Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

22/3/13

The Spy Who Came In From the Cold

Κουρασμένοι κατάσκοποι…

1965, UK, 112 min
Ελληνικός Τίτλος: Ο Κατάσκοπος που Γύρισε από το Κρύο
Σκηνοθεσία: Martin Ritt/Σενάριο: Paul Dehn, Guy Trosper/Παίζουν: Richard Burton, Clair Bloom, Oskar Werner, Peter van Eyck, Rupert Davies, Cyril Cusack, George Voskovec, Sam Wanamaker

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στην άνθηση του Ψυχρού Πολέμου, ο Άλεκ Λίμας (Richard Burton), υπεύθυνος του βρετανικού γραφείου αντικατασκοπείας στο Δυτικό Βερολίνο, ανακαλείται πίσω στην πατρίδα, λόγω διαδοχικών αποτυχημένων χειρισμών σε κρίσιμες υποθέσεις. Αρχικά του προσφέρεται δουλειά γραφείου, αλλά όταν αυτός αρνείται του ανατίθεται μια τελευταία αποστολή, να εξοντώσει έναν υψηλά ιστάμενο ανατολικογερμανό πράκτορα (Peter van Eyck)… μόνο που για να έρθει σε επαφή μαζί του, πρέπει να αυτομολήσει στο ανατολικό μπλοκ… πέρα απ’ αυτό, στην υπόθεση εμπλέκεται και η κομμουνίστρια ερωμένη του (Clair Bloom) με απρόβλεπτες συνέπειες…
Ο John le Carré , ο συγγραφέας που ανέδειξε το μυθιστόρημα κατασκοπείας σε αξιοσέβαστο λογοτεχνικό είδος, ήταν από την αρχή σχεδόν της καριέρας του ως και σήμερα από τους αγαπημένους των κινηματογραφικών στούντιο, με 8 από τα βιβλία του να έχουν βρει το δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη και άλλα 2 να ετοιμάζονται… Πράγμα αρκετά περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι τα βιβλία του, που εν πολλοίς βασίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες -αφού υπήρξε για αρκετά χρόνια ο ίδιος στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ξεφεύγουν από την κλασική φόρμα του κατασκοπικού μυθιστορήματος, μια και συνήθως εμβαθύνουν στο χαρακτήρα των τσακισμένων ηρώων τους και κινούνται σε γκρίζες περιοχές της λογικής, της ηθικής ακόμα και της αλήθειας. Θα μπορούσε να πει λοιπόν κάποιος ότι είναι δύσκολο το κλίμα τους να αποδοθεί στη οθόνη με ακρίβεια, εκτός ίσως αν βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος πίσω από την κάμερα. Στην περίπτωση του “The Spy Who Came in from the Cold”, του πρώτου μυθιστορήματος του le Carré που έγινε ταινία, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Martin Ritt. Ήδη φτασμένος σκηνοθέτης εκείνη την εποχή, αλλά αριστερής ιδεολογίας και εξοστρακισμένος από την αμερικανική τηλεοπτική βιομηχανία λόγω αυτής της …παρέκκλισης του, ο Ritt αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου, πριν καν αυτό φτάσει στα βιβλιοπωλεία. Όπως αναφέρεται, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα στα γυρίσματα, μεταξύ των οποίων τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του Richard Burton και τη ζήλεια της τότε συζύγου του Elizabeth Taylor (που επέβαλλε τελικά την αλλαγή του ονόματος του κεντρικού γυναικείου χαρακτήρα από Λιζ σε Ναν, για να μην ταυτίσει το κοινό το Burton με άλλη Λιζ εκτός απ’ αυτήν…). Τελικά όμως δημιούργησε μια ταινία, που παρ’ ότι δύσκολη στην προσέγγιση από έναν ανυποψίαστο θεατή, χαμηλών τόνων, με ελάχιστες στιγμές δράσης και μια υπόγεια μελαγχολία να τη διατρέχει από την αρχή ως το τέλος, παραμένει κλασική ακόμα και σήμερα, 48 χρόνια μετά… 

Ο Ritt επιδίωξε και κατάφερε να μην παρεκκλίνει καθόλου από το ύφος και το κλίμα του βιβλίου. Σε μια εποχή όπου ο μπον-βιβέρ καλοπερασάκιας James Bond σπάει τα ταμεία και η εντύπωση του μέσου θεατή για την κατασκοπεία εξαντλείται σε εξωτικές τοποθεσίες, όμορφες γυναίκες και περίεργα gadget, ο σκηνοθέτης μας εισάγει σ’ έναν άλλο κόσμο: τον πραγματικό. Από το Βερολίνο στο Λονδίνο και από τις εξοχές της Ολλανδίας ξανά στο Βερολίνο, ο κόσμος των κατασκόπων είναι παντού ο ίδιος. Μουντός, κυνικός, πνιγηρός, με την υγρασία να σου τρυπά τα κόκκαλα και το μυαλό. Η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Oswald Morris δημιουργεί μια σχεδόν καφκική ατμόσφαιρα, απ’ όπου δεν έχει δικαίωμα να ξεφύγει κανείς. Ο ήλιος δεν εμφανίζεται ποτέ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ενώ το μόνο φως που φωτίζει τα πρόσωπα των κατοίκων του κόσμου αυτού είναι το ψυχρό φως της λάμπας και των προβολέων. Υποταγμένοι στους κανόνες ενός αόρατου τσίρκου (circus-η ονομασία που χρησιμοποιεί ο le Carré στα βιβλία του για την βρετανική αντικατασκοπεία), υπακούουν στις εντολές του εκάστοτε Control (Έλεγχος -ο αρχηγός της αντικατασκοπείας κατά τον le Carré) σαν πιόνια σε μια παρτίδα σκάκι, χωρίς να έχουν δικαίωμα αντίδρασης ή κριτικής, είτε βρίσκονται από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Τα κίνητρα τους αδιευκρίνιστα, η ηθική τους υπόσταση συζητήσιμη, το μέλλον τους ζοφερό.
 
Ο Άλεκ Λίμας (ο Richard Burton στην πιο εσωτερική και ευαίσθητη ερμηνεία της καριέρας του), ένας άνθρωπος κουρασμένος, στεγνός, εγκλωβισμένος σε γρανάζια αθέατων μηχανισμών, κινείται σ’ έναν κόσμο όπου η έννοια της ηθικής απουσιάζει, το καλό και το κακό δεν διαχωρίζονται και ακόμα και τα αισθήματα έχουν μια γκρίζα απόχρωση. Όπως ο ίδιος λέει στη Ναν, στην πρώτη και τελευταία του εξομολόγηση “Χθες θα είχα σκοτώσει τον Μουντ, γιατί τον θεωρούσα κακό και εχθρό μου, σήμερα είναι απλά κακός και φίλος”. Ώριμος πια όσο ποτέ, καταλαβαίνει ότι μόνο ο έρωτας μπορεί να του δώσει μια ελπίδα, ακόμα κι αυτός όμως μπαίνει στη ζωή του δειλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες στο πρόσωπο μιας ιδεολόγου -σχεδόν αφελούς- λονδρέζας κομμουνίστριας. Αν αυτός χαθεί –και μάλιστα με δική του ευθύνη, θα μείνει για πάντα ηθικά ανάπηρος και η επιστροφή του από το κρύο (από το ανατολικό μπλοκ στο δυτικό), δε θα είναι παρά μια οφθαλμαπάτη.
Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας όμως, παρ’ ότι εμφανίζεται μόνο στα τελευταία λεπτά της (…), είναι το Τείχος. Ένα τείχος πού στοιχειώνει την εξέλιξη της ιστορίας και ασκεί μια ιδιόμορφη γοητεία στο Λίμας... Ένας τοίχος που χωρίζει ανθρώπους, καθεστώτα και ιδεολογίες χωρίς κανένα προφανή λόγο, αφού οι δυο πλευρές τελικά φαίνεται να είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ρεαλιστική απεικόνιση του γκρίζου κόσμου της κατασκοπείας και άψογη ανασύσταση του ψυχροπολεμικού κλίματος των αρχών της δεκαετίας του '60, στηριγμένη σε μια χαμηλών τόνων αλλά υψηλών επιδόσεων ερμηνεία του Richard Burton.

8,5/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου