Pelo Malo/Χάλια Μαλλί
2013/Venezuela, Peru, Argentina, Germany/93min/Σκηνοθεσία: Mariana
Rondón/Σενάριο: Mariana Rondón/Παίζουν: Samuel Lange Zambrano, Samantha Castillo, Nelly Ramos, Beto Benites
Ο εννιάχρονος Τζούνιορ μεγαλώνει
σε μια περιοχή που είναι γεμάτη από ογκώδεις εργατικές πολυκατοικίες στην
καρδιά του Καράκας, μαζί με τη μητέρα του και το μικρό αδερφάκι του. Η
οικογένεια αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, αφού η μητέρα του,
έχοντας μείνει πρόσφατα άνεργη, ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Ο Τζούνιορ όμως
δε δείχνει να ενδιαφέρεται παρά μονάχα για τη φωτογραφία ταυτότητας που πρέπει
να βγάλει για το νέο του σχολείο. Το πρόβλημα του είναι ότι ονειρεύεται τον
εαυτό του με μακρύ ίσιο μαλλί σαν αυτό ενός ποπ τραγουδιστή, ενώ στην
πραγματικότητα τα μαλλιά του είναι σγουρά, γεμάτα μπούκλες. Η συμπεριφορά του
αυτή, καθώς και η έλξη που δείχνει να αναπτύσσει για το νεαρό υπάλληλο ενός
κοντινού μανάβικου, κάνουν τη μητέρα του να αναρωτιέται αν ο Τζούνιορ ρέπει
προς την ομοφυλοφιλία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποθαρρύνει αυτού του
είδους τις τάσεις. Το μόνο άτομο που φαίνεται να καταλαβαίνει το Τζούνιορ είναι
η γιαγιά του…
Το “Pelo Malo” της Mariana Rondón από τη Βενεζουέλα, που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του
Φεστιβάλ, είναι μια τρυφερή αλλά ταυτόχρονα σκληρή ματιά πάνω σ’ ένα δύσκολο και
ευαίσθητο θέμα, την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας ενός μικρού παιδιού, κάτω από
αντίξοες συνθήκες.
Ο Τζούνιορ που βρίσκεται σε μια τρυφερή και αθώα ηλικία, μεγαλώνει σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες,
έχοντας να αντιμετωπίσει εκτός των άλλων και την απουσία από τη ζωή του ενός ισχυρού
πατρικού προτύπου. Επηρεασμένος όπως τόσα παιδιά, από την πλαστό μοντέλο ευτυχίας
που προβάλλεται από τα μέσα και είναι αποδεκτό από το κοινωνικό περιβάλλον,
είναι πολύ φυσικό να θέλει να μοιάζει με ένα ποπ μουσικό είδωλο και όχι με
στρατιώτη όπως του προτείνεται, όπως ακριβώς και η χοντρούλα, ασχημούλα φίλη του θέλει στη
φωτογραφία της ταυτότητας της να μοιάζει με τη Μις Βενεζουέλα. Η μητέρα του, μια
γυναίκα κουρασμένη από την ανέχεια και τη συνεχή αναζήτηση δουλειάς και
επιπλέον εγκλωβισμένη στα προσωπικά της αδιέξοδα, δεν μπορεί να κατανοήσει τις ανάγκες
του, αντίθετα θεωρεί τη συμπεριφορά του ως προάγγελο μιας πιθανής ομοφυλοφιλίας
και προσπαθεί να του επιβάλλει ως “θεραπεία” ένα οποιοδήποτε πατρικό πρότυπο, με
επιπόλαιες όμως κινήσεις, όπως αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα, όταν κάνει έρωτα με
τον τέως εργοδότη της. Ξέροντας ότι ήδη ο Τζούνιορ “μειονεκτεί” έναντι άλλων
παιδιών λόγω του σκούρου δέρματος του και της χαμηλής κοινωνικής τάξης όπου
ανήκει, θεωρεί ότι η προσθήκη στο παζλ και μιας πιθανής ομοφυλοφιλίας ελαχιστοποιεί
τις πιθανότητες για ένα ευοίωνο μέλλον. Γι αυτό και δεν υιοθετεί μια πιο politically correct στάση, να προσπαθήσει δηλαδή να αποδεχθεί την όποια ιδιαίτερη συμπεριφορά
του, αλλά προσπαθεί βίαια να την καταπνίξει. Από την άλλη πλευρά ο ρόλος της
γιαγιάς (από την μεριά του πατέρα του Τζούνιορ) παραμένει ελαφρώς
αδιευκρίνιστος. Αυτή δεν δείχνει να ενοχλείται από την πιθανή “εκτροπή” του
εγγονού της, αντίθετα φαίνεται να την ενθαρρύνει, ίσως με αποκλειστικό στόχο να
εκβιάσει την αγάπη και το ενδιαφέρον του. Ο Τζούνιορ τελικά θα βρεθεί μπροστά
σε δυσβάσταχτα για την ηλικία του διλήμματα και θα συνθλιβεί κάτω από το βάρος
τους, χωρίς φυσικά να καταφέρει να αντιδράσει.
Η Rondón διαχειρίζεται με ευαισθησία
και εντιμότητα ένα δύσκολο θέμα, τοποθετώντας το μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο
μιας χώρας σε ηθική και οικονομική κρίση, μετά και το θάνατο του ηγέτη της.
Όμως η πολυπλοκότητα των διεργασιών που συμβαίνουν στο μυαλό ενός παιδιού στην εφηβεία,
τελικά την ξεπερνά. Και οι δυο μητρικές φιγούρες της ταινίας δέχονται με τον
ένα ή άλλο τρόπο, ότι ο Τζούνιορ είναι ομοφυλόφιλος και οι πράξεις τους
υπαγορεύονται από την αποδοχή αυτού του αξιώματος. Αυτή η μονόπλευρη
αντιμετώπιση (πιθανώς αναμενόμενη στο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών) στερεί
από την ταινία ένα μέρος της δυναμικής της, αφού η εμμονή του Τζούνιορ να
αποκτήσει ίσιο μαλλί, για μένα μοιάζει περισσότερο μια απελπισμένη προσπάθεια αναζήτησης
αγάπης και αναγνώρισης από τη μητέρα του και τον κοινωνικό περίγυρο, παρά μια επαναστατική
διάθεση έκφρασης μιας καταπιεσμένης σεξουαλικής
διαφορετικότητας -που άλλωστε δεν μπορεί να κατανοήσει, ενώ η έλξη του για το
νεαρό μανάβη μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί ως αναζήτηση ενός πατρικού προτύπου,
που τόσο λείπει από τη ζωή του. Η πικρή σκηνή του φινάλε, αποτυπώνει στα μάτια
του συγκλονιστικού Samuel Lange Zambrano όλη τη σύγχυση και την απορία,
αλλά και το έλλειμμα αγάπης που διακατέχει τον ήρωα που υποδύεται.
6,5/10
A Nagy Füzet /Το Μεγάλο Τετράδιο
2013/Hungary, France, Germany, Austria/109min/Σκηνοθεσία: János Szász/Σενάριο: Tom Abrams,
János Szász, András Szekér/Παίζουν: András Gyémánt, László Gyémánt, Piroska Molnár,
Gyöngyvér Bognár, Ulrich Thomsen, Orsolya Tóth
Ο Ούγγρος σκηνοθέτης János Szász
επιστρέφει μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, στο -κατά τα φαινόμενα- αγαπημένο
του θέμα, τη γέννηση της βίας και τις τεράστιες αλλαγές που επιφέρει στο
χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Ο Szász πιστεύει -όχι άδικα- ότι η βία γιγαντώνεται
μέσα μας όταν βρει τις κατάλληλες συνθήκες για να ωριμάσει, κάτι που μπορεί να
συμβεί ακόμα και στην πιο τρυφερή ηλικία, όταν δηλαδή ένα παιδί μεγαλώνει σε
ένα βίαιο περιβάλλον. Το μυαλό ενός παιδιού, ρουφώντας σαν σφουγγάρι τα
εξωτερικά ερεθίσματα χωρίς να μπορεί να τα αξιολογήσει κριτικά, υιοθετεί τη βία
σαν τρόπο ζωής, προσπαθώντας να προσαρμοστεί και να επιβιώσει. Στο Woyzeck (1994), ο ομώνυμος ήρωας, ουσιαστικά ένα
μεγάλο διαταραγμένο παιδί, φτάνει στο έγκλημα εξαιτίας της συσσωρευμένης ψυχολογικής
βίας που τον κατακλύζει, ενώ στο υπέροχο Witman Fiúk/Τα Αδέρφια Βίτμαν (1997), δυο αδέρφια
αποφασίζουν να σκοτώσουν τη μητέρα τους για να γλυτώσουν από την καταπιεστική
της παρουσία. Με το A Nagy Füzet/Το Μεγάλο Τετράδιο (2013),
που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Agota Kristof, ενώ βραβεύτηκε στο
φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και είναι η επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το
ξενόγλωσσο Όσκαρ, ο Szász
παραδίδει μια σπουδή πάνω στη βία και την ηθική της διάσταση, μέσα από την
ιστορία ενηλικίωσης δυο δίδυμων αδερφών σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Στην Ουγγαρία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ισορροπία στη ζωή
μιας εύπορης μεγαλοαστικής οικογένειας, διαταράσσεται με την αναχώρηση του
πατέρα για τον πόλεμο. Φοβισμένη για το αβέβαιο μέλλον που τα περιμένει στην
πόλη, η μητέρα στέλνει τα δυο 13χρονα δίδυμα αγόρια της οικογένειας να ζήσουν σε
ένα φτωχό αγροτόσπιτο της ουγγρικής επαρχίας με τη γιαγιά τους, με την οποία η ίδια δεν έχει από χρόνια καμιά επαφή, ενώ τα παιδιά δεν την έχουν γνωρίσει
ποτέ. Η γιαγιά, γνωστή στο χωριό με το παρατσούκλι μάγισσα, αφού οι χωρικοί πιστεύουν ότι
δηλητηρίασε τον άντρα της στο παρελθόν, είναι μια σκληρή, αυταρχική γυναίκα, που
δεν καλοδέχεται τα εγγόνια της. Μεγαλωμένα σε ένα πλούσιο και υπερπροστατευτικό
περιβάλλον και χορτασμένα από τη στοργή και το χάδι της μητέρας, τα δυο παιδιά αναγκάζονται
ξαφνικά να ζήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, που δεν επιτρέπει αδυναμίες
και συναισθηματισμούς. Έχοντας μόνο ο
ένας τον άλλον για να στηριχτούν, προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις νέες
δύσκολες συνθήκες διαβάζοντας τη Βίβλο και καταγράφοντας τις εμπειρίες τους σε ένα
τετράδιο που τους άφησε ο πατέρας τους γι αυτό το σκοπό. Η βία όμως τους
παραμονεύει ανεξέλεγκτη σε κάθε τους βήμα. Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος που
μαίνεται λίγο πιο μακριά. Η γιαγιά τους κακομεταχειρίζεται υποχρεώνοντας τους
να κάνουν βαριές αγροτικές δουλειές, τους αφήνει νηστικούς και τους αποκαλεί “μπάσταρδα”,
αφού θεωρεί τη μητέρα τους πόρνη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τους
αντιμετωπίζουν επιθετικά, αφού είναι τα εγγόνια της μάγισσας, ενώ ακόμα και οι
λίγοι που φαίνεται να τους δείχνουν κάποια συμπάθεια, αποκαλύπτεται ότι έχουν
άλλα βαθύτερα κίνητρα. Μην αντέχοντας άλλο τις απάνθρωπες συνθήκες της ζωής
τους και προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε κόστος, οι δυο έφηβοι θα επινοήσουν
τελικά ένα περίεργο παιχνίδι, βασισμένο στη έλλειψη οποιασδήποτε κοινής ηθικής,
που θα αλλοιώσει όμως δραματικά τις προσωπικότητες τους. Θα εκπαιδευτούν να
αντέχουν κάθε είδους στέρηση ή πόνο, θα μάθουν να σκοτώνουν και θα απαλλαγούν
από όποια συναισθηματική (άρα ψυχοφθόρα) εξάρτηση. Το τέλος του πολέμου θα τους
βρει κενούς από κάθε συναίσθημα και έτοιμους να αντιμετωπίσουν την τελική
δοκιμασία που θα θέσουν στους εαυτούς τους.
Με τη βοήθεια του μόνιμου συνεργάτη του Haneke, Christian Berger, που κάνει εξαιρετική δουλειά στη φωτογραφία, αποτυπώνοντας μεγάλα
παγωμένα πλάνα της ουγγρικής εξοχής σε αντιπαραβολή με τα ανέκφραστα πρόσωπα
των ηρώων του, ο Szász ανασυνθέτει θαυμάσια την εποχή, ενώ σε συνδυασμό με το
υποβλητικό soundtrack, τη χρήση της off-screen αφήγησης, που μας μεταφέρει
αυτά που καταγράφουν οι δυο έφηβοι στο Μεγάλο Τετράδιο και τις -ψυχρής ομορφιάς-
ζωγραφιές τους, που παρουσιάζονται μέσα
από εμπνευσμένα animation, έντεχνα απογυμνώνει όλη την ταινία από κάθε ίχνος συναισθήματος ή ηθικής και
καταφέρνει να ακτινογραφήσει πειστικά το διαταραγμένο μυαλό των ηρώων του,
καθώς και τη βαθιά σχέση εξάρτησης που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Τα δυο αδέρφια ουσιαστικά
είναι δυο σώματα σε μια ψυχή: είναι χαρακτηριστικό ότι δε μαθαίνουμε ποτέ τα
ονόματα τους, ακόμα και στους τίτλους τέλους αναφέρονται ως Ένας και Άλλος.
Δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει , ποιος οδηγεί και ποιος ακολουθεί , ποιος
αποφασίζει και ποιος εκτελεί, ποιος από τους δύο μιλά σε κάθε σκηνή, αφού κάποιες
στιγμές οι φωνές τους ακούγονται ταυτόχρονα η μια να επικαλύπτει την άλλη.
Πιασμένοι χέρι χέρι ενεργούν πάντα μαζί , ο Ένας συμπληρώνει τις φράσεις του Άλλου,
ο Άλλος κάνει πράξη τις σκέψεις του Ενός. Οι αδερφοί Gyémánt που υποδύονται
τους ρόλους των διδύμων, είναι πραγματικά εξαιρετικοί, μια και σε ορισμένες
στιγμές καταφέρνουν να προκαλέσουν ακόμα και τη συμπάθεια μας, κάτι που σίγουρα
δεν ήταν ο βασικός στόχος του σκηνοθέτη, την παράσταση όμως κλέβει η Piroska
Molnár στο ρόλο της γιαγιάς, που μ’ ένα βλέμμα ή μια σύσπαση του προσώπου της
κατορθώνει να δώσει το κλίμα μιας ολόκληρης άγριας εποχής.
Ο János Szász, βαδίζοντας με σεβασμό στα χνάρια του αριστουργήματος του René
Clément, που γυρίστηκε 60 χρόνια πριν, καταφέρνει να σκηνοθετήσει τα Απαγορευμένα
Παιχνίδια της σύγχρονης εποχής, φτιάχνοντας μια ταινία βίαιη,
νοσηρή και πεσιμιστική, αλλά στο βάθος ευαίσθητη, αν ψάξει κανείς κάτω
από το σκληρό στρώμα πάγου που καλύπτει τις ψυχές των ηρώων του.
8,5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου