Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

19/3/13

Sorry, Wrong Number

Sorry, Wrong Director

1948, USA, 89 min
Ελληνικός Τίτλος: Στον Ίσκιο του Δολοφόνου
Σκηνοθεσία: Anatole Litvak/Σενάριο: Lucille Fletcher/Παίζουν: Barbara Stanwyck, Burt Lancaster, Ann Richards, Wendell Corey, Harold Vermilyea, Ed Begley, William Conrad, Leif Erickson

Η Λεόνα Στίβενσον (Barbara Stanwyck) είναι μια πλούσια, κακομαθημένη, νευρωτική γυναίκα, που είναι αναγκασμένη να περνά το χρόνο της στο κρεβάτι λόγω μιας παλιάς ασθένειας. Ένα βράδυ, ψάχνοντας στο τηλέφωνο τον άντρα της Χένρι (Burt Lancaster), που έχει καθυστερήσει να επιστρέψει στο σπίτι, ακούει κατά λάθος μια τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ δύο αντρών σχετικά με έναν φόνο. Προσπαθεί να ειδοποιήσει την αστυνομία για το επικείμενο έγκλημα, αλλά σταδιακά διαπιστώνει ότι ο φόνος για τον οποίο άκουσε στο τηλέφωνο, είναι ο δικός της…
Ο ουκρανο-εβραίος Anatole Litvak (1902-1974), διάσημος σκηνοθέτης της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ (Αναστασία, Ο Λάκκος με τα Φίδια, Απόφαση την Αυγή, Η Νύχτα των Στρατηγών), μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα πασίγνωστο στη εποχή του ραδιοφωνικό έργο της Lucille Fletcher. Το έργο παρουσιάστηκε στο ραδιόφωνο 8 φορές στο διάστημα 1943-1960 με μεγάλη επιτυχία, με πρωταγωνίστρια πάντα την Agnes Moorhead, η οποία όμως δεν επελέγη από τους παραγωγούς για την ταινία και είναι ουσιαστικά ένας 30λεπτος μονόλογος της πρωταγωνίστριας.

Η ταινία βαδίζει στα χνάρια του film-noir, δημιουργώντας –ενίοτε επιτυχημένα- μια κλειστοφοβική και αποπνικτική ατμόσφαιρα. Παρ’ ότι όμως οι επιρροές του είδους είναι εμφανείς , δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ένα κλασικό νουάρ, αφού φλερτάρει περισσότερο με το ψυχολογικό θρίλερ αλά Χίτσκοκ. Όμως μόνο ο μέγας Χίτσκοκ θα μπορούσε να απογειώσει μια ταινία που εξελίσσεται επί 90 λεπτά σε ένα δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται μόνη μια ανάπηρη γυναίκα, μετατρέποντας το προφανές αφηγηματικό πρόβλημα σε πλεονέκτημα (το έχει κάνει άλλωστε…). Αντίθετα ο Litvak, εμπλουτίζει την πλοκή με τόσες πολλές παράλληλες ιστορίες  και flashback -ακόμα και flashback μέσα στα flashback, που ώρες ώρες νομίζει κανείς ότι το κάνει μόνο και μόνο για να παρατείνει τη διάρκεια της ταινίας. Τα συνεχή τηλεφωνήματα της Λεόνα προάγουν μεν τη δράση, ενώ παράλληλα επιτείνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης της πρωταγωνίστριας  -αφού ως το τέλος της ταινίας δεν μιλάει ποτέ σε κανέναν κατά πρόσωπο, αλλά από την άλλη μεριά αποπροσανατολίζουν το θεατή χωρίς προφανή λόγο, με αποτέλεσμα η ταινία να μη μπορεί να διατηρήσει ένα σταθερό ρυθμό και την ατμόσφαιρα της απειλής ζωντανή.
Το δεύτερο πολύ σημαντικό πρόβλημα της ταινίας είναι η αμφιλεγόμενη αληθοφάνεια της. Αν εξαιρέσουμε το εύρημα της αρχής πάνω στο οποίο βασίζεται η ύπαρξη της – όσο εξωφρενικό κι αν ακούγεται, η συνέχεια είναι γεμάτη από συμπτώσεις, τόσες πολλές που αρχίζεις να αναρωτιέσαι… (η παλιά ερωμένη του Χένρι ακούει τυχαία το δικηγόρο άντρα της να αναφέρει το όνομα του σαν βασικό ύποπτο σε μια έρευνα που κάνει, επισκέπτεται το Χένρι για να μάθει λεπτομέρειες –εντελώς τυχαία- την ίδια μέρα που εξελίσσεται η δράση, η Λεόνα μαθαίνει από τη γραμματέα του Χένρι το περιστατικό και της τηλεφωνεί για να της κάνει σκηνή κλπκλπ.). Το ομολογουμένως πολύ καλό φινάλε δεν αρκεί για να σώσει την κατάσταση.

Στο έλλειμμα αληθοφάνειας του φιλμ, εντάσσονται και οι ερμηνείες των δύο βασικών πρωταγωνιστών. Η Barbara Stanwyck, τυποποιημένη σε ρόλους δυναμικών και εγωιστικών γυναικείων χαρακτήρων, φαντάζει ιδανική για να ενσαρκώσει τη Λεόνα Στίβενσον: μια γυναίκα δεσποτική, νευρωτική, κακομαθημένη, που παίρνει πάντα αυτό που θέλει και χρησιμοποιεί τον άντρα της σαν παιχνίδι. Όμως η Stanwyck ούτε σε μια στιγμή της ταινίας δεν σταματά να είναι υπερβολική και ψεύτικη, κραυγάζοντας υστερικά  στο φακό χωρίς μέτρο, μην μπορώντας να εξωτερικεύσει πειστικά τον πανικό που καταλαμβάνει σταδιακά τη Λεόνα (προτάθηκε πάντως για Όσκαρ!!). Όταν μάλιστα τα ουρλιαχτά της συνοδεύονται από το εξωφρενικά πομπώδες soundtrack του Franz Waxman, τότε η ταινία ρέπει επικίνδυνα προς το κακό μελό. Ο Burt Lancaster από τη άλλη (που δυο χρόνια πριν είχε δώσει μια εκπληκτική ερμηνεία στο The Killers), δεν πείθει στο ρόλο του ταπεινής καταγωγής, κομπλεξικού αλλά φιλόδοξου και αριβίστα Χένρι, που χειραγωγείται από τους πάντες και τελικά φτάνει στο έσχατο σημείο προκειμένου να σώσει το τομάρι του, έχοντας βέβαια το ελαφρυντικό ότι ο χαρακτήρας του δεν αναπτύσσεται σεναριακά επαρκώς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Αν το αρχικό υλικό είχε πέσει στα χέρια του Alfred Hitchcock, μπορεί να μιλούσαμε για ένα αριστούργημα, τώρα όμως…

4,5/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου