο Ένας συμπληρώνει τις φράσεις του Άλλου, ο Άλλος κάνει πράξη τις σκέψεις του Ενός. Οι αδερφοί Gyémánt που υποδύονται τους ρόλους των διδύμων, είναι πραγματικά εξαιρετικοί, μια και σε ορισμένες στιγμές καταφέρνουν να προκαλέσουν ακόμα και τη συμπάθεια μας, κάτι που σίγουρα δεν ήταν ο βασικός στόχος του σκηνοθέτη, την παράσταση όμως κλέβει η Piroska Molnár στο ρόλο της γιαγιάς, που μ’ ένα βλέμμα ή μια σύσπαση του προσώπου της κατορθώνει να δώσει το κλίμα μιας ολόκληρης άγριας εποχής.
Ο János Szász, βαδίζοντας με σεβασμό στα χνάρια του αριστουργήματος του René Clément, που γυρίστηκε 60 χρόνια πριν, καταφέρνει να σκηνοθετήσει τα Απαγορευμένα Παιχνίδια της σύγχρονης εποχής, φτιάχνοντας μια ταινία βίαιη, νοσηρή και πεσιμιστική, αλλά στο βάθος ευαίσθητη, αν ψάξει κανείς κάτω από το σκληρό στρώμα πάγου που καλύπτει τις ψυχές των ηρώων του.

8,5/10

10/11/13

54ο ΦΚΘ: Τα Βραβεία

Σε μια χαμηλών τόνων τελετή λήξης, που έγινε το Σάββατο 9/11 στον κινηματογράφο Ολύμπιον, απονεμήθηκαν τα βραβεία του 54ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με μεγάλη νικήτρια τη μεξικάνικη ταινία “La Jaula de Oro”/Κελί από Χρυσάφι,  σε σκηνοθεσία του Ισπανού Diego Quemada-Díez. Τα βραβεία είναι τα εξής:


Βραβεία της Διεθνούς Επιτροπής  
Μέλη: Alexander Payne/ΗΠΑ, Ada Solomon/Ρουμανία, Scott Foundas/ΗΠΑ, Edouard Waintrop/Γαλλία, Κωνσταντίνος Βήτα/Ελλάδα

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας /Χρυσός Αλέξανδρος “Θόδωρος Αγγελόπουλος”: La Jaula de Oro/Κελί από Χρυσάφι, Μεξικό

Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής/Αργυρός Αλέξανδρος:  Suzanne, Γαλλία

Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής Πρωτοτυπίας & Καινοτομίας/Χάλκινος Αλέξανδρος: Pelo Malo/Χάλια Μαλλί, Βενεζουέλα/Περού/Αργεντινή/Γερμανία

Βραβείο Σκηνοθεσίας:  Diego Quemada-Díez (La Jaula de Oro/Κελί από Χρυσάφι)

Βραβείο Σεναρίου: Tae-Gon Kim (1999, Myeonhee/Οι Αισιόδοξοι)

Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας: Sara Forestier (Suzanne)

Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας:  (εξ ημισείας)  Χρήστος Στέργιογλου (Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά) & Jaime Vadell (La Chupilca del Diablo/Το Ποτό του Διαβόλου)

Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης: François Damiens (για την ερμηνεία του στην ταινία Suzanne)

Ειδική Μνεία για Φωτογραφία: Mahmoud Lotfi  (Al-Khoroug lel-Nahar/Ένα Βήμα την Ημέρα)


Βραβεία της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών FIPRESCI
Μέλη: Magda Mihailescu/Ρουμανία, Bozhidar Manov/Βουλγαρία, Dubravka Lakic/Σερβία, Boyd van Hoeij/Λουξεμβούργο, Dennis West/ΗΠΑ

Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα: Pelo Malo/Χάλια Μαλλί, Βενεζουέλα/Περού/Αργεντινή/ Γερμανία

Ελληνική Ταινία: Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, Ελλάδα/Τσεχία


Βραβείο της Βουλής των Ελλήνων

Βραβείο της Βουλής των ΕλλήνωνΑνθρώπινες Αξίες: La Jaula de Oro/Κελί από Χρυσάφι, Μεξικό


Βραβεία Κοινού FISCHER

Διεθνές Διαγωνιστικό: La Jaula de Oro/Κελί από Χρυσάφι, Μεξικό

Ελληνικό Τμήμα, Βραβείο “Μιχάλης Κακογιάννης”: Η Τελευταία Φάρσα, Ελλάδα

Ματιές στα Βαλκάνια: Svecenikova Djeca/Τα Παιδιά του Ιερέα, Κροατία/Σερβία

Ανοιχτοί Ορίζοντες: Papusza/Παπούσα, Πολωνία