Παραμύθι χωρίς δράκο
2012, Ελλάδα, 111 min
Σκηνοθεσία: Χριστόφορος Παπακαλιάτης/Σενάριο: Χριστόφορος
Παπακαλιάτης/Παίζουν: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Μαρίνα Καλογήρου, Μάρω Κοντού,
Γιώργος Κωνσταντίνου, Μαρία Σολομού, Φάνης Μουρατίδης, Θέμις Μπαζάκα, Βασίλης
Χαραλαμπόπουλος
Αθήνα, Πλάκα 2009… ο Δημήτρης
βγαίνει ένα βράδυ από το σπίτι του και συναντά τη Χριστίνα.. γνωρίζονται και
ζούνε μαζί το μεγάλο έρωτα ως τις μέρες μας, στην Ελλάδα της κρίσης. Τι θα
γινόταν όμως αν ο Δημήτρης δεν έβγαινε εκείνο το βράδυ από το σπίτι του; Θα
γνώριζε ή όχι τη Χριστίνα; Δυο εκδοχές της ίδιας ιστορίας στον ίδιο τόπο και χρόνο... Πόσο κρατάει ο έρωτας και πόσο επηρεάζεται από τις
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες; Συγχωρείται μια απιστία; Πόσο αντέχει κανείς τη
μοναξιά; Είναι ο έρωτας τελικά η λύση σε όλα μας τα προβλήματα;
Σ’ αυτά και πολλά περισσότερα
ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μέσα από το “Αν”,
την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, στην οποία -όπως και στη μεγάλη καριέρα του
στην τηλεόραση- αναλαμβάνει πολλαπλούς ρόλους, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου
αλλά και του πρωταγωνιστή. Ο Παπακαλιάτης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση της
εγχώριας παραγωγής. Από την αρχή της καριέρας του στην τηλεόραση, έφτιαξε στο
μυαλό του ένα δικό του σύμπαν, στα όρια του οποίου ζει και κινείται ως σήμερα: Όμορφα
σπίτια –κατά προτίμηση νεοκλασικά, εστέτ ήρωες ενταγμένοι πλήρως στο σύστημα
άσχετα με τις όποιες ιδιαιτερότητες τους, ανεκπλήρωτοι έρωτες παράνομοι και μη,
πολλαπλά κινηματογραφικά και άλλα “δάνεια”, φωσκολικές συμπτώσεις και ακραία
συναισθήματα, μελοδραματικές κορυφώσεις, στυλιζαρισμένη φωτογραφία, ερωτικές
σκηνές σαν βιντεοκλίπ -πάντα υπό συνοδεία μουσικής υπόκρουσης, αμπελοφιλοσοφικές
συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, επιφανειακή προσέγγιση διαφόρων κοινωνικών
φαινομένων, αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο παραγωγής, καλοί
ηθοποιοί, συνήθως εξαιρετικά soundtrack,
αίσθηση του κινηματογραφικού ρυθμού, νεανική ορμή και μπρίο, άκρατη αισιοδοξία
στα όρια της καλώς εννοούμενης αφέλειας και τελικά ικανότητα να διηγηθεί μια
ιστορία, που παρ’ ότι από την αρχή γνωρίζεις την έκβαση της σου κρατάει αμείωτο
το ενδιαφέρον.
Όλα αυτά τα τόσο αναγνωρίσιμα
στοιχεία είναι παρόντα στο “Αν”, μια ταινία όμως που θέλει να λειτουργήσει και σε
άλλα επίπεδα: Είναι ένα παραμύθι για τον έρωτα και τις σχέσεις; Μια
ψευδοφιλοσοφική ανάλυση για το “τι θα γινόταν αν…” και το ρόλο μιας στιγμιαίας
απόφασης και του τυχαίου στην εξέλιξη της ζωής ενός ατόμου; Μια δημιουργική
προσπάθεια συμφιλίωσης του παλιού με το νέο ελληνικό κινηματογράφο; Μια
νοσταλγική αναπόληση της παλιάς Αθήνας σε σχέση με την τωρινή παγωμένη εκδοχή
της; Ένα χρονικό της κρίσης και των επιπτώσεων της στις ανθρώπινες σχέσεις; Ένα σχόλιο για τη μοναξιά και την αποξένωση;
Ο Παπακαλιάτης πάσχοντας από το σύνδρομο του νέου έλληνα σκηνοθέτη (που γυρίζει
μια ταινία κάθε 10 χρόνια) θέλει να τα πει όλα… και όπως είναι φυσικό δεν τα
καταφέρνει. Επιπροσθέτως εμπλουτίζει την κεντρική (διπλή) του ιστορία, το love story του Δημήτρη και της
Χριστίνας, με ήσσονος σημασίας αχρείαστες υποπλοκές (κατά τα τηλεοπτικά του
πρότυπα), καθώς και πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, που παρ’ ότι φαίνονται
ενδιαφέροντες παραμένουν χάρτινοι αφού δεν αναπτύσσονται επαρκώς, λόγω της
εμμονής του να εμφανίζεται -σχεδόν ναρκισσιστικά- σε κάθε πλάνο της ταινίας. Η
προσέγγιση του δε στο φλέγον ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των αιτίων της
είναι εντελώς επιδερμική, καθώς εξαντλείται σε κάποιες αναφορές στην ανεργία,
ένα δυο πλάνα όπου εμφανίζονται τα ΜΑΤ και κάποια αποσπάσματα από κείμενα του
Χρόνη Μίσσιου (τουλάχιστον ατυχής επιλογή κατά την άποψη μου). Αλλά το
χειρότερο απ’ όλα είναι ο άκρατος και πολλές φορές εκβιαστικός μελοδραματισμός
του, που συνεπικουρούμενος από την συνεχή πομπώδη μουσική υπόκρουση και ένα best of των
αγαπημένων τραγουδιών του, υπερτονίζει κάθε ασήμαντη ή σημαντική σκηνή της
ταινίας με στόχο να εξαναγκάσει τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Αν προσθέσει
κανείς την αίσθηση ότι όλα αυτά κάπου τα έχεις ξαναδεί, καθώς και την
εκνευριστική επεξηγηματική διάθεση για κάθε πλάνο της ταινίας (από τα συνεχή voice over, τα διαφορετικά
κουρέματα των πρωταγωνιστών ως και κάποιους γραφικά προφανείς συμβολισμούς –ο σκύλος
που λέγεται Μοναξιά), θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που
παρακολουθεί δεν είναι το έργο ενός κατασταλαγμένου δημιουργού, παρά η υλοποίηση
της σινεφίλ ονείρωξης ενός έφηβου θεατή.
Από την άλλη μεριά, η ταινία
διαθέτει και δυνατά σημεία και μάλιστα αρκετά. Το εύρημα της ενσωμάτωσης στο
σενάριο δύο θρυλικών μορφών του παλιού εμπορικού σινεμά, της Ελενίτσας και του
Αντωνάκη από την υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα “Η δε γυνή να φοβήται τον
άντρα”, λειτουργεί εξαιρετικά και αφήνει μια γλυκιά νοσταλγική γεύση. Τα
τεχνικά χαρακτηριστικά της ταινίας είναι πολύ υψηλού επιπέδου, ο ρυθμός είναι
σταθερός, ενώ οι μεταβάσεις από τη μια ιστορία στην άλλη είναι εξαιρετικές και σε
απόλυτη αρμονία με το σενάριο. Τέλος οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό,
από το δίδυμο Κοντού-Κωνσταντίνου που γεμίζουν την οθόνη με την παρουσία τους, μέχρι τη Μαρίνα Καλογήρου, το Φάνη Μουρατίδη
και το Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, με εξαίρεση βέβαια τον ίδιο τον Παπακαλιάτη ο
οποίος χρόνια τώρα, συνεχίζει να έχει το
ίδιο ανέκφραστο βλέμμα και να εκφέρει τις ατάκες του με ξύλινο και ψυχρό τρόπο.
Είναι φανερό πάντως, ότι ο
Χριστόφορος Παπακαλιάτης έχει ικανότητες και ξέρει να διηγείται ιστορίες (δικές του ή μη) πιάνοντας το σφυγμό
των θεατών, κάτι που κατά την άποψη μου είναι εξίσου σημαντικό με το να κάνει
κανείς σινεμά τέχνης, προορισμένο για λίγους αποδέκτες. Εξάλλου δε νομίζω ότι ο
Παπακαλιάτης φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε έναν auteur του παγκόσμιου σινεμά (…). Σκοπός
του προφανώς είναι να κάνει ταινίες που θα μιλήσουν στο μέσο θεατή. Αν
καταφέρει να ξεπεράσει τις εμμονές του, την έντονη ανασφάλεια του και το
σύνδρομο της παρατεταμένης εφηβείας που διάγει, τότε το αποτέλεσμα σίγουρα θα είναι
πολύ καλύτερο. Ο θεατής στην Ελλάδα της κρίσης και της μιζέριας, που εκ των
πραγμάτων είναι επιρρεπής να δεχτεί το άλλοθι του παραμυθένιου love story που
προτείνει ο Παπακαλιάτης, θα περάσει δυο ευχάριστες ώρες στην κινηματογραφική
αίθουσα, θα νοσταλγήσει, θα αναπολήσει και πιθανόν θα συγκινηθεί. Όμως ακόμα
και στα παραμύθια -ειδικά το 2013- υπάρχει πάντα και ένας δράκος…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια ταινία
ενταγμένη πλήρως στο απατηλό σύμπαν που έχει πλάσει ο σκηνοθέτης της, με ότι
αυτό συνεπάγεται…
5/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου