Μια βόλτα στα βαθιά
2013, Ελλάδα, 107 min
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τσεμπερόπουλος/Σενάριο: Γιάννης Τσίρος/Παίζουν:
Μανώλης Μαυρομματάκης, Μαρία Ζορμπά, Γιώργος Γάλλος, Ηλίας Μουλάς, Αριάδνη
Καβαλιέρου, Αντώνης Καρυστινός, Θανάσης Παπαγεωργίου, Tudor Chirila
Στους κινηματογράφους από 14/11/2013
Ο Κώστας Στασινός (Μανώλης
Μαυρομματάκης) είναι ένας επιτυχημένος γεωπόνος και φιλήσυχος οικογενειάρχης
που ζει μια ήσυχη, αλλά αξιοζήλευτη ζωή με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά
του. Όταν μια συμμορία εισβάλλει στο σπίτι του για να το ληστέψει και ένα από
τα μέλη της κακοποιεί την έφηβη κόρη του, οι ισορροπίες του διαταράσσονται
ανεπανόρθωτα. Η αστυνομία δεν του δίνει πολλές ελπίδες για τη σύλληψη των
ενόχων, αλλά ένας γείτονας θα του δώσει κάποιες σημαντικές πληροφορίες που θα
τον οδηγήσουν στα ίχνη τους. Τότε θα βρεθεί μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό
δίλημμα που θα τον στιγματίσει για πάντα…
Και να που εν έτει 2013
ανακαλύπτει κανείς ότι υπάρχει καλός ελληνικός κινηματογράφος για το ευρύ κοινό,
πέρα από το κύμα του φεστιβαλικού greek weird cinema ή κάποιες ανάξιες λόγου σεξοκωμωδίες
της πρόσφατης παραγωγής. Ένας κινηματογράφος απλός, αυθεντικός, που μας κοιτά
στα μάτια, που δε φοβάται να αναδείξει και να μιλήσει ανοιχτά για τα πραγματικά
προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα (…), θέτοντας τον καθένα μας προ των
ευθυνών του, που αποδεικνύει τελικά ότι παραμένει η λαϊκότερη των τεχνών. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος (Ξαφνικός έρωτας/1984,
Άντε Γεια/1991, Η Πίσω Πόρτα/2000), ανέκαθεν θιασώτης του καλού λαϊκού σινεμά,
επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια, διαχειρίζεται με λεπτότητα και ευαισθησία
ένα ακανθώδες θέμα και στέλνει ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, ότι δηλαδή η
απλότητα και η ειλικρίνεια είναι οι καλύτεροι τρόποι για να μιλήσει κανείς στην
καρδιά και στο μυαλό του θεατή.
Ο Εχθρός μου δεν βασίζεται σε
κάποια πρωτόλεια ιδέα, αντίθετα μάλιστα ταινίες με θέμα την αυτοδικία, πολλές απ’
αυτές ιδεολογικά αμφιλεγόμενες, κατακλύζουν κάθε χρόνο την παγκόσμια κινηματογραφική
παραγωγή. Ο Τσεμπερόπουλος ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία με τον Robert Guédiguian στα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο/2011, χωρίς όμως να φτάνει
στα επίπεδα μιας θρησκευτικής παραβολής για την αγάπη, όπως ο Γαλλοαρμένιος
σκηνοθέτης, μιλά κι αυτός για έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που χάνει τον
εαυτό του μετά από ένα τραγικό γεγονός, έναν άνθρωπο που ξαφνικά καλείται να
δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που ποτέ δεν του είχαν τεθεί, ενώ είναι απροετοίμαστος να το κάνει. Παράλληλα σχολιάζει τους μηχανισμούς που οδηγούν τον
άνθρωπο στην απομόνωση και την περιχαράκωση των ατομικών κεκτημένων, σαν
αντίδοτο σε μια σύγχρονη (ελληνική)
κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση, περισσότερο ηθική και πολιτική, παρά
οικονομική. Ο ήρωας του Τσεμπερόπουλου είναι ένας άνθρωπος φύσει αισιόδοξος, ιδεαλιστής,
απόγονος της γενιάς της μεταπολίτευσης και των μεγάλων οραμάτων. Μοιάζει
χαρακτήρας ηθικός και ευαίσθητος, ενώ η επαγγελματική ενασχόληση του με τα λουλούδια
προδίδει μια ιδιαίτερη σχέση με τη γη και τη φύση. Έχει ήσυχη τη συνείδηση του,
ζώντας απομονωμένος σε ένα μικρόκοσμο οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας που
έχει χτίσει ο ίδιος με τα καλύτερα υλικά. Όταν η τραγωδία του χτυπά την πόρτα,
θα ανακαλύψει βίαια έναν διαφορετικό κόσμο, θα δει μια άλλη εικόνα της κοινωνίας
απ’ αυτή που είχε στο μυαλό του ή απέφευγε συνειδητά να αντικρύσει κατάματα.
Μια κοινωνία βίας και σκληρότητας, μια κοινωνία που προκρίνει το “οφθαλμόν αντί
οφθαλμού” ως μέθοδο απονομής δικαιοσύνης, που εκτρέφει εγκληματίες και κυοφορεί
σαν αντίβαρο παρανοϊκές προσωπικότητες, όπως του γείτονα του, που έχει μετατρέψει
το σπίτι του και τη ζωή του σε οχυρωμένο φρούριο. Η γνωριμία του μαζί του θα
σταθεί καθοριστική, αφού θα τον παρασύρει σε μια κατάβαση σε μια προσωπική κόλαση,
όπου θα ανακαλύψει έντρομος έναν άλλο εαυτό, που βρίσκεται βαθιά κρυμμένος στην
ψυχή του, τον πραγματικό εχθρό του, από τον οποίο δε θα μπορέσει να ξεφύγει.
Ο Τσεμπερόπουλος έχοντας στα
χέρια του ένα απλό, αλλά δουλεμένο και στιβαρό σενάριο, εισβάλλει στα άδυτα του
μυαλού του ήρωα του και παρακολουθεί στενά την εσωτερική πάλη και την εξέλιξη του
χαρακτήρα του, ακροβατώντας με δεξιοτεχνία πάνω στη λεπτή γκρίζα γραμμή που
χωρίζει το καλό από το κακό, το φασισμό από τη δημοκρατία και το ρατσισμό από
την κοινωνική δικαιοσύνη. Όλοι έχουμε μέσα μας μια βίαιη προδιάθεση, αλλά για
να εκδηλωθεί αυτή δημόσια και ακραία, πρέπει να συνηγορούν και οι συνθήκες,
φαίνεται να πιστεύει -και όχι άδικα- ο σκηνοθέτης. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και
στον ήρωα της ταινίας, που αναπάντεχα περνά
από τη θεωρία στην πράξη, από την ψύχραιμη αποτίμηση μιας κατάστασης στη μανία
για εκδίκηση, χωρίς να έχει προλάβει να σκεφτεί τις συνέπειες. Ο Μανώλης Μαυρομματάκης
αποδεικνύεται ο κατάλληλος άνθρωπος για να ζωντανέψει ρεαλιστικά τα ηθικά
διλήμματα του, αφού με μια ερμηνεία χαμηλών τόνων αλλά υψηλών επιδόσεων, καταφέρνει
να αποτυπώσει στο πρόσωπο του όλες τις εναλλαγές συναισθημάτων που βιώνει ο ήρωας,
από την απορία και την έκπληξη στην οργή, από τη συνειδητοποίηση της αδικίας
στη δίψα για εκδίκηση, στις ενοχές και το φόβο. Εξαιρετικοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί
του καστ, χτίζουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες που απεικονίζουν γλαφυρά τις διαφορετικές
τάσεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση στο ταραγμένο πολιτικό
σκηνικό της χώρας. Η μόνη ένσταση μου έχει να κάνει με το χαρακτήρα του γείτονα,
πολύ σημαντικού για την εξέλιξη της πλοκής, ο οποίος μοιάζει υπερβολικά σχηματικός
και μονοδιάστατος αγγίζοντας τα όρια της καρικατούρας, καθώς στη σύγχρονη
ελληνική πραγματικότητα τέτοιες συμπεριφορές και στάσεις ζωής -δυστυχώς- δεν
μπορούν να αποδίδονται πια, μόνο σε παρανοϊκούς ή αντικοινωνικούς τύπους.
Σκηνοθετώντας ήσυχα και
χαμηλόφωνα, δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που σε εγκλωβίζει, όσο και
τον ήρωα της, ο Τσεμπερόπουλος παραδίδει ίσως την καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς.
Αποφεύγοντας την παγίδα του εύκολου διδακτισμού ή των συνηθισμένων σ’ αυτές τις
περιπτώσεις μελοδραματικών κραυγών, περιορίζεται να θέτει κρίσιμα ερωτήματα και
-προς τιμήν του- δεν χειραγωγεί το θεατή όσον αφορά τις απαντήσεις, αλλά τον
καλεί σε μια εν τω βάθει αναζήτηση ως τα
ενδότερα της ψυχής του. Ακόμα και ο ειρωνικός συμβιβασμός του φινάλε, είναι το
ίδιο αμφίσημος με τον τίτλο της ταινίας. Η λύση στο πρόβλημα δεν προσφέρεται
στο πιάτο, πιθανόν μάλιστα να μην βρεθεί ποτέ. Ο εχθρός, διαφορετικός ίσως για
τον καθένα από μας, θα είναι πάντα εκεί. Στο χέρι μας (;) είναι να τον βρούμε
και να τον αντιμετωπίσουμε…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Χαμηλών τόνων, ρεαλιστική αλλά και βαθιά ανθρώπινη
ματιά στα αδιέξοδα και τα διλήμματα του σύγχρονου νεοέλληνα, που ζει σε μια
χώρα σε απόλυτη σύγχυση. Εξαιρετικό δείγμα καλού λαϊκού σινεμά που μιλά στην
καρδιά και στο μυαλό. Ο Εχθρός μου είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε.
7,5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου