Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

6/11/13

54ο ΦΚΘ, Μέρα 4η: Ο Πόλεμος σαν Παιδικό Παραμύθι και η Miss Violence

Lamma Shoftak/Όταν σε Είδα

2012/Palestine, Jordan, Greece, UAE/93min/Σκηνοθεσία: Annemarie Jacir/Σενάριο: Annemarie Jacir/Παίζουν: Mahmoud Asfa, Ruba Blal, Saleh Bakri, Ali Elayan

1967, κάπου στην Ιορδανία… Ο 11χρονος Τάρεκ φτάνει σε έναν “προσωρινό ” καταυλισμό Παλαιστίνιων προσφύγων μαζί με τη μητέρα του. Ο Τάρεκ είναι ένα δύσκολο παιδί. Δεν έχει μάθει ακόμα να διαβάζει, αλλά έχει μια έμφυτη ροπή στα νούμερα και τις μαθηματικές πράξεις. Δυσκολεύεται πάρα πολύ να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, αφού δεν του αρέσει το φαγητό στον καταυλισμό, οι κοινόχρηστες τουαλέτες του φαίνονται υπερβολικά βρώμικες και αντιπαθεί το δάσκαλο του, ο οποίος τον διώχνει από το σχολείο. Ταυτόχρονα του λείπει το σπίτι στην πατρίδα και κυρίως ο πατέρας του, που έχει χαθεί στη δίνη του πολέμου. Μια μέρα παίρνει τη μεγάλη απόφαση να επιχειρήσει να επιστρέψει στην Παλαιστίνη και το σκάει από τον καταυλισμό. Στο δρόμο όμως, εξαντλημένος από την κούραση, πέφτει πάνω σε μια ομάδα Παλαιστίνιων μαχητών Φενταγίν…
Η Annemarie Jacir είναι ήδη πολύ γνωστή στο χώρο του παγκόσμιου κινηματογράφου, αφού το 2008 με την ταινία της “The Salt of this Sea”, έγινε η πρώτη γυναίκα από την Παλαιστίνη που σκηνοθέτησε ποτέ ταινία. Το “Όταν σε Είδα”, η δεύτερη ταινία της είναι μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης  ενός αγοριού στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Η ιστορία του μικρού Τάρεκ κυλά παράλληλα με τις ιστορίες χιλιάδων ανθρώπων που έχουν χάσει την πατρίδα τους, τα σημεία αναφοράς τους και ψάχνουν απεγνωσμένα μια νέα αρχή, ένα καινούργιο περιβάλλον όπου θα νιώσουν ασφάλεια και σιγουριά. Όμως αντίθετα σπ’ ότι θα περίμενε κανείς, η πορεία του νεαρού ήρωα δεν περιγράφεται με ζοφερά, σκοτεινά χρώματα ούτε κραυγές μισαλλοδοξίας, αλλά διαπνέεται από έντονη αισιοδοξία, χιούμορ και χαρά για τη ζωή, αφού μιλάμε για την οπτική γωνία ενός αθώου παιδιού που αντιμετωπίζει ακόμα και τον πόλεμο σαν ένα παιχνίδι. Το μόνο που ενδιαφέρει τον Τάρεκ, είναι να βρει ένα συναισθηματικά ασφαλές μέρος για να ενσωματωθεί και θα ανακαλύψει  τελικά αυτό που ψάχνει, κάπου δύσκολα να το φανταστεί κανείς, σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης ανταρτών. Εκεί θα γνωρίσει την αποδοχή, την αναγνώριση των ικανοτήτων του, αλλά θα βρει και το χαμένο πατρικό πρότυπο που τόσο του λείπει.

Η Jacir αντιπαραβάλλει θαυμάσια τις δυο περιόδους στη ζωή του Τάρεκ, κινηματογραφώντας με μουντά γκρίζα χρώματα τις αρχικές σκηνές του προσφυγικού καταυλισμού, που μοιάζει περισσότερο με φυλακή, ενώ βάζει στη συνέχεια ζωντανά, φωτεινά χρώματα στην παλέτα της, όταν η δράση μεταφέρεται στα δάση της Ιορδανίας, όπου ο Τάρεκ αισθάνεται ελεύθερος και ξένοιαστος. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να εκληφθεί και ως συγκαλυμμένη ιδεολογική της θέση, καθώς στην αρχή της ταινίας ένας πρόσφυγας που αποφασίζει να προσχωρήσει στους Φενταγίν, δηλώνει ότι προτιμά την ελεύθερη ζωή από τη φυλακή του καταυλισμού, σε μια ταινία πάντως που παρ’ ότι αναφέρεται σε μια από τις πιο φορτισμένες ιδεολογικά και πολιτικά περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας, οι πολιτικές νύξεις σχεδόν απουσιάζουν. Και αυτή η απολιτίκ αφέλεια δεν είναι αθώο παιδικό παιχνίδι, αντίθετα ξενίζει και ενοχλεί εγείροντας απορίες, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από μια Παλαιστίνια… Το στρατόπεδο των Φενταγίν μοιάζει περισσότερο με εφηβική κατασκήνωση, όπου οι αντάρτες τραγουδούν, χαρτοπαίζουν και ερωτεύονται, ο διοικητής  του στρατοπέδου θυμίζει χοντροκομμένη καρικατούρα χολιγουντιανής φαρσοκωμωδίας, ενώ ο πόλεμος είναι ουσιαστικά απών. Και μπορεί όλα αυτά να επικαλύπτονται από την πληθωρική παρουσία του εκπληκτικού νεαρού Mahmoud Asfa, που αιχμαλωτίζει με το παιχνιδιάρικο βλέμμα του το φακό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι ακόμα και τα πιο αισιόδοξα παιδικά παραμύθια έχουν κάπου κρυμμένο ένα δράκο.


4,5/10


Miss Violence

2013/Greece/98min/Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Αβρανάς/Σενάριο: Αλέξανδρος Αβρανάς, Κώστας Περούλης/Παίζουν: Θέμης Πάνου, Ρένη Πιττακή, Ελένη Ρουσσινού, Σίσυ Τουμάση, Καλλιόπη Ζωντανού

Η Miss Violence, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, βραβευμένη με βραβεία Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού ρόλου στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, είναι εξ ορισμού μια ταινία προορισμένη να διχάσει, κυρίως λόγω του απίστευτα σκληρού της θέματος, αλλά και του τρόπου που ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει σιγά σιγά τα μυστικά της, προκαλώντας απανωτά σοκ στο θεατή. Όπως έγραψε κάποιος Αμερικανός κριτικός, όταν η πρώτη σκηνή μιας ταινίας απεικονίζει ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων στο οποίο οι συμμετέχοντες χορεύουν στους ήχους του “Dance me to the end of love” του Leonard Cohen, ένα τραγούδι αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα, τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι σ’ αυτό το σπίτι τίποτα δεν πάει καλά. Η πρώτη αυτή πραγματικά εκπληκτική σκηνή, είναι αυτή που καθορίζει ολόκληρο την ταινία, αφού μας βάζει κατευθείαν το πιστόλι στον κρόταφο. Η 11χρονη Αγγελική γιορτάζει τα γενέθλια της με την οικογένεια της. Μια φωτογραφική μηχανή απαθανατίζει στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Ή μήπως όχι; Σε μια στιγμή που κανένας δεν την προσέχει, η Αγγελική με σταθερό, σίγουρο βήμα βγαίνει στο μπαλκόνι και πηδά στο κενό. Η αυτοκτονία της θα πυροδοτήσει μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που θα αποδομήσουν σταδιακά το μοντέλο της παράξενης οικογένειας της, παρ’ ότι τα μέλη της θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν το τραγικό γεγονός, που αναφέρεται ως ατύχημα, είτε σε μεταξύ τους συνομιλίες, είτε προς τους υπαλλήλους της κοινωνικής πρόνοιας που επισκέπτονται το σπίτι.  Μια οικογένεια που αποτελείται από τον πατέρα - παππού αφέντη, την ηλικιωμένη γυναίκα του, την μεγάλη του κόρη  -μητέρα της Αγγελικής και δυο άλλων μικρών παιδιών, που όπως αποκαλύπτεται στην αρχή είναι πάλι έγκυος και μια μικρότερη κόρη, λίγο μεγαλύτερη από την Αγγελική. Ο θεατής θα κάνει αρκετή ώρα να αποσαφηνίσει τους ακριβείς ρόλους των μελών της οικογένειας. Το μόνο που είναι από την αρχή σίγουρο, είναι ότι η οικογένεια λειτουργεί κάτω από τις προσταγές του μόνου άντρα που υπάρχει στο σπίτι, ενός καθημερινού ανθρώπου της διπλανής πόρτας, που δεν θα πρόσεχες ποτέ στο δρόμο. Από κει και μετά, παρακολουθούμε έντρομοι το κουβάρι της ανείπωτης βίας που αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Βλέμματα που λένε πολλά, λεκτική βία, ψυχοφάρμακα, ένα ατελείωτο ρεπερτόριο από σωματικές αλλά και πιο επώδυνες ψυχολογικές τιμωρίες προς όλα τα μέλη της οικογένειας, που θα μπορούσε να εμπνευστεί μόνο ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ή κάποιος ένθερμος οπαδός του, όλα αυτά εκπορεύονται από το διαταραγμένο μυαλό του πατέρα – αφέντη, με την αδιανόητη ανοχή των υπολοίπων και μας προϊδεάζουν για τα χειρότερα που έρχονται. Κι όταν αυτά έρθουν, παρ’ ότι είμαστε πια προετοιμασμένοι για αναμενόμενες αποκαλύψεις , η πραγματικότητα ξεπερνά ακόμα και την πιο ζοφερή φαντασία. Τα απανωτά σοκ διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ τελικά ούτε η υποτιθέμενη λύτρωση (;) μπορεί να γαληνέψει την ψυχή.

Μετά απ’ όλα αυτά τα δύσκολα να αποτυπωθούν στο χαρτί, η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της ταινίας σαν ένα αυτόνομο κινηματογραφικό δημιούργημα, με συμβατική κριτική των τεχνικών χαρακτηριστικών της, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Πάντως είναι προφανές ότι ο Αβρανάς διαθέτει μεγάλες κινηματογραφικές αρετές. Από το πρώτο λεπτό σε κρατά καρφωμένο στη θέση σου, δημιουργώντας μια ζοφερή και υποβλητική ατμόσφαιρα που σε εγκλωβίζει και δε σ’ αφήνει να ξεφύγεις ούτε στιγμή. Το σκηνικό ουδέτερο και ψυχρό, ένα σπίτι βγαλμένο λες από τη δεκαετία του 70, αγέλαστα παγωμένα πρόσωπα, υπαινικτικά αλλά και φοβισμένα βλέμματα, η τηλεόραση ανοιχτή χωρίς κανένας να βλέπει, οι  πρωταγωνιστές του δράματος που σε κοιτούν με μάτια ανέκφραστα (λες και σου καταλογίζουν ευθύνη για κάτι… ), αλλά πάνω απ’ όλα η βία, που υπονοείται περισσότερο παρά δείχνεται αρχικά, αλλά ελλοχεύει πίσω από την κουρτίνα, μέχρι να βρει έδαφος να ξεχυθεί ελεύθερη. Οι ομοιότητες με τον Κυνόδοντα πολλές. Το ίδιο σκηνικό της δυσλειτουργικής οικογένειας, ο πατέρας – αφέντης, η μανιέρα του Στέργιογλου που ακολουθεί κατά γράμμα ο Θέμης Πάνου, οι ρομποτικές ανέκφραστες ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών (εξαιρείται η Ρένη Πιττακή, στη μοναδική πραγματικά συγκλονιστική ερμηνεία της ταινίας). Βέβαια από τη Miss Violence απουσιάζει το ανατρεπτικό μαύρο χιούμορ του Κυνόδοντα, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κινησιολογία και η γενικότερη παράξενη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας, εδώ βρίσκει μια λογική και ρεαλιστική εξήγηση στο τέλος (όσο ρεαλιστικό κι αν ακούγεται δυο μητέρες να ανέχονται και να συναινούν ουσιαστικά σε συμπεριφορές όπως αυτή του πατέρα – αφέντη, που ξεφεύγουν από μια "τυπική" σεξουαλική παρέκκλιση). Οι προσπάθειες του Αβρανά σε διάφορες συνεντεύξεις τύπου να αρνηθεί μετά βδελυγμίας ότι ανήκει στο “ρεύμα” του Weird Greek Cinema πέφτουν στο κενό. Η εύλογη απορία που προκύπτει πάντως, είναι αν ο σκηνοθέτης θα επιχειρούσε να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία, αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία του Κυνόδοντα…
Είναι φανερό ότι ο Αβρανάς μέσα από το τραβηγμένο στα άκρα σενάριο ενός ψυχολογικού θρίλερ (που όπως αναφέρει ο ίδιος βασίζεται σε αληθινή ιστορία...), θέλει να ξεφύγει από τα στενά όρια της ελληνικής οικογένειας και να μιλήσει για την άσκηση της εξουσίας, για τη κρίση αξιών και την υποκριτική συμπεριφορά της σύγχρονης κοινωνίας, για τα σφραγισμένα χείλη που υπακούουν σε αόρατους κώδικες σιωπής, για τα ένοχα μικρά και μεγάλα μυστικά που κρύβονται πίσω από κλειστές πόρτες και τελικά για τη δική μας χαμένη κοινωνική ευαισθησία και συνευθύνη, αφού παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα με ενδιαφέρον στις τηλεοράσεις μας και μετά γυρίζουμε πλευρό για να συνεχίσουμε τον ύπνο μας. Τελικά όμως αυτό που καταφέρνει είναι να μας προσκαλέσει σε μια ανατριχιαστική κατάδυση σε μια κόλαση, όπου η βία γίνεται αυτοσκοπός και εμμονή, με αποκλειστικό στόχο να δοκιμάσει σαδιστικά τις αντοχές μας.

5/10


Υ.Γ. Ο λόγος για τον οποίο άλλαξα τη βαθμολογία μου για την ταινία (παρ' ότι η βαθμολόγηση μιας ταινίας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σινεφίλ παιχνίδι χωρίς άλλες προεκτάσεις), έχει να κάνει με το γεγονός ότι τρεις μέρες μετά την παρακολούθηση της, κατέληξα σε οριστικό συμπέρασμα. Ομολογώ ότι ελάχιστες φορές στην κινηματογραφική μου ζωή, μου δημιουργήθηκε έντονη η ανάγκη να αποχωρήσω από μια αίθουσα (και μια απ' αυτές ήταν κατά την παρακολούθηση της Miss Violence), όχι λόγω κάποιου έμφυτου συντηρητισμού ή τυφλής πίστης σε αγίες ελληνικές οικογένειες και άλλα παραμύθια, αλλά λόγω της κατά βάση αισιόδοξης κοσμοθεωρίας μου για τον άνθρωπο, τη ζωή και την τέχνη και κυρίως λόγω της κουτοπόνηρης σκηνοθετικής επιλογής να προκαλεί συνεχόμενα σοκ στον ανυποψίαστο θεατή, χειραγωγώντας τον και ασκώντας πάνω του εξουσία παρόμοια μ' αυτή που υποτίθεται ότι στηλιτεύει. Για μένα (και ελπίζω και για άλλους) περισσότερο από την τεχνική αρτιότητα και την όποια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, μετράει το εντύπωμα που αφήνει κάθε ταινία στην ψυχή μας. Θα πει κανείς βέβαια, ότι αφού η ταινία του Αβρανά σε απασχολεί εδώ και τρεις μέρες, πέτυχε το σκοπό της. Ας είναι. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα όρια του...τα δικά μου όρια πάντως, το Miss Violence τα ξεπέρασε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου