Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

22/11/13

How I Live Now

Διχασμένη προσωπικότητα

2013, UK, 101 min
Ελληνικός Τίτλος: Σ’ Αγαπώ
Σκηνοθεσία: Kevin Macdonald/Σενάριο: Jeremy Brock, Tony Grisoni, Penelope Skinner/Παίζουν: Saoirse Ronan, George MacKay, Tom Holland, Harley Bird, Danny McEvoy, Anna Chancellor

Στους κινηματογράφους από 14/11/2013

Η δεκαεξάχρονη Ελίζαμπεθ (Saoirse Ronan) ή Ντέιζι όπως προτιμά να τη φωνάζουν, αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι της στη Νέα Υόρκη, για να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες σε ένα αγροτόσπιτο της αγγλικής επαρχίας, όπου ζουν τα τρία της ξαδέρφια, ο Έντι (George MacKay), η Πάιπερ (Harley Bird) και ο Άιζακ. Η Ντέιζι, μια τυπική προβληματική έφηβη, καταπιεσμένη βαθύτατα από τους κανόνες και τις συμβάσεις που όφειλε να ακολουθεί ως εκείνη τη στιγμή, αφού ακόμα “ακούει” τις φωνές τους στο μυαλό της, αντιμετωπίζει αρχικά τη νέα κατάσταση με απέχθεια και αντιδραστικότητα, παρά την εγκάρδια υποδοχή που της γίνεται. Όλα όμως φαίνεται να αλλάζουν όταν ερωτεύεται παράφορα τον Έντι, το μεγάλο της ξάδερφο, έναν παράξενο γητευτή ζώων. Η διαφαινόμενη ευτυχία των δύο παιδιών διακόπτεται βίαια από την έκρηξη του Γ’ Παγκοσμίου πολέμου. Τα αγόρια στρατολογούνται παρά τη θέληση τους, για να βοηθήσουν στον πόλεμο, ενώ τα κορίτσια μεταφέρονται μακριά σε μια νέα οικογένεια. Η Ντέιζι όμως είναι αποφασισμένη να ξανασμίξει με τον Έντι με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι θα ξεκινήσει μαζί με την Πάιπερ για ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι με σκοπό να τον εντοπίσει…
Η νέα ταινία του Σκωτσέζου Kevin Macdonald (Ο Τελευταίος Βασιλιάς της Σκωτίας/2006, Ο Αετός της Αυτοκρατορίας/2011), How I Live Now, βασισμένη στο μπεστ-σέλερ της Meg Rosoff, μοιάζει να πάσχει από το σύνδρομο της διχασμένης προσωπικότητας. Ξεκινώντας σαν ένα ευαίσθητο, ενίοτε αφελές, εφηβικό love-story, μετεξελίσσεται ξαφνικά, σχεδόν απροειδοποίητα, σε ένα μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ για την επόμενη μέρα μιας πυρηνικής καταστροφής. 

Αν μη τι άλλο πάντως, ο Macdonald αποδεικνύει ότι είναι πραγματικός μάστορας στη δημιουργία κινηματογραφικής ατμόσφαιρας. Αποτυπώνοντας αρχικά θαυμάσια τα ηλιόλουστα, καταπράσινα τοπία της Ουαλίας, δημιουργεί ένα ειδυλλιακό, σχεδόν ποιητικό σκηνικό που ξεχειλίζει από αθωότητα και ξεγνοιασιά, ιδανικό για να στεγάσει ένα εφηβικό, αν και απαγορευμένο ρομάντζο. Αν ψάξει όμως κανείς κάτω από την επιφάνεια, ανακαλύπτει τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής. Οι φωνές μέσα στο ταραγμένο μυαλό της ηρωίδας, η περίεργη -σχεδόν μεταφυσική- σχέση του Έντι με τα ζώα, οι συνεχείς πολεμικές ανακοινώσεις στα μέσα ενημέρωσης, προειδοποιούν για το τέλος της αθωότητας. Αυτό έρχεται αρχικά με τη μορφή μιας ακατανόητης χιονόπτωσης, συνέπεια μιας πυρηνικής έκρηξης, που κρύβει τον ήλιο και καλύπτει τα καταπράσινα λιβάδια, ενώ τα παιδιά γυρίζουν στο σπίτι περπατώντας ξυπόλητα στο χιόνι -σαφώς την καλύτερη σκηνή της ταινίας- και λίγο αργότερα με την έλευση των στρατιωτών που χωρίζουν τα παιδιά και στέλνουν τη Ντέιζι και την Πάιπερ σε μια καινούργια οικογένεια κάπου μακριά. Από κει και πέρα όμως, τα πάντα αλλάζουν και έχεις την αίσθηση ότι ξαφνικά παρακολουθείς μια άλλη ταινία. Ο Macdonald βάζει στην παλέτα του όλους τους τόνους του γκρι για να αναπαραστήσει μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα γεμάτη αόρατους κινδύνους, που παραμονεύουν σε κάθε βήμα και ανθρώπους χωρίς ελπίδα, αλλά και χωρίς ηθικές αναστολές. Γυναίκες που μεταφέρονται με στρατιωτικά φορτηγά στα χωράφια για δουλειά, εκατόμβες πτωμάτων σε σακούλες, βιασμοί και λεηλασίες, συνθέτουν το καινούργιο σκηνικό. Και μέσα σ’ όλα αυτά η Ντέιζι ακατανόητα, σχεδόν εμμονοληπτικά, αποφασίζει να αναζητήσει τον Έντι και το σπίτι τους, έχοντας σαν οδηγό τον έρωτα της και κάποιες φωνές από το υποσυνείδητο, σε μια πορεία όπου σταδιακά απογυμνώνεται από οποιαδήποτε ηθική υπόσταση.

Είναι φανερό ότι ο Macdonald θέλει να διηγηθεί την ιστορία του μέσω της Ντέιζι, δηλαδή μιας ερωτευμένης έφηβης, που τα μάτια της βλέπουν τα πάντα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του ρομαντικού της έρωτα. Οι προτεραιότητες και τα πρέπει των ενηλίκων δεν έχουν γι’ αυτήν σημασία, γι’ αυτό άλλωστε και αυτοί απουσιάζουν παντελώς από την πλοκή. Η έλλειψη επίσης οποιασδήποτε πολιτικής χροιάς σε ένα φιλμ που μιλά για μια πυρηνική καταστροφή, εκεί παραπέμπει: ο εχθρός είναι αόρατος και απρόσωπος, αφού το μόνο που ενδιαφέρει την ηρωίδα είναι να σώσει τον έρωτα της και να βρει ένα σπίτι για να ανήκει. Όμως όλο αυτό το σκεπτικό, που μπορεί να φαίνεται χαριτωμένο και ευαίσθητο στο πρώτο μέρος της ταινίας, δε λειτουργεί το ίδιο καλά και στο δεύτερο. Η πορεία της ηρωίδας μέσα σε ένα τοπίο θανάτου, απελπισίας και καταστροφής, κατά την οποία μεταλλάσσεται πνευματικά και συναισθηματικά, εγείρει πολλά ηθικά ερωτήματα σε σχέση με το χαρακτήρα της που μένουν αναπάντητα. Όταν μάλιστα η επώδυνη αυτή πορεία προς την ενηλικίωση, έχει σαν μοναδικό οδηγό ρομαντικά οράματα ή φωνές που ακούει η ηρωίδα και την κατευθύνουν στο στόχο της, καταντά μια αφελής, επιφανειακή εφηβική ονείρωξη, που δύσκολα γίνεται πιστευτή. Το φινάλε της ταινίας, βγαλμένο λες από τους Ατέλειωτους Αρραβώνες του Jean-Pierre Jeunet, αφήνει ξαφνικά τα πάντα σχεδόν τακτοποιημένα και τον πόλεμο να μοιάζει με ένα μακρινό εφιάλτη του παρελθόντος (…), αλλά ταυτόχρονα σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο Macdonald ήθελε να απευθυνθεί μόνο σε ένα εφηβικό κοινό ή είχε κάποιους επιπλέον στόχους, τους οποίους έχασε στο δρόμο. Ευτυχώς πάντως η επιλογή της Saoirse Ronan στον πρωταγωνιστικό ρόλο αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη, αφού ισορροπεί εξαιρετικά μεταξύ μιας προβληματικής ερωτευμένης έφηβης και ενός τρομαγμένου παιδιού που ωριμάζει διασχίζοντας μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα, αντιμετωπίζοντας κάθε είδους απειλές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τεχνικά εντυπωσιακή, αλλά άνιση ιστορία ενηλικίωσης που τελικά δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται μόνο σε ανώριμους ρομαντικούς εφήβους, χωρίς να καταφέρνει να εμβαθύνει στα πιο ουσιαστικά και κρίσιμα ζητήματα που θέτει.

6/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου