Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

3/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 1η: Εφηβικά Σκιρτήματα και Βαμπιρικός Ρομαντισμός

La Belle Vie/Η Καλή Ζωή

2013/France/93min/Σκηνοθεσία: Jean Denizot/Σενάριο: Jean Denizot, Frédérique Moreau/Παίζουν: Zacharie Chasseriaud, Nicolas Bouchaud, Jules Pélissier

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Jean Denizot, βραβευμένη στο τελευταίο φεστιβάλ της Βενετίας στο τμήμα Venice Days, είναι βασισμένη σε μια αληθινή υπόθεση απαγωγής που συγκλόνισε τη Γαλλία. Το 2009 συνελήφθη στα Πυρηναία ένας πατέρας, ο οποίος αψηφώντας τη δικαστική απόφαση που έδινε την επιμέλεια των παιδιών του στην τέως γυναίκα του, επέλεξε να τα απαγάγει και να περιπλανιέται κυνηγημένος μαζί τους   για 11 ολόκληρα χρόνια. Ο Denizot ενδιαφέρεται κυρίως για την τελευταία φάση αυτής της ιστορίας και τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη του πατέρα, επιλέγοντας να τα παρουσιάσει μέσα από τα μάτια του μικρότερου γιου της οικογένειας.
Ο Σιλβέν και ο Πιερ είναι δυο αδέρφια στο τέλος της εφηβείας τους, που μεγαλώνουν μαζί με τον πατέρα τους Ιβ κυνηγημένοι και περιπλανώμενοι, αφού αυτός καταζητείται. Όμως έχοντας στερηθεί πολλά απ’ αυτά που θεωρούνται σήμερα απαραίτητα για ένα νεαρό έφηβο και φτάνοντας σε ένα σημείο της ζωής τους που πρέπει να πάρουν αποφάσεις, αισθάνονται κουρασμένοι και επιζητούν μια πιο φυσιολογική ζωή. Όταν η ταυτότητα τους αποκαλύπτεται και οι διωκτικές αρχές τους πλησιάζουν, ο Πιερ εξαφανίζεται προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, ενώ ο Σιλβέν με τον πατέρα του καταφεύγουν σε ένα νησάκι του ποταμού Λουάρ. Εκεί όμως ο Σιλβέν γνωρίζει και ερωτεύεται τη Ζιλντά, μια κοπέλα που κάνει διακοπές στην περιοχή. Τα πρώτα σκιρτήματα της εφηβείας, ο πρώτος έρωτας, το πρώτο φιλί  θα γίνουν ο καταλύτης  που θα τον ωθήσουν στην απόφαση να ξεφύγει από τον πλαστό μικρόκοσμο του και να ζήσει την “καλή ζωή”.

Η “Καλή Ζωή” δεν είναι τίποτα άλλο από μια -χιλιοειπωμένη- τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης, αλλά ταυτόχρονα ο Denizot επιχειρεί να κάνει και ένα ειρωνικό σχόλιο σχετικά με τη φύση της πραγματικής ελευθερίας: ο Σιλβέν και ο Πιερ αισθάνονται φυλακισμένοι στα απέραντα τοπία της γαλλικής εξοχής και έχουν σαν στόχο να ζήσουν στο διαμέρισμα-κουτί της εργατικής πολυκατοικίας του φινάλε. Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του που αποτυπώνει -σχεδόν λυρικά κάποιες στιγμές- υπέροχα τοπία της γαλλικής επαρχίας ο Denizot καταφέρνει να εστιάσει πάνω σ’ αυτήν την παράδοξη αντίφαση. Παρ’ ότι δε, διηγείται μια συναισθηματικά φορτισμένη ιστορία, σκηνοθετεί λιτά χωρίς άχρηστες εξάρσεις και δεν ξεπέφτει ούτε στιγμή προς το μελό. Τα προβλήματα έχουν να κάνουν με το  μάλλον επιφανειακό σενάριο του: ο χαρακτήρας και τα πραγματικά κίνητρα του πατέρα δεν αναλύονται επαρκώς πέρα από τη σχεδόν αφελή  και ξεπερασμένη ιδεολογία του βγαλμένη λες από τα βάθη της δεκαετίας του 70, ενώ η σχεδόν παντελής απουσία της μητέρας από το κάδρο δεν βοηθά να φωτιστούν οι απόκρυφες πτυχές του δράματος.  Ακόμα σχεδόν ενοχλητικό είναι το γεγονός ότι και οι δυο πρωταγωνιστές εμφανίζονται να διαβάζουν σε κάποια στιγμή τις περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, κάτι που δε φαίνεται να συμβαδίζει με την ψυχολογική τους κατάσταση, ενώ για κάποιο περίεργο λόγο οι στιγμές ανεμελιάς των δυο παιδιών στη φύση επενδύονται μουσικά με γλυκανάλατα αμερικάνικα country κομμάτια, στοιχεία που στερούν από το εγχείρημα μέρος της σοβαρότητας του.
Πάντως παρ’ ότι ο Denizot δείχνει τελικά να χάνεται στην εφηβική αφέλεια του νεαρού ήρωα του, σίγουρα θα περιμένουμε το επόμενο βήμα του με ενδιαφέρον. Εξ’ άλλου κι αυτός διάγει μια κινηματογραφική εφηβεία…

5/10


Only Lovers Left Alive/Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί

2013/UK, Germany, Cyprus, France,USA/ 123min/Σκηνοθεσία: Jim Jarmusch/Σενάριο: Jim Jarmusch/Παίζουν: Tom Hiddleston Tilda Swinton, Mia Wasikowska, Anton Yelchin, John Hurt

Η νέα ταινία του Jim Jarmusch είναι μια ταινία βρικολάκων; όχι ακριβώς... Ο 60χρονος πλέον Jarmusch φτάνοντας στη βιολογική ωριμότητα, θέλει να μιλήσει με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο για την παρακμή και την αλλοτρίωση του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και για τον ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους. Και επιλέγει πολύ έξυπνα να το κάνει μέσα από τα μάτια δυο βαμπίρ, δυο εξωγενών - αντικειμενικών παρατηρητών, πατώντας στην πρόσφατη μόδα της βαμπιρικής μυθολογίας. Ο Αδάμ και η Εύα, οι βρικόλακες του Jarmusch, δεν είναι όμως καθόλου τρομακτικοί. Δεν επιτίθενται σε ανθρώπους αλλά τρέφονται με αίμα που προμηθεύονται από νοσοκομεία, ενώ αντίθετα τα πραγματικά ζόμπι (οι άνθρωποι) έχουν καταφέρει να μολύνουν ο ένας τον άλλον με τις πράξεις τους. Ο Αδάμ και η Εύα ζουν τον απόλυτο έρωτα που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου. Στη σύγχρονη εποχή  ο Αδάμ ζει στο παρακμιακό βιομηχανικό Ντιτρόιτ προσπαθώντας να συνθέσει τη μουσική του, βυθισμένος στον αθεράπευτο ρομαντισμό του και τις μνήμες που κουβαλά. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί εύκολα με την παρούσα κατάσταση, με το γεγονός ότι οι άνθρωποι δείχνουν να μη σέβονται πια τις μεγάλες μορφές του παρελθόντος. Η κατάθλιψη του σταδιακά μεγαλώνει, ενώ παραγγέλνει και μια ξύλινη σφαίρα για να δώσει τέλος στην ύπαρξη του. Παράλληλα η ωριμότερη και πιο ευπροσάρμοστη σε κάθε εποχή Εύα, περνά μια ήσυχη ζωή στην Ταγγέρη, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων με το γέρο βρικόλακα Κρίστοφερ Μάρλοου (αυτόν που υποτίθεται ότι στην πραγματικότητα έγραφε τα έργα του Σέξπιρ). Όταν η Εύα καταλαβαίνει ότι ο Αδάμ πάσχει από κατάθλιψη, αποφασίζει να πάει στο Ντιτρόιτ για να τον συναντήσει και να ανανεώσουν τον αιώνιο έρωτα τους.

Ο Jarmusch μπαίνοντας  από την πρώτη εκπληκτική σκηνή στο πετσί της ιστορίας, καταφέρνει να δημιουργήσει μια σκοτεινή, απόκοσμη αλλά ταυτόχρονα ελκυστική στο μάτι ατμόσφαιρα. Τα ερειπωμένα εργοστάσια του Ντιτρόιτ και τα απειλητικά στενά δρομάκια της Ταγγέρης γίνονται το ιδανικό σκηνικό, η υπέροχη φωτογραφία του Yorick Le Saux μυρίζει παρακμή και θάνατο, ενώ το soundtrack είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Και μέσα σ’ όλα αυτά οι δυο πρωταγωνιστές του, ο Tom Hiddleston και η Tilda Swinton σου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν γεννηθεί για να παίξουν τους ρόλους τους: μυστηριώδεις,απόκοσμοι, απόμακροι αλλά ταυτόχρονα εύθραυστοι, ευαίσθητοι, ρομαντικοί, βαθιά ερωτευμένοι. Όλα αυτά όμως φαίνεται ότι γοήτευσαν τόσο πολύ και τον ίδιο το Jarmusch, που μετά το πρώτο μέρος της ταινίας ακυρώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Η απόκοσμη ατμόσφαιρα και τα περίτεχνα σκηνικά μετατρέπονται σε μανιέρα που λειτουργεί αποκλειστικά υπέρ του στιλ παρά της ουσίας, ο Αδάμ και η Εύα περιφέρουν νωχελικά τις αέναες υπάρξεις τους χωρίς προφανή σκοπό, ενώ η εμφάνιση της Mia Wasikowska μάλλον αποπροσανατολίζει παρά προσφέρει στην -όποια- πλοκή. Ακόμα και το ευφυές σαρκαστικό χιούμορ των παλιότερων ταινιών του -εδώ με τα συνεχή λογοπαίγνια σχετικά με το αίμα- τώρα δείχνει χοντροκομμένο και ανέμπνευστο (εξαιρείται το αμίμητο εύρημα όπου οι δυο εραστές απολαμβάνουν ένα ξυλάκι παγωτό από …αίμα).
Βέβαια είναι πολύ πιθανό για τους πολλούς φανατικούς θαυμαστές του Jarmusch όλα αυτά να είναι ψιλά γράμματα, αφού είναι προφανές ότι η ταινία θα αποκτήσει ορκισμένους οπαδούς. Για μένα πάντως το “Only Lovers Left Alive” είναι ο ορισμός της υπέρτατης ψευδαίσθησης, ένα πολύχρωμο μπαλόνι που σκάει όταν προσπαθήσεις να δεις τι περιέχει. Αλλά ας είναι… άλλωστε και το σινεμά είναι η κατ' εξοχήν τέχνη των ψευδαισθήσεων...
6/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου